Η Άγκυρα, με την ανοιχτή πλέον πολιτική και διπλωματική στήριξη του Βερολίνου, επιδιώκει να αναβαθμίσει θεαματικά τον ρόλο της εντός της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής άμυνας, μετατρέποντας τη συμμετοχή της στα προγράμματα κοινής ασφάλειας σε εργαλείο γεωπολιτικής διείσδυσης. Παρουσιάζει την ελληνική επιφυλακτικότητα και το διαρκές casus belli ως εμπόδιο όχι απλώς στις διμερείς σχέσεις, αλλά στη συλλογική ασφάλεια της ίδιας της Ευρώπης, επιχειρώντας να αντιστρέψει πλήρως τη διεθνή αφήγηση. Η τουρκική διπλωματία προβάλλει το επιχείρημα ότι η γεωπολιτική ισορροπία της ηπείρου δεν μπορεί να καθορίζεται από μεμονωμένα κράτη, αλλά από τις «πραγματικές δυνάμεις» που, κατά την τουρκική οπτική, ορίζουν την ασφάλεια της ευρωπαϊκής ηπείρου.
Καθοριστικό σημείο αυτής της στρατηγικής υπήρξε η επίσκεψη του Γερμανού υπουργού Εξωτερικών, Γιόχαν Βάντεφουλ, στην Άγκυρα, η οποία σηματοδότησε την είσοδο σε μια νέα φάση συνεργασίας μεταξύ Τουρκίας και Γερμανίας. Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, οι δύο πλευρές συνέδεσαν ευθέως τη συμμετοχή της Τουρκίας στο πρόγραμμα SAFE –το σχέδιο ευρωπαϊκής ασπίδας για την αεράμυνα– με την έναρξη μιας «καινούριας εποχής στρατηγικής συνεργασίας» ανάμεσα στις δύο χώρες. Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Χακάν Φιντάν, υπενθύμισε στον Γερμανό ομόλογό του τον κρίσιμο ρόλο που διαδραματίζει το Βερολίνο στην ενίσχυση της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας, υπονοώντας ότι χωρίς τη γερμανική υποστήριξη, η τουρκική αυτοδυναμία στην άμυνα θα ήταν αδύνατη.
Ο Φιντάν, ενώπιον του Γερμανού υπουργού, εξαπέλυσε ευθεία επίθεση κατά της Αθήνας, δηλώνοντας ότι «η Ελλάδα έχει ‘χακάρει’ το ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλειας» και ότι χρησιμοποιεί τη θέση της εντός της ΕΕ για να εμποδίζει την ενσωμάτωση της Τουρκίας στον ευρωπαϊκό αμυντικό μηχανισμό. Παρουσίασε τη χώρα του ως δύναμη ρεαλισμού, ευελιξίας και σταθερότητας, σε αντιδιαστολή με μια Ελλάδα που, όπως είπε, παραμένει «εγκλωβισμένη στην ψυχολογία της αντιτουρκικής ρητορικής» και «αδυνατεί να προσαρμοστεί στις νέες γεωπολιτικές συνθήκες».
Σκληραίνοντας περαιτέρω τη ρητορική του, ο Τούρκος υπουργός υποστήριξε ότι «κανένας Έλληνας ηγέτης δεν έχει την ισχύ του Ερντογάν», επιχειρώντας να επιβάλει την εικόνα του Τούρκου προέδρου ως μοναδικού ηγέτη με το πολιτικό κύρος και τη νομιμοποίηση να επιλύσει τα ελληνοτουρκικά ζητήματα. Η δήλωση αυτή λειτουργεί όχι μόνο ως μήνυμα πίεσης προς την Αθήνα, αλλά και ως εργαλείο επιρροής προς τα ευρωπαϊκά κέντρα αποφάσεων, προβάλλοντας τον Ερντογάν ως αναπόφευκτο συνομιλητή και πυλώνα σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η Άγκυρα επιδιώκει, έτσι, να αποδεσμεύσει τη συζήτηση για το πρόγραμμα SAFE από τα στενά όρια της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης και να τη μεταφέρει στο επίπεδο της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας. Επιδιώκει να καταστήσει σαφές ότι η Τουρκία δεν είναι περιφερειακός παράγοντας αλλά αναγκαίος σύμμαχος για την ασφάλεια της Ευρώπης. Με τη Γερμανία να λειτουργεί ως θεσμικός και πολιτικός εγγυητής αυτής της προσέγγισης, η τουρκική διπλωματία κλιμακώνει μια μεθοδική εκστρατεία που, πίσω από τα προσχήματα συνεργασίας, στοχεύει στην απονομιμοποίηση της ελληνικής θέσης και στην ανατροπή των ισορροπιών στην ευρωπαϊκή αμυντική αρχιτεκτονική.

