Τα κλασικά παραμύθια αποτελούν συμβολικές αποδόσεις των εσωτερικών εμπειριών των παιδιών. Η γοητεία τους, ωστόσο, δεν περιορίζεται μονάχα στα παιδιά, αλλά και στους ενήλικες, καθώς βρίθουν οικουμενικών συμβόλων, που υπογράφουν την αλήθεια της ψυχολογικής μας πραγματικότητας -την οποία ορισμένοι αρνούνται σθεναρά και για αυτό το λόγο έχουν υποτιμήσει την αξία των κλασικών παραμυθιών.
Τα παιδιά κατατρύχονται από άγχη, φόβους και απελπισία, στην πορεία της αναζήτησης του «ποιος είμαι;» και «ποια είναι η θέση μου στον κόσμο;». Η σημαντικότερη συμβολή του παραμυθιού στη διάπλαση της αναδυόμενης προσωπικότητας του παιδιού, έγκειται ακριβώς στη νοηματοδότηση της τόσο σύνθετης και πολύπλοκης πραγματικότητας, με έναν τρόπο που μπορεί να γίνει κατανοητός από το παιδί.
Τα παραμύθια μαγεύουν τα παιδιά, όχι μόνο λόγω των λανθανόντων και πολυεπίπεδων νοημάτων που φέρουν, αλλά χάρη στις λογοτεχνικές τους ιδιότητες. Είναι πρωταρχικώς έργα τέχνης -συχνά οικουμενικά. Και όπως όλα τα έργα τέχνης επιδέχονται διαφορετικής ανάγνωσης από κάθε άτομο, αλλά και από το ίδιο άτομο σε διαφορετική περίοδο της ζωής του. Έτσι, και το παιδί, κάθε φορά που επιστρέφει σε αυτά, ανακαλύπτει νέα νοήματα που προσαρτώνται στις ήδη υπάρχουσες αναπαραστάσεις, εμπλουτίζοντας ή τροποποιώντας τες.
Ο ήρωας που περιπλανιέται σε ένα σκοτεινό, απροσπέλαστο δάσος συμβολίζει την απελπισία που βιώνει το παιδί, στην προσπάθειά του να διαχειριστεί τα τόσο αντικρουόμενα συναισθήματά του. Εκτός από την αμφιθυμία του για τα αγαπημένα του πρόσωπα, τους γονείς, δύο είναι τα βασικότερα αντιμαχόμενα δεδομένα που διατρέχουν δια βίου την ύπαρξή μας, η εξάρτηση και η ανεξαρτησία. Ο ήρωας, όπως και το παιδί, για να ωριμάσει, εγκαταλείπει την ασφάλεια του σπιτιού του και επιδίδεται σε περιπέτειες.
Εκεί που η απελπισία φτάνει στο ζενίθ της, βρίσκεται ένα ζώο ή μία καλή νεράιδα ή ένας σοφός γέροντας, που το καθοδηγεί. Το ζώο συμβολίζει την ενστικτώδη φύση μας και υποδηλώνει την εμπιστοσύνη, που οφείλουμε να δείξουμε στη διαίσθησή μας και συνεπώς στην ίδια τη ζωή. Ο σοφός γέροντας αποτελεί μία πατρική φιγούρα, που παρέχει προστασία και καθοδήγηση.
Αντίστοιχα, μία καλή νεράιδα αντιπροσωπεύει την «καλή» μητέρα. Τα πρόσωπα στα παραμύθια είναι είτε καλά είτε κακά, ποτέ κάτι ενδιάμεσο. Τα παιδιά ταλανίζονται από την αμφιθυμία τους και κάτι τέτοιο, που προσιδιάζει στην πραγματική ζωή, θα τα μπέρδευε ακόμη περισσότερο. Έχουν ανάγκη να προσδιορίσουν τι είναι το καλό και τι είναι το κακό, ώστε να μπορέσουν να απαρτιωθούν αργότερα αυτές οι δύο έννοιες.
Οι δράκοι, οι κακές μάγισσες και οι γίγαντες επιτρέπουν στο παιδί να προβάλλει το «κακά» του συναισθήματα και στο τέλος να υπερτερήσει αυτών. Συχνά τους κατατροπώνει, εξαπατώντας τους. Αφενός τα παιδιά επιθυμούν να κυριαρχήσουν και να ξεπεράσουν τους γονείς τους, αφετέρου, εάν κάτι τέτοιο συνέβαινε, δε θα υπήρχε κανείς να μεριμνά για την ασφάλεια και την προστασία τους. Μέσα από το παραμύθι, εκπληρώνεται η φαντασίωση του παιδιού για κυριαρχία έναντι των ενηλίκων, χωρίς ωστόσο να απειλείται πως θα μείνει απροστάτευτο και εκτεθειμένο στους κινδύνους.
Είναι πολύ σημαντικό οι γονείς να διαβάζουν οι ίδιοι τα παραμύθια στα παιδιά τους, αντί να τα διαβάζουν μόνα τους. Με αυτόν τον τρόπο, υποδηλώνεται πως οι γονείς αποδέχονται τα αρνητικά συναισθήματα του παιδιού -συνεπώς το παιδί δεν αισθάνεται ενοχές για αυτά- και εγκρίνουν τις μεθόδους εξαπάτησης και εξολόθρευσης του «κακού» -σημειώνεται πως ο κακός δράκος στα παραμύθια είναι συχνά ο ματαιωτικός γονέας που θυμώνει το παιδί.
Μερικοί γονείς δεν αποδέχονται πως τα παιδιά τους μπορεί να τους βλέπουν ως γίγαντες και κακούς δράκους, στερώντας από το παιδί τέτοια παραμύθια, που θα το βοηθήσουν να διαχειριστεί την αμφιθυμία του, ωθώντας το να καταπνίξει το «κακό» μέσα του, με δυσμενείς επιπτώσεις στην ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. Τα παιδιά, που έχουν στερηθεί τη μαγεία στην παιδική ηλικία, ενδεχομένως θα την αναζητήσουν ως έφηβοι και ενήλικες σε ψυχοτρόπες ουσίες, στην αστρολογία, σε τελετές μαύρης μαγείας, αναπτύσσοντας συχνά παρανοϊκό ιδεασμό.
Χαρακτηριστικό στοιχείο των παραμυθιών είναι το αίσιο τέλος, «…και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα». Η αυτοπραγμάτωση επιτυγχάνεται πάντοτε με το σμίξιμο δύο προσώπων -ο πρίγκιπας παντρεύεται την πριγκίπισσα- ή με την επιστροφή στην πατρική οικογένεια. Κανένα παραμύθι δεν τελειώνει με τον ήρωα να μένει μόνος του. Ωστόσο, διανύει μία περίοδο μοναξιάς που είναι απαραίτητη, για να ωριμάσει. Κατακτώντας την ψυχική του αυτονομία και μία ανώτερη μορφή ύπαρξης, ολοκληρώνεται μέσα από τη συντροφιά ενός άλλου προσώπου.
Τα παραμύθια ποτέ δεν υποδεικνύουν ευθέως λύσεις στα ζητήματα που πραγματεύονται. Δεν αποτελούν ηθικές διδαχές. Αντιθέτως, διανοίγουν δρόμους στη φαντασία του παιδιού, δίνοντάς του την ελευθερία να επιλέξει μόνο του τον τρόπο που θα ανυψωθεί.
Εν κατακλείδι, οι ρεαλιστικές εξηγήσεις δε βοηθούν τα παιδιά να κατανοήσουν τον κόσμο. Δε διαθέτουν τα γνωστικά εφόδια, για να τις κατανοήσουν, με αποτέλεσμα να νιώθουν ανόητα. Η σκέψη των παιδιών είναι ψυχοκρατική και όχι ορθολογική.
Οφείλουμε να σεβαστούμε το βαθμό κατανόησης των παιδιών. Συνεπώς, είναι προτιμότερο να του πούμε πως μία καλή νεράιδα κρεμάει κάθε νύχτα το φεγγάρι στον ουρανό από μία μεταξωτή κλωστή, παρά να του μιλήσουμε για τη βαρυτική έλξη.
«…Κάποια μέρα ίσως μεγαλώσουμε και εμείς αρκετά, για να ξαναρχίσουμε να διαβάζουμε παραμύθια!»