14 Νοεμβρίου, 2025
Αξίζει να δεις Ιστορία

Η άγνωστη τελετή θεμελίωσης των ανακτόρων του Όθωνα – Πώς χτίστηκε το παλάτι που έγινε Βουλή των Ελλήνων

Άγνωστες λεπτομέρειες της λαμπρής τελετής θεμελίωσης των βασιλικών Ανακτόρων του ΄Οθωνα.

Με αφορμή τη νέα μελέτη αποκατάστασης των όψεων του ιστορικού Μεγάρου της Βουλής, έρχονται στο φως άγνωστες λεπτομέρειες από τη λαμπρή τελετή θεμελίωσης των βασιλικών Ανακτόρων του Όθωνα, του κτηρίου που στέγασε επί δεκαετίες τη μοναρχία και στη συνέχεια έγινε το εμβληματικό κέντρο της ελληνικής δημοκρατίας. Η ιστορία ξεκινά με τον ερχομό του Όθωνα στην Ελλάδα στις 25 Ιανουαρίου 1833, όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας. Μέχρι να μεταφερθεί η πρωτεύουσα στην Αθήνα, το 1834, ο νεαρός μονάρχης διέμενε στο Ναύπλιο. Την εποχή εκείνη, η Αθήνα ήταν μια πόλη σχεδόν ερειπωμένη, με σκόρπια σπίτια στους πρόποδες της Ακρόπολης, χωμάτινους και δύσβατους δρόμους και εικόνα εγκατάλειψης που δυσκόλευε ακόμα και τη μετακίνηση με άμαξα, όπως περιγράφει στις επιστολές της η Ιουλία φον Νορδενφλικτ, παιδαγωγός της βασίλισσας Αμαλίας.

Όθωνας και Αμαλία ιππεύουν στην Αθήνα – 1854

Μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας, ο Όθωνας εγκαταστάθηκε προσωρινά στην οικία του Χιώτη τραπεζίτη και πολιτικού Αλεξάνδρου Κοντόσταυλου, ένα από τα ελάχιστα αρχοντικά της εποχής, που αργότερα στέγασε την Εθνική Βιβλιοθήκη και σήμερα αποτελεί το Μουσείο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος. Όμως η ανάγκη για μόνιμη βασιλική κατοικία ήταν επιτακτική, τόσο για πρακτικούς όσο και για συμβολικούς λόγους, καθώς το νεοσύστατο ελληνικό κράτος όφειλε να αποκτήσει κέντρο εξουσίας αντάξιο της Εθνικής του Αναγέννησης.

Η απόφαση για την ανέγερση των νέων ανακτόρων ελήφθη οριστικά το 1835. Ο πατέρας του Όθωνα, βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος Α΄, ο οποίος βρισκόταν τότε στην Ελλάδα, ασχολήθηκε ενεργά με την επιλογή της τοποθεσίας και των σχεδίων. Παρότι είχαν προταθεί διάφορα σημεία — από τον Κεραμεικό έως τους πρόποδες του Λυκαβηττού και τη σημερινή Ομόνοια — τελικά επικράτησε η πρόταση του Φρίντριχ φον Γκαίρτνερ, διευθυντή της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου και επίσημου αρχιτέκτονα της βαυαρικής αυλής. Ο Γκαίρτνερ επέλεξε τον λόφο της Μπουμπουνίστρας, στο ανατολικό άκρο της πόλης, με θέα την Ακρόπολη και τις παρυφές της Αθήνας — μια τοποθεσία που θα συνδύαζε την επιβλητικότητα με τη συμβολική σύνδεση της νέας Ελλάδας με την αρχαία της κληρονομιά.

Παλιά Ανάκτορα 1877 

Η τελετή θεμελίωσης πραγματοποιήθηκε στις 25 Ιανουαρίου 1836, ημέρα της τρίτης επετείου της άφιξης του Όθωνα στην Ελλάδα, γνωστής ως «εορτής των Αποβατηρίων». Το γεγονός οργανώθηκε με κάθε επισημότητα και συνοδεύτηκε από κανονιοβολισμούς που ανήγγειλαν τη μεγάλη μέρα. Το πρωί τελέστηκε λειτουργία στον ναό της Αγίας Ειρήνης, τότε Μητροπολιτικό ναό της Αθήνας, παρουσία των πρεσβευτών των Μεγάλων Δυνάμεων και όλων των ανώτατων αρχών. Στη συνέχεια, ο Όθωνας και ο πατέρας του, συνοδευόμενοι από τιμητικό άγημα και μουσική μπάντα, κατευθύνθηκαν προς τον χώρο όπου είχε στηθεί πρόχειρο αμφιθέατρο 2.000 θέσεων για τους επισήμους.

Εκεί, ο μητροπολίτης Αττικής ευλόγησε τον θεμέλιο λίθο, μια μαρμάρινη πλάκα που έφερε την επιγραφή: «Γη μήτερ, δέχου ευμενώς λίθον θέμεθλον Όθωνος βασιλέως εν δόμοις 1836». Ο γραμματέας του Βασιλικού Οίκου εκφώνησε λόγο για το μεγαλείο της στιγμής, ενώ ο αρχιτέκτονας Γκαίρτνερ παρέδωσε στον Όθωνα τα σχέδια του ανακτόρου, τυλιγμένα σε φύλλο μολύβδου για προστασία από τη φθορά. Ο βασιλιάς τα παρέδωσε στον πατέρα του, ο οποίος τα τοποθέτησε στο σκάμμα, μαζί με χρυσά, ασημένια και χάλκινα νομίσματα που προσφέρθηκαν κατά το αρχαίο έθιμο του «ασημώματος» — συμβολική πράξη για τη σταθερότητα και ευημερία του οικοδομήματος. Ανάμεσα στα αναθήματα τοποθετήθηκε και ένα μαλαματένιο ρολόι, σύμβολο του χρόνου και της ανθεκτικότητας.

Ο Γκαίρτνερ προσέφερε έπειτα στον Όθωνα ένα ασημένιο μυστρί και λίγο πηλό, τα οποία ο νεαρός βασιλιάς παρέδωσε στον πατέρα του για να θέσει πρώτος το κονίαμα επάνω στον θεμέλιο λίθο. Ακολούθησε τελετουργικά ο Όθωνας και στη συνέχεια οι επίσημοι καλεσμένοι, ενώ οι κανονιοβολισμοί και οι μουσικές παιάνες συνόδευαν τις επευφημίες του πλήθους. Σύμφωνα με την εφημερίδα «Αθηνά» της 25ης Ιανουαρίου 1836, η πιο συγκινητική στιγμή ήταν όταν ο Λουδοβίκος Α΄ αγκάλιασε τον γιο του δύο φορές, ευχόμενος υγεία και ευημερία στο νέο του παλάτι. Η συγκίνηση του πλήθους ήταν τέτοια που, όπως έγραψε ο συντάκτης, «η βοή των επευφημιών έγινε με τη μεγαλυτέρα θερμότητα και κατάνυξη της ψυχής των επευφημούντων».

Το ίδιο απόγευμα, δόθηκε δεξίωση 500 ατόμων στο προσωρινό παλάτι του Όθωνα, σηματοδοτώντας την έναρξη μιας νέας εποχής για την ελληνική πρωτεύουσα. Η ανέγερση του κτηρίου διήρκεσε περίπου επτά χρόνια. Ο Όθωνας και η βασίλισσα Αμαλία, μετά τον γάμο τους στη Γερμανία το 1836, εγκαταστάθηκαν προσωρινά στην οικία του μεγαλέμπορου Σταμάτιου Δεκόζη Βούρου, στην πλατεία Κλαυθμώνος, μέχρι τη μετακόμισή τους, στις 25 Ιουλίου 1843, στο νέο παλάτι της πλατείας Συντάγματος.

Τα Παλαιά Ανάκτορα υπηρέτησαν ως βασιλική κατοικία έως το 1910, οπότε υπέστησαν σοβαρές ζημιές από πυρκαγιές το 1884 και το 1909. Το 1922 χρησιμοποιήθηκαν ως χώρος φιλοξενίας των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής, ενώ το 1929, με απόφαση της κυβέρνησης Ελευθερίου Βενιζέλου, αποφασίστηκε η στέγαση της Βουλής και της Γερουσίας στο ιστορικό αυτό κτήριο, το οποίο έκτοτε αποτελεί το επίκεντρο της πολιτικής ζωής της χώρας.

Παλιά Ανάκτορα 1910

Το κείμενο βασίζεται κυρίως σε μαρτυρίες της εποχής και στο δημοσίευμα της εφημερίδας «Αθηνά» της 25ης Ιανουαρίου 1836, το οποίο αποτυπώνει με σπάνια λεπτομέρεια τη μεγαλοπρέπεια μιας τελετής που συμβόλισε την απαρχή του νεότερου ελληνικού κράτους και τη μετάβαση της Αθήνας από τα ερείπια της επανάστασης στο μεγαλείο της εθνικής της αναγέννησης.