Λαϊκισμός, κρατισμός, πελατειακό κράτος, αναξιοκρατία, οικογενειοκρατία, ασθενείς θεσμοί, παρέμβαση στη Δικαιοσύνη, κίτρινος Τύπος, διαφθορά. Αυτές είναι μερικές από τις χρόνιες παθογένειες της ελληνικής Μεταπολίτευσης, για τις οποίες η ευθύνη βαραίνει διαχρονικά όλα τα πολιτικά κόμματα. Το αξιοσημείωτο είναι πως μια τέτοια παραδοχή δεν διατυπώθηκε από κάποιον διανοούμενο ή ιστορικό αναλυτή, αλλά από τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη, μέσω ανάρτησής του στο Χ (πρώην Twitter) το 2017.
Πέντε χρόνια αργότερα, ο ίδιος ο Μητσοτάκης φέρεται να ενσαρκώνει, σύμφωνα με επικριτές του, ό,τι πιο σαθρό παρήγαγε η μεταπολιτευτική Ελλάδα. Από σημαιοφόρος της ακεραιότητας, της ηθικής και της μεταρρυθμιστικής τόλμης, καταγγέλλεται πλέον ως ο πιο διεφθαρμένος πρωθυπουργός της μεταπολιτευτικής περιόδου και ο πιο επιδέξιος πολιτικός ψεύτης. Οι αρχικές ελπίδες που επενδύθηκαν στο πρόσωπό του, μετατράπηκαν σε βαθιά απογοήτευση.
Πολλοί από εκείνους που τον εξύμνησαν ως τον “πολιτικό του αιώνα” –μερίδα του Τύπου, μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας, εκπρόσωποι της οικονομικής ελίτ– φαίνεται να στήριξαν και προώθησαν ένα επικοινωνιακό αφήγημα περί αδιάφθορου τεχνοκράτη, ενώ, σύμφωνα με επικριτικές φωνές, γνώριζαν καλά τις πραγματικές του πολιτικές πρακτικές και καταβολές. Παράλληλα, όσοι από νωρίς έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου για τις συνέπειες της διακυβέρνησής του, αντιμετωπίστηκαν με ειρωνεία, χλευασμό και απόρριψη, ακόμη και από τον ίδιο τους τον πολιτικό περίγυρο.
Οι καταγγελίες εστιάζουν κυρίως στο μοντέλο διακυβέρνησης που φέρεται να βασίστηκε στην εξαγορά ψήφων και την παγίωση ενός πελατειακού μηχανισμού. Πόροι ευρωπαϊκών ταμείων που προορίζονταν για την ανάταξη της οικονομίας, φέρεται να χρησιμοποιήθηκαν για απευθείας αναθέσεις, ευνοϊκές εργολαβίες και επικοινωνιακές «μεταρρυθμίσεις» χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Αυτή η πρακτική οδήγησε, σύμφωνα με αναλύσεις, σε μια νέα ανακατανομή πλούτου υπέρ μιας μικρής προνομιούχας μειοψηφίας, η οποία στηρίζει σθεναρά την κυβερνητική εξουσία στις κάλπες, ενώ η ευρεία κοινωνική πλειοψηφία απέχει απογοητευμένη.
Το αποτέλεσμα είναι ένα νέο πολιτικό φαινόμενο που αποκαλείται «μητσοτακισμός», το οποίο επιβιώνει στηριζόμενο σε έναν σκληρό πυρήνα ψηφοφόρων και στην αδιαμφισβήτητη υποστήριξη ορισμένων ΜΜΕ. Την ίδια στιγμή, το αφήγημα περί ανάπτυξης και επενδύσεων καταρρέει μπροστά στην πραγματικότητα μιας οικονομίας που φαίνεται να περιορίζεται στην παραγωγή υπηρεσιών χαμηλής προστιθέμενης αξίας, την πλήρη εξάρτηση από τον μαζικό τουρισμό και την εγκατάλειψη βασικών παραγωγικών τομέων.
Ενεργειακά, η Ελλάδα φέρεται να έχει απολέσει την αυτονομία της, εγκαταλείποντας τις παραδοσιακές της πηγές και μετατρέποντας φυσικά τοπία σε βιομηχανικές ζώνες ανεμογεννητριών, ενώ, παρά τις επενδύσεις στις ΑΠΕ, το κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος παραμένει από τα υψηλότερα στην Ευρώπη.
Παράλληλα, η διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής αποδίδεται και σε πολιτικές που ενισχύουν τη διχόνοια, υπονομεύουν παραδοσιακές αξίες και προωθούν μεταβολές στη σύνθεση του πληθυσμού μέσω ανεξέλεγκτης μετανάστευσης. Η χώρα εμφανίζεται ως αποικία φτηνού τουρισμού, ενώ η εσωτερική ασφάλεια καταρρέει, με το οργανωμένο έγκλημα και την ανομία να διεισδύουν μέχρι και στο πολιτικό προσωπικό.
Η λειτουργία της Δικαιοσύνης φέρεται να έχει δεχθεί σοβαρά πλήγματα, με εκτεταμένες παρακολουθήσεις πολιτικών και στρατιωτικών προσώπων και μεθοδεύσεις που καταλύουν κάθε έννοια διάκρισης εξουσιών. Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, η Ελλάδα εμφανίζεται να έχει απεμπολήσει εθνικά της δικαιώματα, με αποδοχή τετελεσμένων στο Αιγαίο και υποχωρητικότητα απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα.
Το κύμα δυσαρέσκειας που φουσκώνει, δεν εκφράζεται μόνο από την κοινωνία, αλλά και από ευρωπαίους αξιωματούχους, καθώς η εικόνα της Ελλάδας ως κράτους δικαίου και μέλους της ευρωπαϊκής οικογένειας δείχνει να τρίζεται. Οι εκλογικές νίκες του παρελθόντος και η επικοινωνιακή υπεροπλία δεν αρκούν πλέον να αποκρύψουν τη βαθιά κρίση. Οι φωνές που προειδοποιούσαν νωρίς δεν ζητούν επιβεβαίωση ή δικαίωση, αλλά θέτουν ένα ζήτημα ουσίας: ποια θα είναι η επόμενη μέρα για τη χώρα και πόσο μεγάλο θα είναι το κόστος της σημερινής διακυβέρνησης.
Το τέλος αυτής της πολιτικής περιόδου μπορεί να είναι πλέον ορατό, όμως η ζημιά που έχει συντελεστεί εκτιμάται πως θα αφήσει βαθιά ίχνη. Κι ενώ το πολιτικό κατεστημένο ανασυντάσσεται για την επόμενη φάση, μια μάχη οπισθοφυλακής ενδέχεται να προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερο θεσμικό και κοινωνικό τραύμα.