Στον σύγχρονο δημόσιο λόγο, τίθεται συχνά το ερώτημα για τον σεβασμό προς τους νεκρούς, ακόμα και για εκείνους που, κατά την αντίληψή μας, υπήρξαν προδότες ή έβλαψαν το εθνικό συμφέρον της Ελλάδας. Κάποιοι επικαλούνται την παράδοση της αρχαίας Ελλάδας, υποστηρίζοντας πως οι Αρχαίοι Έλληνες επέβαλαν έναν καθολικό σεβασμό προς τους νεκρούς, ανεξαρτήτως των πράξεών τους κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Η πραγματικότητα, ωστόσο, απέχει αρκετά από αυτή τη «θεωρία».
Η αλήθεια είναι ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν κανέναν σεβασμό για τα σώματα των προδοτών. Αντίθετα, η παράδοση της αρχαίας Αθήνας και άλλων πόλεων-κρατών όριζε ότι οι προδότες, δηλαδή όσοι υπήρξαν υπεύθυνοι για την καταστροφή της πόλης ή για την προδοσία των συμφερόντων της, καταδικάζονταν σε σφοδρή τιμωρία και πολλές φορές στην εκτέλεση, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι συνθήκες ή τα κίνητρα των πράξεών τους. Όσοι θεωρούνταν προδότες, εξορίζονταν, θανατώνονταν ή ακόμα και άφηναν τα σώματά τους να σαπίζουν χωρίς ταφή. Αυτή η σκληρότητα αποτελούσε μέρος της αρχαίας ελληνικής αντίληψης περί δικαιοσύνης και ηθικής τάξης.
Ο θάνατος των προδοτών στην Αρχαία Ελλάδα
Ο σεβασμός για τους νεκρούς δεν επεκτεινόταν στους προδότες. Αντίθετα, τα σώματά τους συχνά ρίχνονταν εκτός των πόλεων και τα οστά τους εκταφούνταν και πετούσαν μακριά. Μάλιστα, υπήρξαν περιπτώσεις όπου η πόλη, αφού εκδίκασαν και καταδίκασαν έναν προδότη, τον αφαιρούσαν ακόμη και από τη μνήμη του, διαγράφοντας το όνομά του από τα δημόσια αρχεία και καταδικασμένο να μη θυμάται κανείς το πέρασμά του. Σε πολλές περιπτώσεις, ακόμη και η οικογένεια του προδότη υφίστατο τις συνέπειες της πράξης του, με την ίδια τιμωρία να απειλεί και εκείνους που υπερασπίζονταν ή έπαιρναν το μέρος των προδοτών.
Αυτό αποτυπώνεται χαρακτηριστικά σε ένα περιστατικό που αναφέρεται από τον Αθηναίο πολιτικό και ρήτορα Λυκούργο, στον λόγο του «Κατά Λεωκράτους». Ο Λυκούργος αναφέρει το παράδειγμα του Φρυνίχου, ενός Αθηναίου ποιητή και πολιτικού, τον οποίο οι Αθηναίοι θεώρησαν προδότη της πόλης και καταδίκασαν τον ίδιο και τη μνήμη του σε σφοδρή τιμωρία. Ο Φρύνιχος, που είχε κάνει συμφωνία με τους εχθρούς της Αθήνας, θανατώθηκε και τα οστά του ρίχτηκαν εκτός Αττικής. Μάλιστα, ο ίδιος ο Λυκούργος αναφέρει ότι ακόμη και οι υπερασπιστές του θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για την προδοσία και καταδικάστηκαν.
Αναλυτικά, ο Λυκούργος λέει:
«Αἰσθόμενος ὁ δῆμος τὸ γεγονὸς τούς τε εἱρχθέντας ἐξήγαγε, καὶ βασάνων γενομένων τὸ πρᾶγμα ἀνέκρινε, καὶ ζητῶν εὗρε τὸν μὲν Φρύνιχον προδιδόντα τὴν πόλιν, τοὺς δ’ ἀποκτείναντας αὐτὸν ἀδίκως εἱρχθέντας».
Η πόλη αποφάσισε ότι «ὁ νεκρὸς κρίνεται προδοσίας, καὶ ἐὰν δόξῃ προδότης ὢν ἐν τῇ χώρᾳ τεθάφθαι, τά γε ὀστᾶ αὐτοῦ ἀνορύξαι καὶ ἐξορίσαι ἔξω τῆς Ἀττικῆς».
Αυτό αποδεικνύει την αποφασιστικότητα της Αθήνας να τιμωρήσει όχι μόνο τον ίδιο τον προδότη, αλλά και όλους όσοι τον υπερασπίζονται.
Ακόμη και η οικογένεια των προδοτών δεν είχε την τύχη να ξεφύγει από την τιμωρία. Ο ίδιος ο Λυκούργος προσθέτει ότι όσοι υπερασπίζονταν τον προδότη αντιμετώπιζαν την ίδια τιμωρία με εκείνον: «Ἐψηφίσαντο δὲ καὶ ἐὰν ἀπολογῶνταί τινες ὑπὲρ τοῦ τετελευτηκότος, ἐὰν ἁλῷ ὁ τεθνηκώς, ἐνόχους εἶναι καὶ τούτους τοῖς αὐτοῖς ἐπιτιμίοις· οὕτως οὐδὲ βοηθεῖν τοῖς τοὺς ἄλλους ἐγκαταλείπουσιν ἡγοῦντο δίκαιον εἶναι, ἀλλ’ ὁμοίως ἂν προδοῦναι τὴν πόλιν καὶ τὸν διασῴζοντα τὸν προδότην».
Πολλά τα παραδείγματα
Η καλλιεργημένη φαντασία των Αθηναίων διαμόρφωνε πολύ παραστατικούς τους μύθους για την περιφρόνηση πού έδειχναν οι πρόγονοι στους προδότες. Ο Δημοσθένης (18, 204) αναφέρει πώς οι Αθηναίοι κάποιον Κυρσίλο, πού δέχτηκε να υποκύψει στις επιταγές του Ξέρξη, τον σκότωσαν με λιθοβολισμό, κι οι γυναίκες έκαμαν το ίδιο στη σύζυγο του.
Οι Αρκάδες, κατά τον Παυσανία (4, 22, 4), σκότωσαν, επίσης με πέτρες, τον Αριστοκράτη και τον έβγαλαν έξω από τα σύνορα αφήνοντας τον άταφο, επειδή πρόδωσε τα μυστικά τους στους Σπαρτιάτες.
Έχουμε, ακόμα, και τη διήγηση του Λυκούργου (112, 115), όπου κι αυτοί, πού υπερασπίστηκαν τον προδότη και φίλο των Σπαρτιατών ολιγαρχικό Φρύνιχο, κηρύχτηκαν ένοχοι, θανατώθηκαν, και τα οστά τους, όπως και του Φρύνιχου, πετάχτηκαν έξω από την Αττική, ενώ εκείνοι, πού σκότωσαν τον προδότη, αθωώθηκαν, και κρίθηκε πώς άδικα φυλακίστηκαν.
Με αφορμή τη σκληρότατη τιμωρία του Φρύνιχου, έγινε ψήφισμα (Λυκούργος, 112, 115), όπου καταδικάζονταν, προκαταβολικά, οι υπερασπιστές των προδοτών, κι αν, ακόμα, οι προδότες εκτελέστηκαν, κι αν τα πτώματα τους πετάχτηκαν μακριά από την πολιτεία, κι αν, τέλος, πέρασε καιρός πολύς από την προδοσία τους.
Έτσι, οι υπερασπιστές των προδοτών εξισώθηκαν με τους προδότες, αφού δεν δίστασαν να δικαιολογήσουν, βρίσκοντας ελαφρυντικά ή προσπαθώντας ν” αμφισβητήσουν την πράξη τους (των προδοτών), ασεβώντας στα ιερά κι όσια της πολιτείας.
Τους θεωρούσαν κι” επικίνδυνους και βλαβερούς για το κοινό συμφέρον, αφού θέλησαν να μειώσουν την «καταστρεπτική σημασία της προδοσίας». Τέτοιες περιπτώσεις προδοτών έχουμε πάμπολλες, πού, αφού θάφτηκαν, ξεθάφτηκαν κατόπι και τα οστά τους πετάχτηκαν, γιατί ήταν ένοχοι στο «Κυλώνιον άγος» (Θουκυδίδης, 1, 126, 127).
Η αττική δημοκρατία είχε λάβει αυστηρά μέτρα επίσης ενάντια στους δικαστές πού δωροδοκούνταν. Ανάθεσε τη δικαστική εξουσία στην Ηλιαία, απόφευγε, με κάθε τρόπο, να ορίζει δικαστές για κάθε δίκη και φρόντιζε να τους εκλέγει με κλήρο.
Έκτος από τους ψευδομάρτυρες, πού δρούσαν οργανωμένα τότε κι εκβίαζαν συχνά την απόφαση του δικαστηρίου («Προς Άφοβον» του Δημοσθένη, 59), υπάρχουν κι αρκετές περιπτώσεις αξιόπιστων μαρτύρων πού τους πρότειναν οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι από αυτοσεβασμό.
Είναι ονομαστές οι φράσεις «αττικός μάρτυς» κι «αττική πίστις» («Παροιμιογράφος, Ι, 209, 215). Τέτοια τεκμήρια βρίσκουμε στον «Γοργία» (471e) και στον «Ευρυξία» (389d) του Πλάτωνα, στο λόγο «Περί χορευτού» (23) του Αντιφώντα κ.ά. Την ίδια σκληρή τύχη είχαν κι οι εγκληματίες, οι Ιερόσυλοι, οι αυτόχειρες κι όσοι πάθαιναν ηλεκτροπληξία. Τους τελευταίους δεν τους έθαβαν, γιατί θεωρούνταν τιμωρημένοι από τους θεούς.
Καμιά περίπτωση καταδίκης γι” αυτοδικία σε βάρος προδοτών δεν αναφέρουν τ” αρχαία κείμενα. Και τέτοιες αυτοδικίες, «ανεπίσημες» οι περισσότερες, δεν έχουμε λίγες. Μ” αυτές δείχνεται, βέβαια, το ασυγκράτητο μίσος ενάντια στους προδότες κι ή έλλειψη ψύχραιμης αναμονής για τη δίκη τους από τα δικαστήρια. Μα κι ή απαλλαγή όσων αυτοδίκησαν αποτελεί χαρακτηριστική ένδειξη σιωπηρής επιβράβευσης της πράξης τους.
Συμπεράσματα
Η αρχαία ελληνική κοινωνία λοιπόν, είχε μια πολύ αυστηρή και αμείλικτη αντίληψη για την προδοσία. Η τιμωρία των προδοτών δεν περιοριζόταν μόνο στην εκτέλεση τους, αλλά επεκτεινόταν και στην άρνηση οποιουδήποτε σεβασμού προς τα σώματα τους και στη δήμευση της μνήμης τους. Ο σεβασμός στους νεκρούς, έτσι όπως τον κατανοούμε σήμερα, δεν ίσχυε για τους προδότες της πόλης, οι οποίοι θεωρούνταν ανήθικοι και επικίνδυνοι για την κοινωνική και πολιτική τάξη.
Εάν η σύγχρονη Ελλάδα επιθυμεί να ακολουθήσει τα βήματα της αρχαίας Ελλάδας, ίσως πρέπει να επανεξετάσει τη θέση της απέναντι στους προδότες και τις πράξεις που θεωρεί καταστροφικές για το εθνικό συμφέρον. Παράλληλα, η ιστορία και οι παραδόσεις μας υπενθυμίζουν τη σημασία της διατήρησης της ενότητας και της προάσπισης του κοινού καλού, δίχως να συγχωρούνται πράξεις που θέτουν σε κίνδυνο την ύπαρξη και τη σταθερότητα της κοινωνίας.