18 Νοεμβρίου, 2025
Παράξενα

Η Αθήνα υπό πίεση: Άμεση συμμετοχή στο PURL και ενίσχυση της Ουκρανίας ζητούν οι ΗΠΑ

Άμεση ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα PURL του ΝΑΤΟ, που προβλέπει οικονομική συνεισφορά για την αγορά αμερικανικών οπλικών συστημάτων τα οποία προορίζονται για την Ουκρανία, καθώς και ταχεία ενίσχυση της αεράμυνας του Κιέβου, ζητούν από την Αθήνα οι Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και σημαντικές ευρωπαϊκές χώρες, προκειμένου να υλοποιηθούν οι δεσμεύσεις που έχει αναλάβει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.

Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει ήδη συνδράμει σημαντικά το Κίεβο τόσο με απευθείας αποστολές στρατιωτικού υλικού όσο και μέσω πωλήσεων σε συμμαχικά κράτη τα οποία στη συνέχεια αποδέσμευσαν εξοπλισμό προς την Ουκρανία, οι ανάγκες του μετώπου παραμένουν υψηλές και διαρκείς, καθιστώντας τις διεθνείς απαιτήσεις ολοένα και πιο πιεστικές.

Τα επανειλημμένα αιτήματα των συμμάχων αναδεικνύουν ότι η μέχρι τώρα στρατηγική του Μεγάρου Μαξίμου, που ισορροπεί ανάμεσα στη στήριξη της «σωστής πλευράς της Ιστορίας» και στις συνεχείς καθυστερήσεις για περιορισμό του πολιτικού κόστους στο εσωτερικό, έχει πλέον εξαντλήσει τα περιθώριά της.

Η διμερής Συμφωνία Ασφαλείας που υπέγραψε ο πρωθυπουργός με τον Βολοντιμίρ Ζελένσκι τον Οκτώβριο του 2024 παραμένει σε εκκρεμότητα ως προς την κύρωσή της από τη Βουλή, γεγονός που δημιουργεί εύλογα ερωτήματα σχετικά με την ορθότητα των πολιτικών επιλογών. Αν η συμφωνία θεωρείται επωφελής για τα ελληνικά συμφέροντα, τότε θα έπρεπε να επικυρωθεί χωρίς αμφιταλαντεύσεις, ενώ, εάν περιέχει δυσμενείς πρόνοιες, η κυβέρνηση θα όφειλε να επαναδιαπραγματευθεί ή και να ανακαλέσει κρίσιμα σημεία της.

Σε ό,τι αφορά το PURL, η κυβέρνηση ενημερώθηκε λεπτομερώς για τις επιχειρησιακές και οικονομικές πτυχές του σχεδίου που προώθησε ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ κατά τις απόρρητες συνεδριάσεις του Βορειοατλαντικού Συμβουλίου στις Βρυξέλλες στα τέλη Ιουλίου, ενώ ακολούθησαν και πρόσθετες διευκρινίσεις κατά τη διάρκεια επαφών που πραγματοποίησε η Αμερικανική Πρεσβεία στην Αθήνα στις αρχές Αυγούστου.

Καταρτίστηκε μάλιστα ένας τριπλός άξονας ενεργειών, όπως συμβαίνει παραδοσιακά σε περιόδους πολεμικών κρίσεων: πρώτον, υπογραφή συμφωνίας-πλαίσιο με το ΝΑΤΟ, δεύτερον, δημόσια πολιτική στήριξη του μηχανισμού, και τρίτον, οικονομική συνεισφορά σε μεταγενέστερο στάδιο.

Αν και τα συναρμόδια υπουργεία Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας προχώρησαν στο αρχικό σκέλος προετοιμασίας, το Μέγαρο Μαξίμου στη συνέχεια πάτησε «φρένο», φοβούμενο ότι σύντομα η χώρα θα βρεθεί αναγκασμένη να ανακοινώσει δημόσια το ύψος των χρημάτων που θα διαθέσει, σε μια στιγμή όπου η πραγματική οικονομική κατάσταση της Ελλάδας αφήνει ελάχιστα περιθώρια για επιπλέον αμυντικές δαπάνες υπέρ ενός πολέμου χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τα ελληνικά σύνορα.

Την ίδια ώρα, η κυβέρνηση δεν μπορεί να επικαλεστεί εύκολα οικονομική δυσχέρεια, όταν δημοσίως ισχυρίζεται ότι όλοι οι δείκτες ευημερούν και ότι οι ξένες επενδύσεις αυξάνονται θεαματικά. Αντίστοιχα, είναι δύσκολο να εξηγηθεί στους Έλληνες φορολογούμενους η προτεραιότητα στήριξης της Ουκρανίας, τη στιγμή που απέναντι στην Τουρκία εξακολουθεί να υφίσταται μια υπαρκτή, καθημερινή απειλή.

Διπλωματικές πηγές χαρακτηρίζουν βέβαιο ότι ένα από τα πρώτα ζητήματα που θα θέσει στην κυβέρνηση η νέα πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα, Κίμπερλι Γκίλφοϊλ, θα είναι η άμεση υπογραφή της συμφωνίας-πλαίσιο με το ΝΑΤΟ, ώστε η Ελλάδα να παράσχει τουλάχιστον μια επίσημη πολιτική δέσμευση στο εγχείρημα.

Η αναπόφευκτη συνέχεια θα είναι η ρητή ανάληψη οικονομικής υποχρέωσης, μια απόφαση που ο κ. Μητσοτάκης δεν θα μπορεί για πολύ ακόμη να αναβάλλει. Το δίλημμα που θα πρέπει να αντιμετωπίσει θα είναι καθαρά πολιτικό: είτε θα δυσαρεστήσει σημαντικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας είτε θα διακινδυνεύσει την εμπιστοσύνη των συμμάχων.

Παράλληλα, οι ΗΠΑ επιμένουν στην ανάγκη ενίσχυσης της ουκρανικής αεράμυνας με άμεσο τρόπο και η Αθήνα έχει ήδη απορρίψει σειρά προτάσεων. Την άνοιξη και το καλοκαίρι η κυβέρνηση είπε «όχι» στην αποστολή συστήματος Patriot στην Ουκρανία, παρά το επιχείρημα της αμερικανικής πλευράς ότι μία από τις ελληνικές συστοιχίες είναι καθηλωμένη από το 2021 στη Σαουδική Αραβία και ότι οι σχέσεις με την Τουρκία βρίσκονται σε φάση ύφεσης από το 2023.

Στη συνέχεια, απορρίφθηκε και εναλλακτικό σχέδιο που προέβλεπε επιστροφή των Mirage 2000-5 στη γαλλική Dassault, ώστε τα αεροσκάφη να δοθούν στο Κίεβο με αντάλλαγμα ευνοϊκότερους όρους για μελλοντική αγορά Rafale. Μετά από αυτά, θεωρείται πλέον πιθανό η Ελλάδα να προσφέρει τεχνική και εκπαιδευτική υποστήριξη στα F-16 που πρόκειται να ενταχθούν στην ουκρανική Πολεμική Αεροπορία, όχι όμως ελληνικά αεροσκάφη.

Επιπλέον, η Ουάσινγκτον παρακολουθεί στενά και το ενεργειακό πεδίο, όπου η ελληνική κυβέρνηση κλήθηκε να εγκαταλείψει γρήγορα τις «σημαντικές επιφυλάξεις» που είχε εκφράσει στις Βρυξέλλες αναφορικά με τη σταδιακή απαγόρευση εισαγωγής ρωσικού LNG στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Παρότι το Μαξίμου επικαλείτο μέχρι πρόσφατα την ανάγκη συγκράτησης των τιμών ενέργειας, το νέο αμερικανικό δόγμα υπέρ πιο σκληρών κυρώσεων στη ρωσική ενεργειακή βιομηχανία οδήγησε σε άμεση αναδίπλωση.

Η κυβέρνηση επιχείρησε κατόπιν να παρουσιάσει ως δική της επιτυχία τον νέο ευρωπαϊκό μηχανισμό ελέγχου της προέλευσης φυσικού αερίου στον αγωγό TurkStream, ενώ στην πραγματικότητα η εν λόγω πρωτοβουλία ήταν αποτέλεσμα τεχνικών διαπραγματεύσεων της Ε.Ε. με την Τουρκία, χωρίς ουσιαστική συμβολή της Αθήνας.

Συνολικά, οι διεθνείς πιέσεις συγκλίνουν σε ένα σαφές μήνυμα προς την ελληνική κυβέρνηση: οι συμβολικές δεσμεύσεις δεν αρκούν πλέον και η Ελλάδα οφείλει να αναλάβει συγκεκριμένες, μετρήσιμες υποχρεώσεις εις βάρος των δημόσιων πόρων της, εφόσον επιθυμεί να συνεχίσει να εμφανίζεται ως σταθερός σύμμαχος στο ουκρανικό ζήτημα.

Το Μέγαρο Μαξίμου βρίσκεται έτσι μπροστά σε μια δύσκολη απόφαση που θα καθορίσει τόσο την αξιοπιστία της χώρας στο εξωτερικό όσο και την κομματική ισορροπία στο εσωτερικό.