Η υπόθεση είχε αποκαλυφθεί το 2018 και είχε προκαλέσει σοκ. Ένας 53χρονος συνελήφθη από την Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών να κατέχει πάνω από 1,5 κιλό ηρωίνη, ποσότητες χασίς, ναρκωτικά χάπια, λαθραίο καπνό και διάφορα εργαλεία διακίνησης ναρκωτικών, όπως τρεις ζυγαριές ακριβείας και κινητά τηλέφωνα. Τα ναρκωτικά ήταν μάλιστα κρυμμένα σε πλυντήριο, γεγονός που δείχνει ότι δεν επρόκειτο απλώς για κάποιον χρήστη, αλλά για πρόσωπο με οργανωμένο ρόλο στη διακίνηση.
Παρ’ όλα αυτά, μετά την πάροδο ετών και την εκδίκαση της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό, το Εφετείο αποφάσισε ποινή μόλις τριών ετών φυλάκισης, εξαγοράσιμη μάλιστα σε δόσεις. Η ποινή αυτή θεωρήθηκε από πολλούς εξωφρενικά επιεικής, ιδίως για τέτοιου είδους υπόθεση, και πυροδότησε έντονο προβληματισμό στην κοινή γνώμη.
Ο βασικός λόγος για αυτή την ελαφριά ποινική αντιμετώπιση ήταν ότι ο κατηγορούμενος είχε προσκομίσει από το πρώτο δικαστήριο χαρτί που τον χαρακτήριζε εξαρτημένο από ουσίες. Η δήλωσή του ως χρήστης ενεργοποίησε τις ευεργετικές διατάξεις του νόμου, που επιτρέπουν μειωμένες ποινές για άτομα που τελούν σε εξάρτηση. Η μέγιστη ποινή σε αυτές τις περιπτώσεις είναι τα πέντε έτη φυλάκισης, ενώ η ελάχιστη μπορεί να περιοριστεί ακόμη και σε ποινή με ανασταλτικό ή εξαγοράσιμο χαρακτήρα.
Δεν είναι η πρώτη φορά που παρατηρείται τέτοια εξέλιξη. Συχνά, η απλή επίκληση εξάρτησης —μέσω εγγράφων αμφιβόλου αξιοπιστίας— αρκεί για να μεταστραφεί η δικαστική προσέγγιση και να μετατραπεί ένας δυνητικός διακινητής ναρκωτικών σε άτομο που χρήζει θεραπευτικής προσέγγισης.
Το φαινόμενο αυτό έχει ευρύτερες διαστάσεις και δεν περιορίζεται μόνο στον συγκεκριμένο 53χρονο. Δημιουργείται έτσι μια κατάσταση, όπου πολίτες που εντοπίζονται με μεγάλες ποσότητες σκληρών ναρκωτικών και με σαφή τεκμήρια διακίνησης, αντιμετωπίζονται σαν θύματα και όχι ως αυτουργοί. Την ίδια στιγμή, η Πολιτεία φαίνεται ιδιαίτερα αυστηρή σε άλλους τομείς, όπως για παράδειγμα στις διοικητικές παραβάσεις.
Πρόσφατα, σε επαρχιακή κωμόπολη, επιβλήθηκε εξοντωτικό πρόστιμο ύψους 55.000 ευρώ σε περίπτερο για αγορανομικές παραλείψεις. Όταν η αναλογικότητα μεταξύ των ποινών για διαφορετικά αδικήματα χάνεται, είναι απολύτως φυσιολογικό οι πολίτες να αισθάνονται ότι η δικαιοσύνη λειτουργεί με δύο μέτρα και δύο σταθμά.
Το αποτέλεσμα είναι ένα αίσθημα ανασφάλειας και αδικίας. Η κοινή γνώμη βλέπει σκληρούς παραβάτες να κυκλοφορούν ελεύθεροι, ενώ ταυτόχρονα αυξάνεται η δυσπιστία απέναντι στους θεσμούς. Η αντίληψη ότι κάποιος μπορεί να συλλαμβάνεται με ποσότητες ηρωίνης και να αποφυλακίζεται λόγω ενός απλού χαρτιού εξάρτησης οδηγεί αναπόφευκτα στο ερώτημα: ποιος τελικά προστατεύεται; Ο νομοταγής πολίτης ή ο παραβάτης του νόμου;
Το πρόβλημα εστιάζεται στον τρόπο που εφαρμόζεται το νομικό πλαίσιο και στις ερμηνείες που δίνονται από τα δικαστήρια. Η ελληνική αστυνομία και οι αρμόδιες υπηρεσίες καταστολής δείχνουν επάρκεια και αποφασιστικότητα στον εντοπισμό και τη σύλληψη παραβατών. Ωστόσο, το τελικό αποτέλεσμα εξαρτάται από την ποινική αντιμετώπιση και την εφαρμογή του νόμου από τη Δικαιοσύνη.
Όταν η δικαστική πρακτική αφήνει περιθώρια ατιμωρησίας, το μήνυμα που εκπέμπεται προς την κοινωνία είναι ότι μπορείς να παραβείς τον νόμο και να πέσεις «στα μαλακά», εφόσον χειριστείς σωστά τη νομική σου υπεράσπιση.
Τέτοιου είδους υποθέσεις δημιουργούν ένα ευρύτερο κλίμα υπονόμευσης του κράτους δικαίου. Οι πολίτες που βλέπουν διακινητές ναρκωτικών να τιμωρούνται ελαφρά, ενώ οι ίδιοι καλούνται να πληρώνουν δυσβάσταχτα πρόστιμα για μικροπαραβάσεις, αισθάνονται απογοήτευση και αγανάκτηση. Δεν είναι λίγες οι φορές που, μπροστά σε αυτή την αίσθηση ατιμωρησίας, πολίτες οδηγούνται στη φοροδιαφυγή ή ακόμη και σε πράξεις αυτοδικίας, θεωρώντας ότι το κράτος δεν μπορεί να τους προστατεύσει αποτελεσματικά.
Η ισονομία και η αναλογικότητα είναι θεμελιώδεις αρχές για κάθε ευνομούμενη πολιτεία. Δεν μπορεί τα δικαιώματα των εγκληματιών να υπερισχύουν σε βάρος των υπολοίπων πολιτών. Μια κοινωνία που επιβραβεύει την παραβατικότητα και τιμωρεί τη νομιμότητα χάνει σταδιακά τη συνοχή της και κινδυνεύει να μετατραπεί σε πεδίο ανομίας.
Η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων δεν μπορεί να γίνεται άλλοθι για την αποφυγή της ευθύνης. Χρειάζεται αυστηρότερος έλεγχος στις διαδικασίες αναγνώρισης εξαρτημένων, επανεξέταση των ποινών για διακινητές ναρκωτικών και ουσιαστική διασφάλιση της δημόσιας ασφάλειας, ώστε να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στον θεσμό της Δικαιοσύνης.

