8 Ιουλίου, 2025
PrimeNews TV

Η ακόλαστη βία και ο απονεκρωμένος άνθρωπος – Η κοινωνία μας στο κατώφλι μιας υπαρξιακής κατάρρευσης

Στην εποχή μας, η βία δεν είναι μόνο πράξη επιθετικότητας ή έκφραση αντίδρασης. Υπάρχει μια μορφή βίας που υπερβαίνει την «απλή» επιθετικότητα και αγγίζει τα όρια της διαστροφής: είναι η ακόλαστη βία. Η βία που εκδηλώνεται ως ηδονική πρακτική, ως μέσο απόλαυσης μέσω του πόνου του άλλου. Πρόκειται για μια βία χωρίς σκοπό, χωρίς λογική, δίχως πολιτικό ή κοινωνικό υπόβαθρο. Είναι η βία που ασκείται επί παιδιών, γυναικών, ζώων – η βία που δεν επιδιώκει απλώς να κυριαρχήσει, αλλά να απολαύσει την καταστροφή.

Αναρωτιέται κανείς: πώς φτάνει μια κοινωνία σε αυτό το σημείο; Πώς ένας άνθρωπος μετατρέπεται από ον με ενσυναίσθηση και ηθική σε φορέα σαδιστικής απόλαυσης; Η απάντηση ίσως βρίσκεται στην απώλεια του συλλογικού πνεύματος – της συνείδησης ότι ανήκουμε σε μια κοινωνία, σε ένα έθνος, σε κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό μας.

Η ακόλαστη βία ως υπαρξιακή έκπτωση

Η ακόλαστη βία, σε αντίθεση με τη βία που γεννιέται από την ανάγκη ή την απελπισία, είναι αποτέλεσμα ενός εσωτερικού κενού. Ένα κενό που δεν μπορεί να καλυφθεί ούτε με την αγάπη ούτε με τη δημιουργία. Εδώ μπορούμε να θυμηθούμε τον Εριχ Φρομ, ο οποίος στην «Τέχνη της Αγάπης» εισάγει την έννοια του «θανατόφιλου» ανθρώπου – ενός όντος που, αδυνατώντας να αγαπήσει και να δημιουργήσει, στρέφεται προς την καταστροφή ως μοναδική διέξοδο από το υπαρξιακό του αδιέξοδο.

Ο θανατόφιλος δεν είναι απλώς ένας βίαιος άνθρωπος. Είναι ένα ον που έχει χάσει κάθε σύνδεση με τη ζωή. Στρέφεται προς τον θάνατο – όχι μόνο του άλλου, αλλά και τον δικό του. Είναι ο άνθρωπος που δεν μπορεί να νιώσει, που δεν μπορεί να αγαπήσει, που δεν μπορεί να αντέξει την ελευθερία της ύπαρξης. Γι’ αυτό και η βία είναι για αυτόν μια ανακούφιση: μέσω της καταστροφής, ανακτά πρόσκαιρα την αίσθηση της ισχύος, της παρουσίας, της επιρροής.

Όμως η σύγχρονη ακόλαστη βία δεν είναι μόνο υπαρξιακή. Είναι και κοινωνικά οργανωμένη. Η καταναλωτική κοινωνία δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να ικανοποιήσει τις βαθύτερες ανάγκες του. Αντιθέτως, του επιβάλλει την ψευδαίσθηση της ευτυχίας μέσω της κατανάλωσης, της εικόνας, της απόκτησης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο ναρκισσισμός δεν είναι ψυχική διαταραχή αλλά κοινωνικός κανόνας.

Το άτομο δεν έχει πλέον την ανάγκη να ανήκει. Έχει ανάγκη να ξεχωρίζει. Και όταν η εικόνα του εαυτού του δεν του προσφέρει την ικανοποίηση που ζητά, τότε καταφεύγει στην πιο ακραία μορφή αυτοεπιβεβαίωσης: στη βία. Μέσω αυτής, γίνεται κύριος της ζωής και του θανάτου. Νιώθει –έστω και για λίγο– σημαντικός, υπεράνω των άλλων. Η πράξη της βίας μετατρέπεται έτσι σε πράξη υπεροχής και επιβολής.

Τα κοινωνικά μέσα, η τεχνολογία, η εικονική πραγματικότητα, έχουν κατασκευάσει έναν νέο ψευδαισθησιακό εαυτό. Το φίλτρο, το avatar, η ψηφιακή περσόνα αντικαθιστούν τον πραγματικό άνθρωπο. Το υποκείμενο δεν υφίσταται πλέον ως πρόσωπο αλλά ως προφίλ.

Σε αυτό το νέο τοπίο, η βία λειτουργεί ως μέσο για να αποκτήσει το άτομο ψευδο-υπαρξιακή βαρύτητα. Η βία γίνεται περιεχόμενο, γίνεται θέαμα, γίνεται viral. Ο πόνος του άλλου γίνεται ψυχαγωγία. Και ο άνθρωπος, που έχει πλέον αποξενωθεί από την ουσία του, παρακολουθεί παθητικά – ή και συμμετέχει ενεργά – στη βία που τον καθηλώνει.

Η αποξένωση από την πνευματικότητα

Η πνευματική απονεύρωση είναι ίσως η βαθύτερη αιτία της ακόλαστης βίας. Όταν ο άνθρωπος παύει να έχει επαφή με την πνευματική του διάσταση, με το υπαρξιακό ερώτημα, με το μυστήριο του εαυτού και του κόσμου, τότε παραμένει έρμαιο των ενστίκτων του. Δεν στοχάζεται, δεν αναζητά. Καταναλώνει, διασκεδάζει, επιτίθεται.

Η απώλεια της πνευματικότητας δεν είναι μόνο θρησκευτικό φαινόμενο. Είναι πολιτισμική κρίση. Ο άνθρωπος δεν διαβάζει, δεν γράφει, δεν σκέφτεται. Η γραφή, η κριτική σκέψη, η φιλοσοφία αντικαθίστανται από tweets, emoticons και videos λίγων δευτερολέπτων. Η τεχνητή νοημοσύνη γίνεται το νέο υποκατάστατο του ανθρώπινου διαλόγου. Το άτομο δεν έχει ανάγκη να εκφραστεί, του αρκεί να ρωτήσει. Ο αλγόριθμος έχει την απάντηση.

Ο απονεκρωμένος άνθρωπος –όπως θα μπορούσαμε να τον ονομάσουμε– δεν έχει ενσυναίσθηση. Δεν βιώνει τον πόνο του άλλου. Δεν συναισθάνεται την ανάγκη του συνανθρώπου. Ακόμα και όταν δεν διαπράττει ο ίδιος πράξεις βίας, με τη σιωπή του, με την αδιαφορία του, καθίσταται συνένοχος. Η σιωπή του είναι μια μορφή συνενοχής, μια ηθική ακινησία που επιτρέπει την αναπαραγωγή της βίας.

Στη σύγχρονη κοινωνία, η βία έχει κανονικοποιηθεί. Δεν προκαλεί πια σοκ· προκαλεί περιέργεια, συζήτηση, engagement. Το θέαμα της βίας έχει αντικαταστήσει την ευαισθησία για τον άνθρωπο. Οι πιο ακραίες μορφές της προκαλούν ενδιαφέρον, γίνονται αντικείμενο viral διανομής, σχολιασμού, ειρωνείας.

Η βία μετατρέπεται σε κοινωνικό προϊόν. Ένα προϊόν που πουλάει. Ένα προϊόν που ενισχύει το κύρος όσων το παράγουν και το καταναλώνουν. Ο σαδισμός γίνεται mainstream. Η ηδονή από τον πόνο του άλλου είναι πλέον κοινωνικά ανεκτή – ακόμα και αν δεν λέγεται ρητά.

Η ελπίδα της αντίστασης

Και όμως, μέσα σε αυτή την αποσύνθεση, υπάρχουν ακόμη ελπίδες. Υπάρχουν άνθρωποι που επιλέγουν να σταθούν όρθιοι. Να μιλήσουν. Να δράσουν. Οι «σπάνιοι διαβάτες» –όπως θα μπορούσαμε να τους ονομάσουμε– είναι εκείνοι που δεν ακολουθούν την αγέλη. Που επιλέγουν τη σκέψη, την καλοσύνη, την αντίσταση, ακόμα και αν αυτό σημαίνει μοναξιά.

Η τραγωδία των Τεμπών στην Ελλάδα αποτέλεσε μια τέτοια στιγμή. Οι γονείς που έχασαν τα παιδιά τους, δεν λύγισαν. Μίλησαν. Αντιστάθηκαν. Έδωσαν φωνή σε μια κοινωνία που σιωπούσε. Η θλίψη τους μετατράπηκε σε αντί-βία. Σε φως. Ήταν η απόδειξη ότι ο άνθρωπος, ακόμα και μέσα στο σκότος, μπορεί να διατηρήσει την ανθρωπιά του.

Η ακόλαστη βία είναι το απότοκο μιας πολυπαραγοντικής κρίσης: πνευματικής, κοινωνικής, πολιτισμικής. Ο απονεκρωμένος άνθρωπος δεν είναι προϊόν της φύσης, αλλά της εποχής. Η τεχνολογία, ο καταναλωτισμός, η απώλεια πνευματικότητας και ταυτότητας, η μοναξιά, ο ναρκισσισμός, όλα συνεργούν για τη δημιουργία ενός όντος που δεν μπορεί να αγαπήσει, δεν μπορεί να νιώσει, και άρα καταφεύγει στη βία για να «υπάρξει».

Αν υπάρχει διέξοδος, αυτή δεν είναι άλλη από την αναγέννηση του πνεύματος. Από την αναζήτηση των λίγων αλλά ουσιαστικών διαβατών, που με τη στάση τους φωτίζουν δρόμους. Η μετάβαση σε μια νέα εποχή δεν θα είναι χωρίς πόνο. Αλλά μπορεί να γίνει με ελπίδα, αν επιλέξουμε τον δύσκολο, αλλά αληθινό δρόμο της αντίστασης στον απονεκρωμένο εαυτό μας.