Η Αμερική βρίσκεται αντιμέτωπη με μια σκληρή αλήθεια: η υγεία των παιδιών της επιδεινώνεται δραματικά. Η πρώτη έκθεση της Επιτροπής «Κάντε την Αμερική Ξανά Υγιή» (Make America Healthy Again – MAHA), που δημοσιεύτηκε πρόσφατα, συγκλονίζει. Παρότι σύντομη, εμπεριέχει πυκνά και τεκμηριωμένα στοιχεία που αποκαλύπτουν την έκταση μιας μακρόχρονης κρίσης δημόσιας υγείας. Από την παχυσαρκία και τις καρδιοπάθειες μέχρι τον διαβήτη, τις ψυχικές ασθένειες και την παιδική θνησιμότητα, η έκθεση αποτελεί ηχηρή προειδοποίηση.
Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους. Τα ποσοστά παιδικής παχυσαρκίας έχουν εκτοξευθεί. Η παιδική ψυχική υγεία παρουσιάζει διαρκή επιδείνωση, με αύξηση των διαγνώσεων κατάθλιψης και άγχους. Οι χρόνιες παθήσεις εμφανίζονται πλέον σε ηλικίες που παλιότερα θεωρούνταν αδιανόητο. Το προσδόκιμο ζωής σε νεαρές ηλικίες έχει μειωθεί, και το ποσοστό αυτοκτονιών εφήβων έχει αυξηθεί κατακόρυφα.
Η έκθεση δεν περιορίζεται στη διαπίστωση του προβλήματος. Παρουσιάζει μακροπρόθεσμες τάσεις και αναζητά τις αιτίες του φαινομένου, εξετάζοντας διατροφικούς, συμπεριφορικούς, περιβαλλοντικούς και ιατρικούς παράγοντες. Καταδεικνύει ότι η κρίση δεν είναι τυχαία ούτε ατυχής συγκυρία, αλλά το αποτέλεσμα συστημικών αποτυχιών.
Η κρίση δεν ξεκίνησε με τον COVID-19. Σύμφωνα με την MAHA, η υποβάθμιση της υγείας των παιδιών αποτελεί αποτέλεσμα δεκαετιών λανθασμένων πολιτικών. Το σύστημα διατροφής, η φαρμακευτική υπερσυνταγογράφηση, η τοξική έκθεση στο περιβάλλον, η αδρανής αντιμετώπιση των ψυχικών νόσων, όλα συντελούν στη δημιουργία μιας γενιάς με διαβρωμένη υγεία.
Ωστόσο, η περίοδος 2020-2024 επιτάχυνε ραγδαία αυτή την καθοδική πορεία. Τα lockdown, η κοινωνική απομόνωση, το κλείσιμο των σχολείων, η υπερβολική χρήση μασκών και απολυμαντικών, η εθιστική έκθεση σε οθόνες και ουσίες, η κατάρρευση της καθημερινότητας – όλα εφαρμόστηκαν στο όνομα της «προστασίας της υγείας».
Μια υγειονομική τυραννία υπό το πρόσχημα της πρόληψης
Όπως επισημαίνεται στο προλογικό σημείωμα της έκθεσης, οι πολιτικές των τελευταίων πέντε ετών αποτέλεσαν μια πρωτοφανή παρέμβαση στην κοινωνική και ατομική ζωή. Με την καθοδήγηση διεθνών οργανισμών και την επιβολή από τις κυβερνήσεις, εφαρμόστηκαν πολιτικές οι οποίες, αντί να θωρακίσουν τη δημόσια υγεία, συνέβαλαν στην επιδείνωσή της.
Η έκθεση καταγράφει ότι το αφήγημα της «σωτήριας παρέμβασης» με lockdowns και μαζικό εμβολιασμό αποκρύπτει την πραγματική εικόνα: ότι οι δείκτες υγείας επιδεινώθηκαν δραματικά. Δεν πρόκειται μόνο για λοιμώξεις, αλλά για μαζική αύξηση χρόνιων νοσημάτων, ψυχικών διαταραχών και κοινωνικών συνεπειών που είναι δύσκολο να αντιστραφούν.
Η MAHA καλεί σε ριζική αναδιάρθρωση των συστημάτων υγείας, τροφίμων και επιστημονικής έρευνας. Το υπάρχον μοντέλο, το οποίο εστιάζει στην αντιμετώπιση παρά στην πρόληψη, έχει αποτύχει.
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση:
«Η στρατηγική αναδιάρθρωση θα διασφαλίσει ότι όλοι οι Αμερικανοί – σήμερα και στο μέλλον – θα ζήσουν μεγαλύτερη και πιο υγιή ζωή, υποστηριζόμενοι από συστήματα που δίνουν προτεραιότητα στην πρόληψη, την ευημερία και την ανθεκτικότητα.»
Η ανάγκη για αποτίμηση του παρελθόντος είναι επιτακτική. Η δημόσια υγεία δεν μπορεί να βασίζεται πλέον σε λανθασμένες υποθέσεις ή σε τεχνοκρατικά πειράματα με κοινωνικά και ανθρώπινα υποκείμενα. Οι παρεμβάσεις οφείλουν να είναι τεκμηριωμένες, ανθρωποκεντρικές και απαλλαγμένες από πολιτικά ή επιχειρηματικά συμφέροντα.
Αν και η έκθεση αποφεύγει να κατονομάσει συγκεκριμένα πρόσωπα ή θεσμούς, καθιστά σαφές ότι οι επιλογές της περιόδου COVID συνέβαλαν στην επιδείνωση των συνθηκών υγείας. Οι απώλειες σε ανθρώπινο κεφάλαιο, τα ψυχικά τραύματα, η κατάρρευση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς, όλα παραμένουν ανοιχτές πληγές.
Η θλιβερή ειρωνεία είναι ότι τα μέτρα που υποτίθεται πως θα μας προστάτευαν, συνέβαλαν στην εξασθένηση του συλλογικού ανοσοποιητικού συστήματος – κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Μια νέα αρχή;
Η έκθεση MAHA ενδέχεται να αποτελέσει τομή. Όχι επειδή αποκαλύπτει κάτι εντελώς άγνωστο, αλλά επειδή το κάνει με θεσμικό κύρος και τεκμηρίωση. Αντανακλά μια σταδιακή μετατόπιση στο δημόσιο διάλογο: από την αποδοχή στην κριτική. Από την πίστη στο σύστημα, στη ζήτηση για λογοδοσία.
Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η έκθεση μπορεί να αποβεί καθοριστική για την επανακαθορισμένη πορεία της Αμερικανικής πολιτικής υγείας, ιδίως αν ακολουθήσουν πολιτικές παρεμβάσεις που να στηρίζονται στις επισημάνσεις της.
Παρότι η έκθεση διατυπώνει επιφυλάξεις και κινείται εντός των ορίων της πολιτικής δυνατότητας, το ερώτημα της λογοδοσίας παραμένει αιωρούμενο. Ποιος αναλαμβάνει την ευθύνη για την πενταετία των αποτυχιών; Ποιος θα απολογηθεί για τις βλάβες στην υγεία των παιδιών και του γενικού πληθυσμού; Ποιοι είναι εκείνοι που αποκόμισαν πολιτικά ή οικονομικά οφέλη εις βάρος της κοινωνικής συνοχής;
Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Ωστόσο, η ύπαρξη αυτής της έκθεσης και η δημόσια διάχυσή της, μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για μια ιστορική αποκατάσταση.
Συμπέρασμα
Η έκθεση της MAHA δεν είναι απλώς ένα ακόμα έγγραφο. Είναι ένα ορόσημο. Μια προσπάθεια να κατανοήσουμε την πραγματική κατάσταση της υγείας των παιδιών και να αναμετρηθούμε με τα τραύματα του πρόσφατου παρελθόντος. Αποτυπώνει μια νέα διάθεση για αλήθεια, για επανεξέταση, για ρήξη με τη στασιμότητα και τον αυταρχισμό του «επιστημονισμού».
Ίσως, μέσα από αυτή τη δυστοπική εμπειρία, να αναδυθεί η δυνατότητα μιας πιο αυθεντικής, ανθρώπινης και σοφής προσέγγισης στην έννοια της δημόσιας υγείας – όχι μόνο στην Αμερική, αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο.