Με τροπολογία που ψηφίστηκε πρόσφατα χωρίς καμία δημόσια διαβούλευση, η κυβέρνηση αφαίρεσε από τον Δήμο Αθηναίων την εποπτεία και τον έλεγχο του φιλανθρωπικού σωματείου «Ελεήμων Εταιρεία Αθηνών» —το γνωστό Γηροκομείο Αθηνών— και τους ανέθεσε προσωρινά στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αττικής, για όσο διαρκέσει το καθεστώς εξυγίανσης, δηλαδή για τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια. Η ρύθμιση αυτή προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στον Δήμο, που κατήγγειλε «κατάφωρη αφαίρεση αρμοδιοτήτων» από την τοπική αυτοδιοίκηση και προσπάθεια να αποφευχθεί ο έλεγχος των διαδικασιών διαχείρισης της μεγάλης περιουσίας του ιδρύματος.
Το Γηροκομείο Αθηνών, το αρχαιότερο φιλανθρωπικό σωματείο της χώρας από το 1867, διαθέτει σημαντική ακίνητη περιουσία και λειτουργεί βάσει εγκεκριμένου καταστατικού. Το 2016, λόγω οικονομικών ατασθαλιών, η αιρετή διοίκηση εξέπεσε και έκτοτε διορίζονται προσωρινές διοικήσεις. Το 2021, με πρόταση του τότε δημάρχου Αθηναίων Κώστα Μπακογιάννη, ορίστηκε νέα προσωρινή διοίκηση με πρόσωπα της επιλογής του, η οποία ωστόσο προχώρησε σε εγγραφή 339 νέων μελών —ενώ τα παλιά ήταν μόλις 200— και κέρδισε τις εκλογές. Η νομιμότητα αυτών των ενεργειών έχει προσβληθεί δικαστικά, χωρίς να έχει ακόμη δοθεί τελεσίδικη λύση.
Το ισχύον νομικό πλαίσιο (ν. 4262/2014) προβλέπει ότι όταν ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες, μπορεί να υπαχθεί σε καθεστώς εξυγίανσης ύστερα από απόφαση της γενικής συνέλευσης των μελών του. Την εποπτεία του συμφώνου εξυγίανσης ασκεί ειδικό πολυμελές όργανο, το λεγόμενο «Παρατηρητήριο». Ωστόσο, στην περίπτωση του Γηροκομείου Αθηνών, η προσωρινή διοίκηση υπέβαλε αίτηση υπαγωγής χωρίς να υπάρχει απόφαση της γενικής συνέλευσης, και η αίτηση έγινε δεκτή. Ακολούθησαν τέσσερις νομοθετικές ρυθμίσεις, με αποτέλεσμα να υπογραφεί το σύμφωνο εξυγίανσης μεταξύ του σωματείου και των αρμόδιων υπουργείων. Η απόφαση και το σύμφωνο έχουν επίσης προσβληθεί δικαστικά από παλιά μέλη.
Αρχικά, λόγω ενστάσεων που διατύπωσε το Παρατηρητήριο, η κυβέρνηση είχε μεταφέρει την εποπτεία στο Δήμο Αθηναίων, με δήμαρχο τότε τον Μπακογιάννη. Όμως, όταν ο νυν δήμαρχος απαίτησε εγγυήσεις διαφάνειας για την πώληση ακινήτων του ιδρύματος, αντί να του δοθούν, με νέα τροπολογία αφαιρέθηκε εκ νέου η εποπτεία του Δήμου και ανατέθηκε στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αττικής —ένα κρατικό και όχι αυτοδιοικητικό όργανο.
Η ενέργεια αυτή θεωρείται ευθέως αντίθετη με το άρθρο 102, παρ. 1 του Συντάγματος, που προβλέπει ότι η διοίκηση των τοπικών υποθέσεων ανήκει στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, στους οποίους υφίσταται και το τεκμήριο αρμοδιότητας. Η φιλανθρωπία, ως πεδίο κοινωνικής πολιτικής, αποτελεί σαφώς τοπική υπόθεση, και ο Δήμος Αθηναίων εποπτεύει σήμερα περίπου 200 φιλανθρωπικά ιδρύματα, μεταξύ των οποίων και το Γηροκομείο. Η αφαίρεση εποπτείας μόνο από ένα εξ αυτών, μέσω ειδικής τροπολογίας, συνιστά φωτογραφική και αντισυνταγματική ρύθμιση.
Σύμφωνα με το άρθρο 93, παρ. 4 του Συντάγματος, τα δικαστήρια έχουν δικαίωμα διάχυτου ελέγχου συνταγματικότητας και δεν εφαρμόζουν διατάξεις νόμου που κρίνουν προδήλως αντισυνταγματικές. Νομικοί κύκλοι εκτιμούν ότι η συγκεκριμένη τροπολογία εμπίπτει ακριβώς σε αυτή την κατηγορία. Παράλληλα, τίθενται σοβαρά ζητήματα κράτους δικαίου και σεβασμού της θεσμικής τάξης, καθώς η κυβέρνηση ρυθμίζει με φωτογραφικό τρόπο υποθέσεις που αφορούν διαχείριση μεγάλης περιουσίας, αφαιρώντας τον θεσμικό έλεγχο της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Ακόμη, με την ίδια τροπολογία καταργήθηκαν τα άρθρα 55 και 56 του ν. 4262/2014, τα οποία προέβλεπαν την υπαγωγή φιλανθρωπικών σωματείων σε καθεστώς εξυγίανσης, με αποτέλεσμα να παραμένει πλέον μόνο το Γηροκομείο Αθηνών υπό αυτό το καθεστώς. Έτσι, του παρέχονται μια σειρά αδικαιολόγητων προνομίων κατά παράβαση της αρχής της συνταγματικής ισότητας και της ίσης μεταχείρισης των ιδρυμάτων. Παράλληλα, η Αποκεντρωμένη Διοίκηση έχει αναλάβει μια αόριστη εποπτεία, περιορισμένη μόνο στην τήρηση των όρων του συμφώνου εξυγίανσης, χωρίς να καθορίζεται ποια όργανα θα ασκούν τον έλεγχο και με ποια διαδικασία.
Κατά το άρθρο 75 παρ. 1 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (ν. 3463/2006), ο Δήμος έχει αρμοδιότητα εποπτείας όλων των φορέων κοινωνικής πρόνοιας και αλληλεγγύης στην επικράτειά του, συμπεριλαμβανομένων των φιλανθρωπικών σωματείων. Με την τροπολογία, η αρμοδιότητα αυτή αφαιρείται μόνο για το Γηροκομείο Αθηνών, όσο διαρκεί το σχέδιο εξυγίανσης, και μεταβιβάζεται σε μια κρατική υπηρεσία που δεν έχει προβλεπόμενο μηχανισμό ελέγχου. Έτσι, στην πράξη, το ίδρυμα μένει χωρίς θεσμική εποπτεία.
Οι υποστηρικτές της ρύθμισης αντιτείνουν ότι «το Γηροκομείο λειτουργεί κανονικά και οι τρόφιμοι είναι ευχαριστημένοι». Όμως, σε ένα κράτος δικαίου, η καλή λειτουργία δεν υποκαθιστά τη θεσμική διαφάνεια και τη λογοδοσία. Ιδίως όταν πρόκειται για ιδρύματα που επιχορηγούνται από δημόσιους πόρους, ο έλεγχος δεν μπορεί να καταργείται με φωτογραφικές διατάξεις.
Η υπόθεση του Γηροκομείου Αθηνών αποκαλύπτει μια βαθύτερη παθογένεια: την τάση του κεντρικού κράτους να παρακάμπτει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη τοπική αυτοδιοίκηση, όταν αυτή επιχειρεί να ασκήσει ουσιαστικό έλεγχο. Η τροπολογία δεν αφορά απλώς ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα, αλλά δοκιμάζει τα όρια της θεσμικής νομιμότητας και εγείρει ερωτήματα για το αν η κυβέρνηση μπορεί να μεταβάλλει, κατά το δοκούν, το πλαίσιο εποπτείας οργανισμών που διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα και περιουσία.
Η τελική κρίση, ωστόσο, θα ανήκει στα δικαστήρια, τα οποία καλούνται να σταθμίσουν αν η συγκεκριμένη νομοθετική παρέμβαση σέβεται το Σύνταγμα ή αν συνιστά κατάχρηση εξουσίας εις βάρος της τοπικής αυτοδιοίκησης και του ίδιου του κράτους δικαίου.

