Ισχυρή ανατροπή σημειώθηκε σήμερα στις διεθνείς αγορές πετρελαίου, προκαλώντας σημαντικές ζημίες σε επενδυτές που είχαν στοιχηματίσει στην άνοδο της τιμής του «μαύρου χρυσού». Τα ενθαρρυντικά δημοσιεύματα του Σαββατοκύριακου από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, σε συνδυασμό με αισιόδοξες προβλέψεις μεγάλων τραπεζικών οίκων για τιμές που θα ξεπερνούσαν τα 100 ή και τα 140 δολάρια το βαρέλι, ώθησαν πολλούς να επενδύσουν σε μία φαινομενικά «σίγουρη» άνοδο.
Η εβδομάδα ξεκίνησε με άνοδο του brent στα 80,3 δολάρια το βαρέλι το πρωί της Δευτέρας 23 Ιουνίου. Παράλληλα, μετοχές ενεργειακών κολοσσών όπως η ExxonMobil, η Chevron και η ConocoPhillips σημείωσαν άνοδο. Ωστόσο, η πορεία αυτή αντιστράφηκε πλήρως καθώς πλησίαζε το άνοιγμα της Wall Street. Το πετρέλαιο άρχισε να υποχωρεί σταδιακά, φτάνοντας το επίπεδο των 76 δολαρίων – τιμή κλεισίματος της προηγούμενης Παρασκευής – και στη συνέχεια κατρακύλησε μέχρι τα 71,6 δολάρια, σημειώνοντας ημερήσια πτώση άνω του 11%.
Η εξέλιξη αυτή αιφνιδίασε αναλυτές και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που προεξοφλούσαν σημαντική άνοδο, κυρίως λόγω της κλιμάκωσης των συγκρούσεων μεταξύ Ισραήλ και Ιράν και της απειλής για αποκλεισμό των Στενών του Ορμούζ. Παρά τις επιθέσεις του Ιράν σε αμερικανικές βάσεις στην περιοχή και την ένταση των πολεμικών συγκρούσεων, η τιμή του πετρελαίου συνέχισε την πτωτική της πορεία, σε αντίθεση με τη συνήθη συμπεριφορά της αγοράς σε περιόδους κρίσεων στον Περσικό Κόλπο.
Ειδικοί εκτιμούν ότι η αντίδραση της αγοράς οφείλεται σε σειρά παραγόντων. Τις τελευταίες δέκα ημέρες, πριν την κλιμάκωση της σύγκρουσης, τα θεμελιώδη δεδομένα προσφοράς και ζήτησης τοποθετούσαν την τιμή του βαρελιού στα 65 δολάρια ή και χαμηλότερα. Ο αρχικός πανικός γύρω από την πιθανότητα γενικευμένου πολέμου είχε οδηγήσει σε απότομη αύξηση των λεγόμενων «ασφαλίστρων πολέμου» (war premiums), που προσέθεσαν περίπου 13 δολάρια στην τιμή, οδηγώντας το βαρέλι από τα 64 στα 77 δολάρια.
Η σταθερότητα, ωστόσο, στην παραγωγή του Ιράν και η απουσία πλήγματος σε κρίσιμες πετρελαϊκές εγκαταστάσεις δεν ενίσχυσαν τις εκτιμήσεις για παρατεταμένη άνοδο. Εξάλλου, παρά τις ρητορικές απειλές περί κλεισίματος των Στενών του Ορμούζ, η αγορά παρέμεινε δύσπιστη, δεδομένου ότι από το συγκεκριμένο πέρασμα εξάγεται το 95% του ιρανικού πετρελαίου, με κύριο αποδέκτη την Κίνα.
Η διατήρηση υψηλής παραγωγής από τον ΟΠΕΚ, και ιδιαίτερα από τη Σαουδική Αραβία μέσω της Aramco με ρυθμούς 10,1 εκατομμυρίων βαρελιών ημερησίως, λειτούργησε επίσης ως σταθεροποιητικός παράγοντας. Επιπρόσθετα, τα αποθέματα στρατηγικού πετρελαίου των ΗΠΑ παραμένουν σε υψηλά επίπεδα από την περίοδο της διακυβέρνησης Τραμπ, μειώνοντας τις ανησυχίες για άμεσες ελλείψεις. Παράλληλα, οι παγκόσμιες προβλέψεις για επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας εντείνουν τη μείωση της ζήτησης, πιέζοντας περαιτέρω τις τιμές.
Παρόμοια περιστατικά έχουν καταγραφεί και στο παρελθόν. Στον πόλεμο Ιράν-Ιράκ (1980-1988), ενώ η ένταση παρέμενε υψηλή, οι τιμές υποχώρησαν δραματικά το 1986 λόγω υπερπαραγωγής. Κατά τον Πόλεμο του Κόλπου (1990-1991), οι τιμές εκτοξεύθηκαν αρχικά στα 40 δολάρια αλλά διορθώθηκαν απότομα όταν η Σαουδική Αραβία κάλυψε το έλλειμμα. Αντίστοιχα, στον πόλεμο του Ιράκ το 2003 και στις επιθέσεις στην Aramco το 2019, οι αγορές αντέδρασαν αρχικά με άνοδο, αλλά οι τιμές επέστρεψαν σε προτέρα επίπεδα καθώς δεν διαταράχθηκε ουσιαστικά η προσφορά.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, η τρέχουσα πτώση αντανακλά μια παρόμοια δυναμική. Οι αγορές συχνά υπεραντιδρούν σε γεγονότα, εκτιμώντας αρχικά τον κίνδυνο σε υπερβολικό βαθμό, και στη συνέχεια διορθώνουν απότομα όταν δεν επιβεβαιώνεται σημαντική διαταραχή στην πραγματική οικονομία.
Το επόμενο διάστημα θα κριθεί από ενδεχόμενες επιχειρησιακές εξελίξεις που θα μπορούσαν να πλήξουν ουσιαστικά την παραγωγή ή την εφοδιαστική αλυσίδα του πετρελαίου. Σε μια τέτοια περίπτωση, και μόνο τότε, είναι πιθανό να υπάρξει εκ νέου άνοδος στις τιμές.
Τέλος, η αυξανόμενη στροφή προς την πυρηνική ενέργεια, τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και σε χώρες της Ασίας, συμβάλλει σε ένα νέο ενεργειακό ισοζύγιο που ενδέχεται να περιορίσει την επιρροή των γεωπολιτικών κρίσεων στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου. Κάτι που με τρία χρόνια καθυστέρηση, το κατάλαβε πρόσφατα μέχρι και ο μεγάλος πολέμιος της πυρηνικής ενέργειας, Κυριάκος Μητσοτάκης…