Η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) δημοσίευσε τα προσωρινά στοιχεία για τους «Δείκτες Τιμών Εισροών και Εκροών στη Γεωργία – Κτηνοτροφία» του Αυγούστου 2025, τα οποία αποτυπώνουν μια ιδιαίτερα ανησυχητική εικόνα για την πορεία του πρωτογενούς τομέα στη χώρα. Οι τιμές που λαμβάνουν οι παραγωγοί για τα προϊόντα τους (εκροές) κατέγραψαν κατακόρυφη μείωση 8,0% σε ετήσια βάση, σε σχέση με τον Αύγουστο του 2024, ενώ οι τιμές των εισροών (δηλαδή το κόστος των γεωργικών εφοδίων, καυσίμων, ζωοτροφών κ.λπ.) σημείωσαν πολύ μικρότερη υποχώρηση, μόλις 0,8%. Το αποτέλεσμα είναι ένα ασφυκτικό περιθώριο κέρδους για τους παραγωγούς, σε μια περίοδο που ο αγροτικός κόσμος ήδη δοκιμάζεται από το υψηλό ενεργειακό κόστος και τη μείωση της ζήτησης.
Η σημαντικότερη αιτία της γενικής πτώσης ήταν η μείωση 9,3% στον δείκτη τιμών της φυτικής παραγωγής, με το ελαιόλαδο να σημειώνει εντυπωσιακή βουτιά 42,7% μέσα σε έναν χρόνο. Πρόκειται για μια δραματική μεταβολή αν λάβει κανείς υπόψη ότι το 2024 η τιμή του ελαιολάδου είχε αυξηθεί κατά 16% – μια κίνηση που είχε τροφοδοτήσει κύμα ανατιμήσεων στην εσωτερική αγορά. Το 2025, όμως, η εικόνα αντιστράφηκε πλήρως: η διεθνής υπερπαραγωγή, η σταδιακή αποκλιμάκωση των τιμών στις αγορές της Νότιας Ευρώπης και οι πιέσεις από τις μεγάλες εμπορικές αλυσίδες οδήγησαν σε κατάρρευση των τιμών παραγωγού, πλήττοντας χιλιάδες ελαιοπαραγωγούς κυρίως στην Πελοπόννησο και την Κρήτη.
Αξιοσημείωτες μειώσεις καταγράφηκαν επίσης στα κτηνοτροφικά φυτά (-10,2%), στα λαχανικά (-4,7%), καθώς και στις πατάτες (-10,7%), δείχνοντας τη συνολική κάμψη της φυτικής παραγωγής, την ώρα που μόνο τα φρούτα εμφάνισαν μικρή ανάκαμψη (+2,6%), πιθανότατα λόγω της μειωμένης προσφοράς από τις φετινές καιρικές συνθήκες.
Αντίθετα, η ζωική παραγωγή σημείωσε αύξηση 4,0%, κυρίως εξαιτίας της ανόδου των τιμών στα ζωικά προϊόντα (+5,6%) και στα κρέατα (+2,2%). Οι αυξημένες τιμές ζωοτροφών τα προηγούμενα έτη, σε συνδυασμό με τη σταδιακή μείωση του ζωικού κεφαλαίου, φαίνεται ότι συγκράτησαν την προσφορά, ωθώντας ελαφρώς τις τιμές προς τα πάνω. Ωστόσο, η γενική εικόνα παραμένει δυσμενής, καθώς η μικρή αυτή αύξηση δεν αντισταθμίζει τη μεγάλη πτώση της φυτικής παραγωγής, η οποία έχει βαρύνουσα συμμετοχή στη διαμόρφωση του συνολικού δείκτη.
Σε σχέση με τον Ιούλιο 2025, ο γενικός δείκτης εκροών υποχώρησε κατά 5,9%, γεγονός που δείχνει μια συνεχιζόμενη τάση απομείωσης των τιμών μέσα στο καλοκαίρι. Ιδιαίτερα μεγάλη μηνιαία πτώση σημειώθηκε στα φρούτα (-14,0%) και στα κτηνοτροφικά φυτά (-20,1%), δηλαδή σε βασικούς κλάδους της εποχικής παραγωγής.
Σε επίπεδο δωδεκαμήνου (Σεπτέμβριος 2024 – Αύγουστος 2025), ο μέσος σταθμικός δείκτης εκροών μειώθηκε κατά 3,2%, επιβεβαιώνοντας ότι η αρνητική πορεία δεν αποτελεί συγκυριακό φαινόμενο αλλά σταθερή τάση.
Παρά τη σημαντική πτώση των τιμών πώλησης, οι αγρότες δεν είδαν ανάλογη μείωση στο κόστος παραγωγής. Ο γενικός δείκτης τιμών εισροών μειώθηκε μόλις 0,8% σε σχέση με πέρυσι, ενώ τον Αύγουστο 2024 είχε ήδη μειωθεί κατά 1,9%. Ουσιαστικά, το κόστος παραγωγής παραμένει σχεδόν αμετάβλητο τα τελευταία δύο χρόνια.
Η μικρή μείωση οφείλεται κυρίως στην πτώση κατά 1,3% στα αναλώσιμα μέσα, με τη μεγαλύτερη συνεισφορά να προέρχεται από την ομάδα «λοιπά αγαθά και υπηρεσίες», η οποία κατέγραψε εντυπωσιακή μεταβολή -20,0%. Αντίθετα, ο δείκτης τιμών του σχηματισμού παγίου κεφαλαίου αυξήθηκε κατά 0,8%, επιβεβαιώνοντας ότι οι τιμές για γεωργικά μηχανήματα, εξοπλισμό και εγκαταστάσεις κινούνται ανοδικά.
Σε μηνιαία βάση, ο δείκτης εισροών παρουσίασε μικρή μείωση 0,1% σε σχέση με τον Ιούλιο 2025, ενώ στο δωδεκάμηνο Σεπτεμβρίου 2024 – Αυγούστου 2025 η πτώση διαμορφώθηκε στο 2,0%.
Αναλυτικά στοιχεία – Τα δεδομένα πίσω από τους δείκτες
Σύμφωνα με τα αναλυτικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ:
-
Ο γενικός δείκτης εκροών μειώθηκε από 153,1 το 2024 σε 140,8 το 2025.
-
Ο δείκτης φυτικής παραγωγής από 155,6 σε 141,1.
-
Ο δείκτης ζωικής παραγωγής αυξήθηκε από 133,3 σε 138,6.
-
Ο γενικός δείκτης εισροών μειώθηκε από 129,3 σε 128,3, με τα αναλώσιμα μέσα να πέφτουν από 131,1 σε 129,4.
-
Σημαντικές αυξήσεις εντοπίστηκαν σε επιμέρους τομείς όπως οι σπόροι (+4,7%), τα λιπάσματα (+1,0%) και ο μηχανολογικός εξοπλισμός (+2,2%).
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ξεκάθαρα ότι το ισοζύγιο παραγωγού είναι αρνητικό: οι τιμές που εισπράττει μειώνονται πολύ ταχύτερα από το κόστος παραγωγής. Αυτό σημαίνει ότι το καθαρό εισόδημα των αγροτών και κτηνοτρόφων συρρικνώνεται, ενώ η βιωσιμότητα πολλών εκμεταλλεύσεων τίθεται υπό αμφισβήτηση.
Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων εντείνει το φαινόμενο της εγκατάλειψης καλλιεργειών, της πτώσης της εγχώριας παραγωγής και της εξάρτησης από εισαγόμενα προϊόντα, την ώρα που η Ελλάδα θα μπορούσε –με στοχευμένες πολιτικές– να αξιοποιήσει τον αγροδιατροφικό της πλούτο ως εργαλείο εθνικής ανάπτυξης.
Η μείωση των τιμών σε κρίσιμους τομείς, όπως το ελαιόλαδο και τα λαχανικά, δεν αφορά μόνο τις διακυμάνσεις της αγοράς, αλλά και την απουσία αποτελεσματικής στρατηγικής διαχείρισης και προστασίας της εγχώριας παραγωγής. Η απουσία συντονισμένων πολιτικών αποθεματοποίησης, ο έλεγχος από μεσάζοντες και οι διεθνείς πιέσεις των αλυσίδων λιανικής αποδυναμώνουν τον παραγωγό, που παραμένει εκτεθειμένος στις διακυμάνσεις της διεθνούς αγοράς χωρίς δίκτυ προστασίας.

