Επί βασιλείας Κυριάκου Μητσοτάκη, κανένα πιστό κομματόσκυλο δεν πάει χαμένο. Είναι ο άγραφος κανόνας του επιτελικού παραδείσου: όποιος γλείφει, προκόβει. Κι ενώ νέοι επιστήμονες, γιατροί, μηχανικοί και ερευνητές φεύγουν μαζικά από την Ελλάδα, αναζητώντας αλλού την αξιοπρέπεια και την αξιοκρατία που εδώ θεωρούνται μειονέκτημα, οι συστημικές κολόνες του δομικά διεφθαρμένου ΟΠΕΚΕΠΕ γίνονται εκατομμυριούχοι.
Οι περίφημοι «Φραπέδες» και οι «Σεμερτζίδου» της γαλάζιας θερμοκοιτίδας πλουτίζουν προκλητικά, αποκτούν Πόρσε, Τζάγκουαρ και βίλες, όπως ακριβώς οι επίγονοι του ΠΑΣΟΚ του Σημίτη — του πνευματικού μέντορα του Μητσοτάκη.
Ζούμε την απόλυτη κυριαρχία των «άριστων Γκρούεζων», των παρασίτων της εξουσίας που βαφτίστηκαν τεχνοκράτες. Είναι η «άλλη Ελλάδα 2.0», όχι εκείνη που μας υποσχέθηκε ο πρωθυπουργός, αλλά εκείνη που μας επέβαλε, με τη συνενοχή μιας Δικαιοσύνης που κοιμάται όρθια.
Μέχρι να αρχίσουν να φτάνουν τα φιρμάνια της Λάουρα Κοβέσι από τις Βρυξέλλες, για να ξεφτιλίσουν μαζί με τους υπουργούς του Μητσοτάκη και τους κομματικούς του ευνοούμενους, το σύστημα θα συνέχιζε να πουλάει «μεταρρυθμίσεις» την ώρα που τα δικά του παιδιά ξεκοκαλίζουν δημόσιο χρήμα.
Ο «Φραπές» δεν είναι ένα τυχαίο πρόσωπο. Είναι το σύμβολο ενός καθεστώτος. Δεν είναι εξαίρεση, είναι ο κανόνας. Εκπροσωπεί ολόκληρη τη λογική του κράτους-λάφυρου, όπου το κομματικό φρόνημα υποκαθιστά το βιογραφικό και η πιστότητα στο κόμμα αποτελεί διαβατήριο για τον πλουτισμό. Στα παρατσούκλια αυτών των καφενόβιων που έγιναν λεφτάδες από τις πλάτες των αγροτών και των φορολογουμένων, δεν βρίσκεις απλώς έναν άνθρωπο της «αρπαχτής».
Βρίσκεις την ίδια τη δομή του επιτελικού παρασιτισμού: τους στρατιές συμβούλων που πληρώνονται αδρά χωρίς έργο, τους κολλητούς που στήνουν εταιρείες-σφραγίδες για απευθείας αναθέσεις, τα τρολ που μισθοδοτούνται για να λασπώνουν όποιον ασκεί κριτική. Είναι ο κομματικός μηχανισμός της Νέας Δημοκρατίας σε πλήρη δράση, ένα πλέγμα διαφθοράς που εξαφανίζει κάθε υπόνοια αξιοκρατίας και ευτελίζει κάθε έννοια κράτους δικαίου.
Κανείς δεν έπεσε από τα σύννεφα όταν η Αρχή για το Ξέπλυμα Μαύρου Χρήματος, υπό τον Χαράλαμπο Βουρλιώτη, εντόπισε ότι η πολιτεύτρια της Νέας Δημοκρατίας Πόπη Σεμερτζίδου —η γνωστή από τις φωτογραφίες με τον «καλό κόσμο» του κόμματος— είχε τσεπώσει 2,6 εκατομμύρια ευρώ σε επιδοτήσεις, μαζί με τον σύντροφό της και συγγενικά τους πρόσωπα, από τη στιγμή που ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέλαβε την πρωθυπουργία. Καμία απορία, καμία ενόχληση.
Ούτε ένας υπουργός που πόζαρε μαζί της δεν αναρωτήθηκε πώς απέκτησε ξαφνικά Πόρσε, ούτε πώς μια πολιτεύτρια της περιφέρειας βρέθηκε με έντεκα ακίνητα και περιουσία που θυμίζει ολιγάρχη.
Το ίδιο ισχύει και για τον «Φραπέ», τον άνθρωπο-φαινόμενο του ΟΠΕΚΕΠΕ, που, όπως αποκάλυψε η ίδια Αρχή, διαθέτει αδιευκρίνιστα ποσά άνω των δύο εκατομμυρίων ευρώ για την περίοδο 2021–2023, πολυτελή αυτοκίνητα, ανάμεσά τους μια Τζάγκουαρ και άλλα οκτώ οχήματα. Και όμως, μέχρι να τον ξετρυπώσει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, καμία ελληνική αρχή δεν αναρωτήθηκε γιατί δεν υπέβαλε ποτέ δηλώσεις «πόθεν έσχες», αν και όφειλε να το πράξει. Κανένας εισαγγελέας δεν ασχολήθηκε, κανένα πρόστιμο δεν επιβλήθηκε. Γιατί στην Ελλάδα 2.0, το «αδιευκρίνιστο» είναι το νέο κανονικό.
Η πραγματικότητα είναι απλή: ο «Φραπές» δεν πλούτισε από ικανότητα αλλά από υπακοή. Από κομματική πίστη. Από τις υπηρεσίες που πρόσφερε στο δίκτυο εξουσίας. Είναι το ίδιο δίκτυο που διασφάλισε ότι θα έχει πρόσβαση σε προγράμματα, επιδοτήσεις, αναθέσεις, «δουλειές». Κι εκείνος, πιστός μέχρι το τέλος, δήλωνε περήφανα: «Είμαι στη Νέα Δημοκρατία. Εκεί γεννήθηκα, εκεί ανήκω, εκεί θα πεθάνω». Αυτή η φράση είναι το απόλυτο βιογραφικό του. Δεν χρειάζεται τίποτε άλλο για να αποδειχθεί γιατί ανταμείφθηκε.
Οι δηλώσεις αυτές, που υπό άλλες συνθήκες θα προκαλούσαν γέλιο, σήμερα περιγράφουν με ακρίβεια το πολιτικό μας σύστημα. Ένας «Γκρούεζας» με Τζάγκουαρ είναι η πιο ειλικρινής εικόνα της διακυβέρνησης Μητσοτάκη. Ένα κράτος που ανήκει στα κομματικά του τέκνα, όχι στους πολίτες. Ένα καθεστώς που τιμωρεί τη δουλειά και επιβραβεύει την υποτέλεια.
Και τώρα, η μεγάλη ειρωνεία: αν δεν υπήρχε η Λάουρα Κοβέσι, αν δεν υπήρχαν οι ευρωπαίοι εισαγγελείς να φυτέψουν μυστικά κοριούς και να παρακολουθήσουν τις συνομιλίες του κυκλώματος, τίποτε δεν θα είχε αποκαλυφθεί. Ούτε τα δύο εκατομμύρια του «Φραπέ», ούτε οι επιδοτήσεις της Σεμερτζίδου, ούτε οι κομματικοί μεσάζοντες που λυμαίνονται το δημόσιο χρήμα. Όλα θα συνέχιζαν όπως πριν, κάτω από τη μύτη των ελληνικών ελεγκτικών μηχανισμών, που θυμίζουν περισσότερο θεατές παρά θεματοφύλακες.
Κανείς δεν μπορεί πια να παριστάνει τον ανήξερο. Η κυβέρνηση, ο υπουργός Φλωρίδης που παίζει τον ρόλο του διαφημιστή των «καθαρών χεριών», οι Αρχές και οι Επιτροπές «Πόθεν Έσχες» οφείλουν να εξηγήσουν στους πολίτες γιατί κανείς δεν έλεγξε τον Ξυλούρη, γιατί δεν του επιβλήθηκαν κυρώσεις για τη μη δήλωση περιουσιακών στοιχείων, ποιος του έδωσε ασυλία και γιατί η ελληνική Δικαιοσύνη χρειάστηκε τη Ρουμάνα Κοβέσι για να κάνει τη δουλειά της.
Το ερώτημα πλέον δεν είναι ποιος έκλεψε, αλλά ποιος ελέγχει ποιον. Γιατί αν η μόνη Αρχή που κάνει τη δουλειά της στην Ελλάδα είναι ευρωπαϊκή, τότε δεν έχουμε απλώς διαφθορά — έχουμε υποτελή δικαιοσύνη. Και αυτή είναι η χειρότερη μορφή κατοχής: όταν μια χώρα δεν χρειάζεται ξένους για να λεηλατηθεί, γιατί τη λεηλατούν οι δικοί της.

