8 Ιουλίου, 2025
Εθνικά Ελλάδα

Η αποναρκοθέτηση που άφησε εκτεθειμένα τα σύνορα της Ελλάδας

Η Ελλάδα δεν φημίζεται για την ταχύτητα με την οποία εκπληρώνει τις διεθνείς της υποχρεώσεις. Συχνά καθυστερεί στην εφαρμογή κοινοτικών οδηγιών ή διεθνών συμβάσεων, με αποτέλεσμα να υφίσταται πρόστιμα και κυρώσεις για τη μη συμμόρφωση. Υπάρχει όμως τουλάχιστον μία περίπτωση στην οποία η χώρα όχι μόνο υλοποίησε εγκαίρως μια διεθνή δέσμευση, αλλά το έκανε και με χαρακτηριστική σπουδή, πέντε ολόκληρα χρόνια πριν από τη λήξη της σχετικής προθεσμίας. Η περίπτωση αυτή αφορά τη Συνθήκη της Οτάβας για την απαγόρευση της χρήσης, αποθήκευσης, παραγωγής και μεταφοράς ναρκών κατά προσωπικού. Η Ελλάδα υπέγραψε τη συνθήκη το 1999 και προχώρησε στην πλήρη άρση των ναρκοπεδίων της στον Έβρο έως το 2009, πολύ πριν από την καταληκτική προθεσμία του 2014.

Η ταχύτητα με την οποία υλοποιήθηκε η σύμβαση από τις κυβερνήσεις εκείνης της περιόδου παρουσιάζεται ως θετικό δείγμα διεθνούς υπευθυνότητας. Στην πράξη, ωστόσο, η ενέργεια αυτή δημιούργησε σοβαρά προβλήματα ασφάλειας στη χερσαία μεθόριο της χώρας, κυρίως στον Έβρο. Τα ναρκοπέδια, που έως τότε λειτουργούσαν αποτρεπτικά, είχαν οργανωθεί με τρόπο που καθιστούσε την παραβίαση της συνοριακής γραμμής εξαιρετικά δύσκολη. Δεν απαιτούνταν δαπανηρά τεχνικά μέσα ή μεγάλος αριθμός προσωπικού, ενώ και η ίδια η παρουσία των ναρκών λειτουργούσε ως μέσο αποτροπής, χωρίς ανάγκη για επιπρόσθετες υποδομές όπως φράχτες ή θερμικές κάμερες.

Η άρση των ναρκοπεδίων συνοδεύτηκε από την υποχρέωση εγκατάστασης νέων μηχανισμών επιτήρησης και ενίσχυσης των φυσικών εμποδίων. Σταδιακά, το κόστος φύλαξης των συνόρων αυξήθηκε, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ουσιαστική αποτελεσματικότητα. Η παράνομη είσοδος μεταναστών στην ελληνική επικράτεια συνεχίστηκε με αυξανόμενη ένταση, ενώ η περιοχή του Έβρου εξελίχθηκε σε βασική πύλη εισόδου για χιλιάδες άτομα κάθε χρόνο. Παρά την ενίσχυση της συνοριοφυλακής, τις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις και την κατασκευή του φράχτη, η ικανότητα πλήρους αποτροπής παραμένει περιορισμένη.

Η διεθνής συγκυρία επανέφερε το ζήτημα της ναρκοθέτησης των συνόρων στο προσκήνιο. Τον Μάρτιο του 2025, η Πολωνία και οι τρεις βαλτικές χώρες ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να αποχωρήσουν από τη Συνθήκη της Οτάβας, υπογραμμίζοντας την ανάγκη ευελιξίας και επιλογών για την ενίσχυση της άμυνάς τους απέναντι στη ρωσική απειλή. Η κοινή δήλωσή τους κατέστησε σαφές ότι επιδιώκουν την επαναφορά των ναρκοπεδίων κατά μήκος των συνόρων τους, ως μέρος μιας συνολικής στρατηγικής αποτροπής στο πλαίσιο της ανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ.

Το σκεπτικό αυτών των χωρών βασίζεται στην εκτίμηση ότι η στρατιωτική τους ασφάλεια υπερέχει των δεσμεύσεων που ανέλαβαν στο παρελθόν υπό διαφορετικές γεωπολιτικές συνθήκες. Εφόσον αυτό ισχύει για χώρες που επικαλούνται μια ενδεχόμενη απειλή, το ερώτημα που τίθεται είναι γιατί η Ελλάδα δεν εξετάζει αντίστοιχα μέτρα, δεδομένου ότι αντιμετωπίζει μια διαρκή και υπαρκτή πίεση στα σύνορά της. Η παράνομη μετανάστευση μέσω του Έβρου δεν αποτελεί υποθετικό κίνδυνο, αλλά εμπεδωμένο φαινόμενο που έχει λάβει συστηματικά χαρακτηριστικά.

Το κυριότερο επιχείρημα κατά της επαναφοράς ναρκοπεδίων παραμένει η ανθρωπιστική διάσταση του θέματος. Οι νάρκες έχουν προκαλέσει στο παρελθόν θανάτους και ακρωτηριασμούς, τόσο σε στρατιωτικούς όσο και σε πολίτες. Ωστόσο, υποστηρίζεται ότι η λειτουργία των παλαιών ναρκοπεδίων ήταν οργανωμένη, σηματοδοτημένη και αποτελεσματικά ελεγχόμενη, χωρίς να προκαλούνται απώλειες αμάχων. Υπό αυτό το πρίσμα, τίθεται εκ νέου το ερώτημα κατά πόσον η αποτροπή μαζικών παράνομων εισόδων δεν θα έπρεπε να θεωρείται επιτακτική ανάγκη ασφάλειας, ανάλογη με εκείνη που επικαλούνται άλλα κράτη.

Η επιχειρηματολογία περί εναλλακτικών λύσεων, όπως οι φράχτες και τα ηλεκτρονικά μέσα επιτήρησης, αμφισβητείται στην πράξη. Η πρόσφατη κρίση του 2020, όταν η Τουρκία επιχείρησε να εργαλειοποιήσει μεταναστευτικές ροές και να προκαλέσει υβριδική πίεση στα ελληνικά σύνορα, κατέδειξε την ευπάθεια του συστήματος και την ανάγκη τεράστιας κινητοποίησης προσωπικού και τεχνικών μέσων για την αποτροπή εισόδου. Το περιστατικό αυτό ενίσχυσε την άποψη ότι τα υφιστάμενα μέσα είναι ανεπαρκή απέναντι σε μαζικές και οργανωμένες ροές.

Σε αυτό το πλαίσιο, προτείνεται η εκ νέου αξιολόγηση της Συνθήκης της Οτάβας με γνώμονα τις παρούσες συνθήκες ασφάλειας και τις εξελίξεις στο ευρωπαϊκό περιβάλλον. Η επαναρκοθέτηση κρίσιμων σημείων της συνοριακής γραμμής και η ολοκλήρωση του φράχτη σε όλο το μήκος του Έβρου τίθενται ως ενδεχόμενες επιλογές ενίσχυσης της άμυνας. Οι κινήσεις χωρών της Βαλτικής υποδεικνύουν ότι η ασφάλεια των συνόρων επιστρέφει δυναμικά στον σχεδιασμό εθνικής άμυνας, ακόμη και σε βάρος παλαιότερων διεθνών δεσμεύσεων. Η προστασία των συνόρων συνιστά ύψιστη ευθύνη κάθε κράτους, και η επιλογή των κατάλληλων μέσων απαιτεί ψυχραιμία, αξιολόγηση και στρατηγικό ρεαλισμό, με σεβασμό τόσο στο διεθνές δίκαιο όσο και στις προκλήσεις της εποχής.