Ένα εκρηκτικό μείγμα αγανάκτησης, οικονομικής πίεσης και διοικητικής παράλυσης απλώνεται στον θεσσαλικό κάμπο, καθώς οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι βλέπουν τον χειμώνα να πλησιάζει χωρίς πόρους, χωρίς κατεύθυνση και –το κυριότερο– χωρίς ελπίδα. Τα προβλήματα στον αγροτικό τομέα διογκώνονται με γεωμετρική πρόοδο, ενώ η κυβέρνηση, παρά τις αλλεπάλληλες εκκλήσεις, παραμένει ουσιαστικά απούσα.
Η κατάσταση με τις πληρωμές της ενιαίας ενίσχυσης μέσω του ΟΠΕΚΕΠΕ περιγράφεται από τους ανθρώπους του κλάδου ως «μπάχαλο», με την καθυστέρηση στην καταβολή της προκαταβολής να τινάζει στον αέρα κάθε προγραμματισμό.
Η επιτήρηση του Οργανισμού έχει προκαλέσει διοικητική εμπλοκή, ενώ η προκαταβολή που άλλοτε καταβαλλόταν τέτοια εποχή και επέτρεπε την κάλυψη των πρώτων βασικών αναγκών για τις χειμερινές σπορές, παραμένει στα χαρτιά. Το αποτέλεσμα είναι εκατοντάδες αγροτικά νοικοκυριά να βρίσκονται σε οικονομικό αδιέξοδο, την ώρα που οι τιμές πώλησης βασικών αγροτικών προϊόντων, όπως το βαμβάκι και το σιτάρι, κυμαίνονται σε ιστορικά χαμηλά, υπονομεύοντας κάθε προοπτική βιωσιμότητας.
Αγρότες περιγράφουν με δραματικούς τόνους την κατάσταση: οργώματα και ετοιμασίες για τα χωράφια, ενεργοβόρες και κοστοβόρες διαδικασίες, ακινητοποιούνται λόγω αδυναμίας αγοράς πετρελαίου, σπόρων και λιπασμάτων. Η ανασφάλεια για το μέλλον των βασικών καλλιεργειών είναι διάχυτη, ενώ οι επιδοτήσεις –όταν και αν φτάσουν– χαρακτηρίζονται στα όρια του συμβολικού, καθώς καλύπτουν μόνο στοιχειώδεις βιοποριστικές ανάγκες και σε καμία περίπτωση το κόστος παραγωγής. Όπως τονίζουν έμπειροι παραγωγοί, «ο συνδυασμός χαμηλού εισοδήματος και αυξημένων εξόδων καταδικάζει τον κλάδο σε μαρασμό».
Ακόμη πιο ζοφερή είναι η εικόνα στην κτηνοτροφία. Η εξάπλωση της ευλογιάς, παρά τα μέτρα ελέγχου, συνεχίζει να καταστρέφει ζωικό κεφάλαιο, δημιουργώντας κλίμα πλήρους απογοήτευσης και εγκατάλειψης. Οι αποζημιώσεις, όπως επισημαίνουν οι κτηνοτρόφοι, είναι όχι μόνο ανεπαρκείς, αλλά και προσβλητικές, καθώς για κάθε ζώο που χάνεται –με κόστος αντικατάστασης που φτάνει τα 400 με 500 ευρώ– η προβλεπόμενη αποζημίωση μετά βίας αγγίζει τα 170 ευρώ.
Πολλοί εγκαταλείπουν οριστικά το επάγγελμα, χωρίς διάθεση αναπλήρωσης του ζωικού κεφαλαίου, δηλώνοντας ότι δεν μπορούν να συνεχίσουν να συντηρούν τις οικογένειές τους χωρίς ουσιαστική στήριξη από την πολιτεία. Αίτημα για επίδομα ανεργίας έχει μείνει αναπάντητο, εντείνοντας το αίσθημα εγκατάλειψης.
Η οργή στον αγροτικό κόσμο πλέον δεν εκφράζεται μόνο με λόγια αλλά μετατρέπεται σε πράξεις. Ήδη γίνονται εμφανείς οι πρώτες προειδοποιητικές ενέργειες αντίδρασης: σε πλήθος τοπικών εκδηλώσεων οι κυβερνητικοί βουλευτές έχουν κηρυχθεί ανεπιθύμητοι, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τη γιορτή αμυγδάλου στο Συκούριο και τη γιορτή ακτινιδίου στον Πυργετό, όπου οι αγροτικοί σύλλογοι προχώρησαν σε αποκλεισμούς των κυβερνητικών εκπροσώπων.
Το επόμενο βήμα προδιαγράφεται πιο δυναμικό και πιο εκτεταμένο. Με ορίζοντα τον Νοέμβριο, η Πανελλαδική Επιτροπή των Μπλόκων συγκαλεί συνεδρίαση με στόχο τον συντονισμό των κινητοποιήσεων. Σύμφωνα με τις μέχρι στιγμής πληροφορίες, αναμένονται μπλόκα σε κεντρικούς οδικούς άξονες πριν από τα Χριστούγεννα – γεγονός πρωτοφανές, καθώς κατά παράδοση οι μεγάλες κινητοποιήσεις του αγροτικού κόσμου ξεκινούσαν με το νέο έτος.
Η Θεσσαλία ετοιμάζεται να βγει μπροστά με επίκεντρο τον Ε65 στο Δέλτα Καρδίτσας ή εναλλακτικά με δύο μέτωπα, περιλαμβανομένου του κόμβου Πλατυκάμπου στη Λάρισα, ενώ αναμένονται συμμετοχές και από άλλες περιοχές της χώρας, όπως η Δυτική Μακεδονία, η Φθιώτιδα, η Πελοπόννησος και ο Έβρος.
Η συνεδρίαση της Γραμματείας της Επιτροπής προγραμματίζεται για την Παρασκευή στο Εργατικό Κέντρο Λάρισας, με βασικό στόχο τον καθορισμό του χρονοδιαγράμματος και του τρόπου κινητοποίησης. Οι εκπρόσωποι των αγροτικών οργανώσεων τονίζουν ότι η κατάσταση έχει φτάσει σε οριακό σημείο και επισημαίνουν πως η πίεση προς την κυβέρνηση είναι μονόδρομος, καθώς μόνο υπό το βάρος κινητοποιήσεων έχει δείξει πρόθεση έστω και για υποτυπώδεις παρεμβάσεις.
Οι προειδοποιήσεις για θερμό χειμώνα είναι πλέον πραγματικότητα. Η ψυχραιμία του αγροτικού κόσμου εξαντλείται, και το μόνο που απομένει να φανεί είναι αν η κυβέρνηση θα επιχειρήσει να προλάβει την κοινωνική έκρηξη ή θα επιμείνει στην αδράνεια, με το πολιτικό κόστος να βαραίνει όσο ποτέ.

