Ο νέος Υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Pete Hegseth, αφού έχουν περάσει χρόνια γεμάτα υποσχέσεις, δισεκατομμύρια δολάρια σε στρατιωτική και οικονομική βοήθεια για την Ουκρανία και συνεχείς κλιμακώσεις της σύγκρουσης, προχώρησε σε μια σαφή και ξεκάθαρη δήλωση. Σύμφωνα με αυτή, η Ουκρανία ΔΕΝ θα ενταχθεί ποτέ στο ΝΑΤΟ και δεν θα σταλούν αμερικανικά στρατεύματα για να την υπερασπιστούν. Αυτή η τοποθέτηση έρχεται μετά από χρόνια δηλώσεων και συζητήσεων που υποστήριζαν την ιδέα ότι οι ΗΠΑ θα παρείχαν στρατιωτική βοήθεια και ίσως και προστασία μέσω του ΝΑΤΟ. Ωστόσο, με αυτή την ξεκάθαρη ανακοίνωση, απορρίπτεται η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και κάθε σχέδιο αποστολής αμερικανικών στρατευμάτων στην περιοχή.
Αυτό συμβαίνει μετά από ατελείωτες συζητήσεις και προπαγάνδα περί της «υπεράσπισης της δημοκρατίας», καθώς και μετά από την υπερβολική σπατάλη δισεκατομμυρίων δολαρίων που διατέθηκαν για την ενίσχυση της Ουκρανίας και την κλιμάκωση του πολέμου. Παρά τις συνεχείς υποσχέσεις και τη στρατιωτική βοήθεια, η Ουκρανία φαίνεται να έχει «μείνει στον αέρα», καθώς η ανακοίνωση αυτή αποδεικνύει ότι οι ΗΠΑ δεν είχαν ποτέ τη σοβαρή πρόθεση να την εντάξουν στο ΝΑΤΟ. Αντίθετα, ο πόλεμος στην Ουκρανία ήταν πάντα ένας πόλεμος αντιπροσώπων, όπου η Ουκρανία χρησιμοποιήθηκε ως πιόνι σε έναν γεωπολιτικό πόλεμο για τη σύγκρουση συμφερόντων μεγάλων δυνάμεων. Όμως, καθώς η παγκόσμια γεωπολιτική σκηνή αλλάζει και οι συμφωνίες επαναπροσδιορίζονται, η Ουκρανία απορρίπτεται από τις μεγάλες δυνάμεις και μένει μόνη της να αντιμετωπίσει τις συνέπειες.
Ο Hegseth αναφέρει επίσης ότι η αναφορά στις προγενέστερες συνόρους της Ουκρανίας, όπως ήταν πριν το 2014, είναι μια μη ρεαλιστική προσδοκία και ότι η συνεχής πίεση για την επίτευξή της θα παρατείνει μόνο τον πόλεμο και θα προκαλέσει περισσότερα δεινά και θύματα. Οι ΗΠΑ, όπως φαίνεται, δεν πιστεύουν ότι η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ αποτελεί ρεαλιστικό αποτέλεσμα για την επίλυση της σύγκρουσης, παρά την αρχική τους υποστήριξη στην ιδέα αυτή. Αντί για αυτή την προοπτική, οι Ηνωμένες Πολιτείες προτείνουν ότι οποιαδήποτε εγγύηση ασφαλείας για την Ουκρανία πρέπει να βασίζεται σε ικανές δυνάμεις στρατού – είτε ευρωπαϊκές είτε άλλες διεθνείς δυνάμεις – που θα παρέχουν την ασφάλεια στην περιοχή, σε συνδυασμό με ισχυρή διεθνή εποπτεία. Για να γίνει σαφές, οι ΗΠΑ καθιστούν ξεκάθαρο ότι δεν θα στείλουν στρατεύματα στην Ουκρανία στο πλαίσιο οποιασδήποτε συμφωνίας για την ασφάλεια της χώρας.
Η επόμενη πρόταση του Hegseth έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία, καθώς η ευρωπαϊκή ασφάλεια πρέπει πλέον να αποτελεί πρωταρχική ευθύνη των ευρωπαϊκών κρατών-μελών του ΝΑΤΟ. Τα ευρωπαϊκά κράτη καλούνται να αναλάβουν τη μεγαλύτερη ευθύνη στην υποστήριξη της Ουκρανίας στο μέλλον και να καταβάλουν το μεγαλύτερο μερίδιο της βοήθειας προς τη χώρα, ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να διαχειριστούν τις σχέσεις με τη Ρωσία και να αναλάβουν τις διπλωματικές πρωτοβουλίες που απαιτούνται. Η Ουάσινγκτον, λοιπόν, επαναλαμβάνει με αυτή τη δήλωση ότι η ΕΕ πρέπει να διαπραγματευτεί με τη Ρωσία και να βρει μια διπλωματική λύση, ενώ οι ΗΠΑ αποφεύγουν την περαιτέρω ανάμιξη. Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα, η οποία είναι μέλος του ΝΑΤΟ και μέρος αυτής της ευρωπαϊκής ευθύνης, θα συνεχίσει να συνεισφέρει σημαντικά στην οικονομική και στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία, ενώ παράλληλα η Ουάσινγκτον αποσύρει τη στρατιωτική της υποστήριξη.
Αυτή η αλλαγή στην αμερικανική στρατηγική έχει σοβαρές επιπτώσεις για την Ελλάδα, η οποία, λόγω της κυβερνητικής πολιτικής που ακολουθείται, είναι πλέον πιο ευάλωτη στις γεωπολιτικές πιέσεις. Με την πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης να είναι προσανατολισμένη στην υποστήριξη της Ουκρανίας, η χώρα κινδυνεύει να βρεθεί απομονωμένη και να αντιμετωπίσει αυξανόμενες πιέσεις από άλλους μεγάλους παίκτες, όπως η Τουρκία. Η στάση της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στην Ουκρανία, αλλά και οι πρόσφατες κινήσεις της που σχετίζονται με την υπογραφή υπέρ του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου και την αποδοχή της εξωτερικής πίεσης, δείχνουν μια στρατηγική αποδυνάμωσης των παραδοσιακών συμμαχιών της χώρας.
Η ελληνική πολιτική, καθώς και η πολιτική της Κύπρου, επηρεάζεται από τις διεθνείς πιέσεις και τα συμφέροντα που καθορίζονται από μη κυβερνητικούς οργανισμούς και διεθνή φόρα όπως το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (WEF).
Την πρωτοβουλία για τη διακήρυξη ανέλαβαν η Σλοβενία, το Λουξεμβούργο, το Μεξικό, η Σιέρα Λεόνε και το Βανουάτου (!)
Στη δήλωση, οι 79 υπογράφοντες καταδικάζουν τα μέτρα που επιβάλλουν δέσμευση περιουσιακών στοιχείων και ταξιδιωτικές απαγορεύσεις κατά αξιωματούχων του ΔΠΔ, προσωπικού και μελών της οικογένειας και συνεργαζόμενων φορέων, καθώς «τέτοιες ενέργειες απειλούν την ικανότητα του Δικαστηρίου να εκπληρώσει την αποστολή του στο πλαίσιο της Συνθήκης της Ρώμης».
Οι κυρώσεις, ανέφερε η δήλωση, αυξάνουν τον κίνδυνο ατιμωρησίας για σοβαρά παγκόσμια εγκλήματα, υπονομεύουν το κράτος δικαίου και θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των θυμάτων, των μαρτύρων και του προσωπικού του ΔΠΔ. Επιπλέον, θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο κλείσιμο των επιτόπιων γραφείων του ICC, εμποδίζοντας τη συνέχιση των επιθεωρήσεων.
Οι υπογράφοντες χώρες εξέφρασαν τη δέσμευσή τους να προστατεύσουν την ικανότητα του ΔΠΔ να λειτουργεί αποτελεσματικά και ανεξάρτητα. Υπογράμμισαν τον κρίσιμο ρόλο του ΔΠΔ στην προώθηση της δικαιοσύνης, της λογοδοσίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων παγκοσμίως, ζητώντας τη συνέχιση της υποστήριξης προκειμένου να διαφυλαχθεί η απρόσκοπτη λειτουργία του έναντι κάθε προσπάθειας υπονόμευσής του.
Η απόφαση της Ελλάδας και της Κύπρου να υπογράψουν τη δήλωση που υποστηρίζει την ανεξαρτησία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου έρχεται σε αντίθεση με τη στάση των ΗΠΑ και του Ισραήλ και ενδέχεται να έχει σοβαρές διπλωματικές συνέπειες, όπως η σύλληψη του Ισραηλινού πρωθυπουργού, εάν επισκεφτεί την Ελλάδα ή την Κύπρο.

Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση στην Ελλάδα συνεχίζει να ακολουθεί μια πολιτική που νομιμοποιεί και τις σχέσεις με ισλαμιστικές και τζιχαντιστικές κυβερνήσεις, όπως φάνηκε από την υπογραφή συμφωνίας με την τουρκική κυβέρνηση και την αναγνώριση της νέας κυβέρνησης της Συρίας.
Ο Αμερικανός πρόεδρος Donald Trump υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα για την επιβολή κυρώσεων στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ), το οποίο κατηγορεί για «παράνομες και αβάσιμες ενέργειες» εναντίον της Αμερικής και του Ισραήλ.
Σημειώνεται ότι ούτε οι ΗΠΑ, ούτε το Ισραήλ είναι μέλη του ΔΠΔ, του δικαστικού οργάνου των Ηνωμένων Εθνών, αρμόδιου για να ασκεί διώξεις και να δικάζει πρόσωπα που κατηγορούνται για γενοκτονία, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου.
Το ΔΠΔ, το οποίο ιδρύθηκε το 2002, έχει το τρέχον διάστημα 124 κράτη μέλη. Δεν έχει απαγγείλει ετυμηγορίες παρά για λιγοστές υποθέσεις.
Το κείμενο, που δημοσιοποιήθηκε από τον Λευκό Οίκο, απαγορεύει την είσοδο στις ΗΠΑ σε ηγετικά στελέχη, υπαλλήλους και άλλους εργαζόμενους στο ΔΠΔ, καθώς και σε στενούς συγγενείς τους. Το διάταγμα προβλέπει επίσης το πάγωμα τυχόν περιουσιακών στοιχείων των προσώπων αυτών στην αμερικανική δικαιοδοσία.
Ο Τrump υπέγραψε το διάταγμα ενώ ο Ισραηλινός πρωθυπουργός επισκεπτόταν την Ουάσινγκτον. Τον περασμένο Νοέμβριο, το ΔΠΔ εξέδωσε ένταλμα σύλληψης για τον Benjamin Netanyahu για φερόμενα εγκλήματα πολέμου στη Λωρίδα της Γάζας, κάτι που το Ισραήλ αρνείται.
Αμερικανοί πολιτικοί, Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί, έχουν εκφράσει αγανάκτηση για την έκδοση εντάλματος σύλληψης σε βάρος του Netanyahu.
Στο υπόμνημα του Λευκού Οίκου που δημοσιεύθηκε την Πέμπτη κατηγορεί το ΔΠΔ ότι δημιουργεί μια «επαίσχυντη ηθική ισοδυναμία» μεταξύ της Ηamas και του Ισραήλ εκδίδοντας τα εντάλματα την ίδια στιγμή. Το εκτελεστικό διάταγμα του Τrump ανέφερε ότι οι πρόσφατες ενέργειες του ΔΠΔ «θέτουν ένα επικίνδυνο προηγούμενο» που βάζει σε κίνδυνο τους Αμερικανούς εκθέτοντάς τους σε «παρενόχληση, κακοποίηση και πιθανή σύλληψη».
«Αυτή η κακή συμπεριφορά απειλεί με τη σειρά της να παραβιάσει την κυριαρχία των Ηνωμένων Πολιτειών και υπονομεύει το κρίσιμο έργο εθνικής ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων μας, συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ», αναφέρεται.