Στα γαλάζια, βαθιά νερά νότια της Κρήτης, εκεί όπου κάποτε η ένταση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας έφτανε μέχρι την κόψη της σύγκρουσης, συντελείται μια γεωπολιτική μεταβολή που κανείς πριν από λίγα χρόνια δεν θα θεωρούσε πιθανή. Τα σημεία από τα οποία πέρασαν ερευνητικά τουρκικά σκάφη φορτωμένα με πολιτική φόρτιση, εκεί όπου η Άγκυρα χάραξε αυθαίρετες θαλάσσιες ζώνες σε συνεργασία με τη μεταβατική κυβέρνηση της Λιβύης το 2019, τώρα μετατρέπονται σε πεδίο δραστηριοποίησης δύο από τις ισχυρότερες αμερικανικές ενεργειακές εταιρείες: της Chevron και της ExxonMobil.
Η είσοδος των Ηνωμένων Πολιτειών στα θαλάσσια τεμάχια που περιβάλλουν την Κρήτη και το Ιόνιο δεν αποτελεί απλώς μια οικονομική επένδυση. Είναι γεωστρατηγική δήλωση. Αποτελεί το πιο καθαρό, συνειδητό και υπολογισμένο σημάδι ότι η Ουάσιγκτον έχει επιλέξει την Ελλάδα ως τον νέο ενεργειακό και στρατηγικό άξονα της Ανατολικής Μεσογείου, την ώρα που η Τουρκία βλέπει τις σχέσεις της με τη Δύση να διαβρώνονται. Το ερώτημα δεν είναι πια γιατί οι ΗΠΑ απομακρύνονται από την Άγκυρα, αλλά γιατί το κάνουν τόσο αποφασιστικά προς όφελος της Αθήνας.
Μέσα σε λίγους μήνες, η Chevron εξασφάλισε τέσσερα μεγάλα θαλάσσια οικόπεδα γύρω από την Κρήτη, εκ των οποίων τα δύο βρίσκονται ακριβώς στους χώρους που η Τουρκία διεκδικούσε μέσω της συμφωνίας με τη Λιβύη. Την ίδια στιγμή, η ExxonMobil επέκτεινε την παρουσία της στο Ιόνιο Πέλαγος, εδραιώνοντας την αμερικανική ενεργειακή παρουσία από τη βορειοδυτική Ελλάδα έως τη Λεκάνη της Λιβύης.
Είναι η πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία που αμερικανικοί ενεργειακοί κολοσσοί ετοιμάζονται να πραγματοποιήσουν γεωτρήσεις μέσα σε περιοχές που η Τουρκία θεωρούσε “νεκρά σημεία” ή ζώνες αμφισβήτησης. Η επιλογή αυτή δεν είναι τυχαία. Είναι συνειδητή, υπογεγραμμένη με δισεκατομμύρια δολάρια και επιβεβαιωμένη από τον τρόπο με τον οποίο η Ουάσιγκτον αντιμετωπίζει το διεθνές δίκαιο της θάλασσας σε σχέση με την Ελλάδα και την Τουρκία.
Από άποψη διεθνούς νομιμότητας, οι αμερικανικές εταιρείες λειτουργούν αποκλειστικά εντός περιοχών που η Ευρωπαϊκή Ένωση, τα Ηνωμένα Έθνη και η συντριπτική πλειονότητα των κρατών αναγνωρίζουν ως ελληνική υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Το τουρκολιβυκό μνημόνιο του 2019, το οποίο χαράζει μια τεχνητή γραμμή που “εξαφανίζει” την Κρήτη και μετατρέπει το Αιγαίο σε αμφισβητούμενη περιοχή, θεωρείται παράνομο, αυθαίρετο και αντιβαίνει στις αρχές της UNCLOS. Αντί να εμπλακούν σε νομικές διαμάχες που θα διαρκούσαν χρόνια, οι ΗΠΑ αποφάσισαν να μιλήσουν με τον μοναδικό τρόπο που έχει πραγματικό βάρος στις διεθνείς σχέσεις: με επενδύσεις. Όπου επενδύει ο αμερικανικός ενεργειακός τομέας, η Ουάσιγκτον θεωρεί την περιοχή σταθερή, βιώσιμη και σύμφωνη με τους κανόνες της διεθνούς τάξης.
Στα γεωλογικά στοιχεία, η εικόνα είναι ακόμη πιο εντυπωσιακή. Τα υπερ-βαθιά οικόπεδα νοτιοδυτικά και νότια της Κρήτης, στα οποία η Chevron αποτελεί πλέον τον κυρίαρχο παίκτη σε συνεργασία με ελληνικούς ομίλους, εκτιμάται ότι μπορεί να φιλοξενούν αποθέματα της τάξης των 600 έως 700 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων φυσικού αερίου. Σε περίπτωση επιβεβαίωσης, θα μιλάμε για ανακάλυψη αντίστοιχη του αιγυπτιακού κοιτάσματος Zohr — η οποία μετέβαλε την Αίγυπτο σε περιφερειακό εξαγωγέα μέσα σε λίγα χρόνια.
Στο Ιόνιο, η ExxonMobil ηγείται πλέον των εργασιών στο Block 2, με πιθανότητα εμπορικής ανακάλυψης 15–18% και εκτιμώμενο δυναμικό περίπου 200 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων. Οι αριθμοί αυτοί, αν και αφορούν μελλοντικές γεωτρήσεις, αρκούν για να προσελκύσουν τις ματιές της Ουάσιγκτον προς την Ελλάδα. Η ενέργεια, άλλωστε, δεν λειτουργεί σε κενό αέρος. Επηρεάζεται από την πολιτική σταθερότητα, τις συμμαχίες, τη διεθνή νομιμότητα και την στρατηγική τοποθεσία.
Και σε αυτά, η Ελλάδα υπερτερεί πλέον κατά πολύ της Τουρκίας.
Η Τουρκία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια δομική ενεργειακή αδυναμία. Το 2024 η χώρα κατανάλωσε 53 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου αλλά παρήγαγε μόλις 2.1 δισ. — δηλαδή εισήγαγε το 96% της κατανάλωσής της. Το 42% προέρχεται από τη Ρωσία, το 22% από το Αζερμπαϊτζάν και το 14% από το Ιράν. Αυτό σημαίνει ότι σχεδόν το 80% του τουρκικού φυσικού αερίου προέρχεται από χώρες που συγκρούονται με τις Ηνωμένες Πολιτείες σε άλλα μέτωπα. Είναι μια εξάρτηση ασύμβατη με το δόγμα ενεργειακής ασφάλειας της Δύσης.
Η αντίφαση κορυφώνεται όταν η Τουρκία, ενώ αγοράζει ρωσικούς πυραύλους S-400 και αποπέμπεται από το πρόγραμμα των F-35 λόγω αμερικανικών κυρώσεων, προσπαθεί ταυτόχρονα να παρουσιαστεί ως αξιόπιστος σύμμαχος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Για την Ουάσιγκτον, αυτή η διπλή γλώσσα δεν αποτελεί πια ανεκτή πολιτική. Έτσι, ενώ η Άγκυρα προσπαθεί επίμονα να επανέλθει σε προγράμματα αμερικανικών οπλικών συστημάτων, η Αθήνα εισέρχεται σε αυτά με ταχύτητα που δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας για το ποιος είναι ο προτιμώμενος εταίρος της Δύσης.
Η επιλογή της Ελλάδας δεν αφορά μόνο την ενέργεια. Αφορά την ασφάλεια των θαλάσσιων οδών, την προβλεψιμότητα ενός συμμάχου, τη σταθερότητα της δημοκρατίας και τη γεωγραφική θέση. Η Ελλάδα είναι το νοτιοανατολικό άκρο της Ευρώπης που παραμένει απόλυτα ευθυγραμμισμένο με τις αξίες της Δύσης. Η Τουρκία όχι.
Η στρατιωτική συνεργασία Ελλάδας–ΗΠΑ έχει φθάσει στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων δεκαετιών. Οι αναθεωρήσεις της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας το 2019 και το 2021 έδωσαν στην Ουάσιγκτον πρόσβαση σε ελληνικές βάσεις που καλύπτουν ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο. Η Σούδα λειτουργεί ως κεντρικός κόμβος για τα αμερικανικά πλοία και μαχητικά. Η Λάρισα και το Στεφανοβίκειο φιλοξενούν σταθερά αμερικανικά αεροσκάφη και ελικόπτερα. Και η Αλεξανδρούπολη —ίσως το πιο στρατηγικό σημείο της νέας γεωπολιτικής πραγματικότητας— έχει μετατραπεί σε πύλη διέλευσης δυνάμεων του ΝΑΤΟ προς τα Βαλκάνια και τη Μαύρη Θάλασσα, παρακάμπτοντας εντελώς τα τουρκικά στενά.
Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: οι ΗΠΑ δεν θέλουν να εξαρτώνται από την Τουρκία. Το ενεργειακό αυτό pivot προς την Ελλάδα στηρίζεται σε στρατιωτικά θεμέλια. Τα ίδια πλοία που προστατεύουν τις αμερικανικές γεωτρήσεις νοτίως της Κρήτης βρίσκονται πλέον σε ελληνικά λιμάνια, υπό ελληνική στρατιωτική ενοικίαση και υποστήριξη.
Στην εξίσωση αυτή, ο ελληνικός εμπορικός στόλος παίζει ακόμη πιο καίριο ρόλο απ’ ό,τι συνήθως αναγνωρίζεται. Οι Έλληνες εφοπλιστές ελέγχουν περίπου το ένα τέταρτο του παγκόσμιου στόλου LNG carriers. Αυτό σημαίνει ότι η Αμερική, για να μεταφέρει το δικό της φυσικό αέριο στην Ευρώπη, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από ελληνικά συμφέροντα. Το 2024, τα περισσότερα φορτία αμερικανικού LNG που έφτασαν στην Ευρώπη μεταφέρθηκαν με ελληνικών συμφερόντων πλοία. Και καθώς η αμερικανική παραγωγή αυξάνεται, αυτή η εξάρτηση ενισχύεται.
Το παράδοξο είναι εμφανές: την ώρα που η Τουρκία προσπαθεί να διαφημιστεί ως ενεργειακός κόμβος, η πραγματικότητα είναι ότι η ροή αμερικανικής ενέργειας προς την Ευρώπη ελέγχεται από την Ελλάδα — μέσω των πλοίων της, των λιμανιών της και των υποδομών της. Η ενεργειακή αρχιτεκτονική της επόμενης δεκαετίας δεν δείχνει προς την Άγκυρα αλλά προς την Αθήνα.
Αυτή η πραγματικότητα αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία αν αναλογιστεί κανείς την περιφερειακή γεωπολιτική αναδιάταξη. Η ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία του 2021, σε συνδυασμό με τις αμερικανικές βάσεις, δημιουργεί ένα δίχτυ προστασίας που καμία άλλη χώρα της περιοχής δεν διαθέτει. Η Ελλάδα δεν είναι απλώς σύμμαχος. Είναι πυλώνας σταθερότητας. Είναι το σταθερό σημείο σε έναν ταραγμένο χάρτη που περιλαμβάνει μια Τουρκία σε γεωπολιτική μετάβαση, μια Λιβύη σε αποσύνθεση και μια Μέση Ανατολή σε μόνιμη αναστάτωση.
Η Τουρκία, αντιθέτως, βρίσκεται πιο απομονωμένη από κάθε άλλη στιγμή των τελευταίων δεκαετιών. Η αγορά των S-400 της κόστισε την εμπιστοσύνη του ΝΑΤΟ. Η Ουάσιγκτον την απομάκρυνε από το πρόγραμμα των F-35. Οι σχέσεις με τη Μόσχα καθιστούν την Άγκυρα έναν ιδιότυπο “ενδιάμεσο” παίκτη, που όμως δεν είναι απαραίτητος στην αμερικανική στρατηγική. Η ΕΕ απορρίπτει τη νομιμότητα των θαλάσσιων διεκδικήσεών της. Και το ενεργειακό της έλλειμμα την καθιστά ευάλωτη σε πιέσεις.
Στο νέο αυτό πλαίσιο, η επιλογή της Αμερικής είναι σαφής, μετρημένη και τεκμηριωμένη: η Ελλάδα. Γιατί συνδυάζει αυτό που η Ουάσιγκτον χρειάζεται περισσότερο: σταθερότητα, διεθνή νομιμότητα, στραγή επικαιρότητα, ισχυρούς θεσμούς, πρόσβαση σε στρατηγικά λιμάνια και έναν παγκόσμιο στόλο που μεταφέρει την ίδια την αμερικανική ενεργειακή ισχύ.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν άλλαξαν ξαφνικά προτιμήσεις. Άλλαξε η γεωπολιτική πραγματικότητα. Η Τουρκία απομακρύνθηκε από τη Δύση. Η Ελλάδα, αντίθετα, εδραίωσε την παρουσία της σε όλα τα επίπεδα: στρατιωτικό, ενεργειακό, διπλωματικό και ναυτιλιακό.
Στην Ανατολική Μεσόγειο του 2025, η αμερικανική επιλογή έχει ήδη γίνει. Και το μήνυμα που εκπέμπουν οι εταιρείες, οι βάσεις, οι γεωτρήσεις και οι θαλάσσιες διαδρομές είναι ένα και μοναδικό: η ασφάλεια, η ενέργεια και η σταθερότητα γράφονται πλέον με ελληνικά γράμματα.

