Έξι χρόνια Μητσοτάκης. Έξι χρόνια που το κράτος μετατράπηκε από θεσμικός μηχανισμός σε εκλογικό γραφείο. Από εργαλείο κοινωνικής συνοχής σε μηχανή ανακύκλωσης ψήφων. Και από δημόσιος φορέας, σε ιδιωτική επιχείρηση της Νέας Δημοκρατίας. Δεν πρόκειται για άποψη – είναι η πραγματικότητα που επιβεβαιώνεται πια καθημερινά.
Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν είναι παρά η κορυφή ενός τεράστιου παγόβουνου διαφθοράς που ξεκινά από το Μαξίμου και απλώνεται σε όλη την κρατική μηχανή. Η υπόθεση δεν έχει μόνο παράνομες επιδοτήσεις και πλαστά κοπάδια. Έχει ηχητικά ντοκουμέντα, πολιτική κάλυψη, οργανωμένο κομματικό δίκτυο, φωτογραφικά ντοκουμέντα και πρόσωπα με ονοματεπώνυμα. Και στο κέντρο του όλου κυκλώματος, ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Που πίνει, γλεντά, αγκαλιάζει και ποζάρει με τους πρωταγωνιστές του σκανδάλου.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είναι ανίδεος. Είναι παρών και συνένοχος. Ούτε ένας πρωθυπουργός δεν εμφανίζεται δημοσίως σε φωτογραφίες και βίντεο με τους βασικούς κομματάρχες που εμπλέκονται σε ανοιχτές υποθέσεις χρηματισμού και παρασκηνιακών παρεμβάσεων χωρίς να ξέρει. Αν ήξερε, είναι συνένοχος. Αν δεν ήξερε, είναι επικίνδυνα αφελής. Και στις δύο περιπτώσεις, είναι ακατάλληλος.
Όταν ο «Φραπές» μιλά με το όνομά του στις κασέτες, όταν αναφέρεται σε υπουργούς που «ξεκωλώνουν την Ευρωπαία εισαγγελέα» για να κουκουλώσουν την έρευνα, όταν ο ίδιος χαριεντίζεται σε ταβέρνες με αυτούς που σήμερα προσπαθεί να αποκηρύξει, τότε το παιχνίδι δεν έχει χώρο για δικαιολογίες. Δεν ήταν ένα «μεμονωμένο περιστατικό». Ήταν σύστημα.
Το δίκτυο δεν ξεκινά ούτε τελειώνει στην Κρήτη. Δεν σταματά στον ΟΠΕΚΕΠΕ. Είναι το ίδιο που μοίραζε λίστες Πέτσα και διαφημίσεις σε ΜΜΕ. Το ίδιο που έκανε τις υποκλοπές προσωπική υπόθεση του πρωθυπουργικού γραφείου. Το ίδιο που διατηρούσε δεκάδες χιλιάδες μετακλητούς και συγγενείς στο Δημόσιο. Το ίδιο που έθαψε την τραγωδία των Τεμπών κάτω από επικοινωνιακή σκόνη και εξαφάνισε κάθε ευθύνη.
Ο Μητσοτάκης έχει εγκαθιδρύσει ένα μοντέλο διακυβέρνησης που δεν διαφέρει σε τίποτα από ένα οργανωμένο καθεστώς εξουσίας με όλα τα χαρακτηριστικά του: κεντρικό έλεγχο της πληροφορίας, δικτύωση με πρόθυμους δημοσιογράφους, ασυλία για τους φίλους και ποινική αναλγησία για τους αντιφρονούντες. Όποιος δεν υπηρετεί το αφήγημα, αγνοείται. Όποιος το αμφισβητεί, στοχοποιείται. Όποιος το αποκαλύπτει, διώκεται.
Η υπόθεση ΟΠΕΚΕΠΕ είναι μόνο η αρχή. Η αποκάλυψη για τις μαϊμού επιδοτήσεις, τις φωτογραφικές εγκρίσεις, τους κομματικούς συνεταιρισμούς-φαντάσματα και τους «δικούς μας» με τις δεκάδες χιλιάδες κεφάλια ζώων, δείχνει ξεκάθαρα ότι το κράτος δεν λειτουργεί υπέρ του δημοσίου συμφέροντος. Λειτουργεί για την εξασφάλιση κομματικών πελατών. Δεν πρόκειται για αμέλεια – είναι σχέδιο.
Η διαχείριση του σκανδάλου είναι ακόμα πιο αποκαλυπτική. Ο πρωθυπουργός δεν παραιτήθηκε, δεν απολογήθηκε, δεν ανέλαβε καμία ευθύνη. Το μόνο που έκανε ήταν να ψελλίσει ότι «αποτύχαμε» και να μεταθέσει τις ευθύνες σε «διαχρονικές παθογένειες». Λες και δεν κυβέρνησε έξι χρόνια. Λες και το κόμμα του δεν ήταν σε κάθε κρίσιμο πόστο την τελευταία δεκαετία. Λες και δεν ήταν εκείνος που έστησε το “επιτελικό κράτος” – το ίδιο που τώρα κατηγορεί για… ρουσφέτια.
Την ώρα που μιλούσε για «κάθαρση», οι υπουργοί του φωτογραφίζονταν δίπλα σε κομματάρχες με ενεργό εμπλοκή στο σκάνδαλο. Και το ακόμα πιο θλιβερό; Κανένα από τα μεγάλα ΜΜΕ δεν τον πίεσε. Κανείς δεν τον διέκοψε. Κανείς δεν του ζήτησε να απαντήσει για τη φωτογραφία του με τον Ξυλούρη ή για το βίντεο με τον Αυγενάκη και τον «Χασάπη».
Αυτό δεν είναι δημοκρατία. Είναι καθεστώς ανοχής στη διαφθορά, με θεσμικά άλλοθι και δημοσιογραφικά δεκανίκια. Ένα σύστημα που φτιάχτηκε για να αυτοπροστατεύεται και να αυτοαναπαράγεται. Ένα καθεστώς στο οποίο οι ίδιοι πρωταγωνιστές εναλλάσσονται σε ρόλους: σήμερα είναι κομματάρχες, αύριο σύμβουλοι, μεθαύριο βουλευτές.
Το ερώτημα δεν είναι αν γνώριζε. Το ερώτημα είναι πόσο πολύ ήλεγχε αυτό που τώρα κάνει πως τον εξέπληξε. Και κυρίως: τι άλλο δεν έχει βγει ακόμα στο φως; Πόσα ακόμα ΟΠΕΚΕΠΕ υπάρχουν εκεί έξω, πόσα ακόμα μαγειρεμένα χαρτιά, πόσες ακόμα μαριονέτες με κομματικά παρατσούκλια που κινούνται στην αφάνεια, λειτουργώντας ως εντολοδόχοι ενός συστήματος που δεν ενδιαφέρεται για τον πολίτη, παρά μόνο για την εξουσία;
Η απάντηση δυστυχώς είναι μία: πάρα πολλά.
Κι όσο ο Μητσοτάκης παραμένει στην εξουσία, αυτό το σύστημα δεν θα πέφτει. Θα γιγαντώνεται.
Όχι επειδή είναι πανίσχυρο. Αλλά επειδή κανείς δεν το σταματά.
…και πάει για τον 7ο χρόνο…
Επτά χρόνια Μητσοτάκης. Όσα και η χούντα. Ούτε μέρα παραπάνω, ούτε λιγότερο. Ο αριθμός από μόνος του λέει πολλά. Αλλά ακόμα περισσότερα λέει το τι ζήσαμε σε αυτά τα χρόνια. Μια διακυβέρνηση που ξεκίνησε με σημαίες «αριστείας», «επενδύσεων» και «τεχνοκρατισμού», και εξελίχθηκε σε αυτό που ακριβώς ήθελε να αποφύγει: σε καρικατούρα αυταρχισμού, διαφθοράς και καθεστωτισμού. Με δημοκρατικό περιτύλιγμα, αλλά με εσωτερικό διάκοσμο που θυμίζει παλιά καθεστώτα.
Στην πράξη, αυτό που οικοδομήθηκε ήταν ένα καθεστώς κρατικοδίαιτης ασυδοσίας. Όχι επιχειρηματικότητα, αλλά επιδοτούμενο κόλλημα στο κράτος. Όχι ανταγωνισμός, αλλά «δουλίτσες» για κολλητούς. Όχι αξιολόγηση, αλλά μετακλητοί κατά χιλιάδες. Όχι διαφάνεια, αλλά αναθέσεις με fast track και φίμωση. Μεγάλα λόγια για μεταρρυθμίσεις – μικρές πράξεις για προσωπικά συμφέροντα.
Το κράτος έγινε μαγαζί. Και το μαγαζί είχε πελάτες, συγγενείς, φίλους, χορηγούς και… αδέλφια. Όποιος ήταν μέσα στον κύκλο, έτρωγε. Όποιος ήταν απ’ έξω, πλήρωνε. Και ο λογαριασμός πάντα στους πολλούς.
Ο πρωθυπουργός που πούλησε «ιδιωτικό τομέα» μεγάλωσε το Δημόσιο όσο κανένας. Όχι για να δουλέψει καλύτερα, αλλά για να μοιράσει θέσεις. Όχι για να εξυπηρετήσει πολίτες, αλλά για να φτιάξει εκλογικούς στρατούς. Και όταν ακούστηκε το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων, δεν ίδρωσε αυτί. Ούτε όταν αποκαλύφθηκε ότι άκουγαν υπουργούς του, ούτε όταν πιάστηκε η ΕΥΠ να λειτουργεί σαν παραμάγαζο του Μαξίμου.
Το χειρότερο δεν είναι πως συνέβησαν όλα αυτά. Το χειρότερο είναι πως δεν άνοιξε μύτη. Όταν πέθαναν άνθρωποι στα Τέμπη, το πρόβλημα δεν ήταν η ασφάλεια, ήταν η επικοινωνία. Όταν ξέφυγαν κονδύλια με τις λίστες Πέτσα, το θέμα δεν ήταν η δωροδοκία, ήταν η «στήριξη στον Τύπο». Όταν έγινε ντου στον ΟΠΕΚΕΠΕ, με επιδοτήσεις για ελιές σε ξερονήσια και μπανανιές στον Όλυμπο, το θέμα δεν ήταν η απάτη – ήταν το «λάθος σύστημα». Όταν αποκαλύφθηκε το πάρτι, οι πρωταγωνιστές δεν ήταν άγνωστοι. Ήταν οι ίδιοι που φωτογραφίζονταν ως «άριστοι», που έβγαιναν στα πάνελ, που βολεύονταν στις λίστες.
Τα ΜΜΕ; Ό,τι χειρότερο είδαμε στη μεταπολίτευση. Όχι γιατί στηρίζουν – αλλά γιατί δεν ελέγχουν. Η τέταρτη εξουσία έγινε παπαγαλάκι του Μαξίμου. Κανείς δεν ρώτησε, κανείς δεν αμφισβήτησε, κανείς δεν είδε. Όταν μιλούσαν για τις υποκλοπές, γέλαγαν. Όταν πέθαιναν νέοι άνθρωποι σε κρατικές υποδομές, κατηγορούσαν την «ατομική ευθύνη». Όταν εμφανίστηκε το βάλτωμα στα ευρωπαϊκά κονδύλια, έπαιζαν ρεπορτάζ για τη μόδα.
Αυτό δεν είναι κυβέρνηση. Αυτό είναι σύστημα. Και το σύστημα αυτό δεν χτίστηκε τυχαία. Χτίστηκε με πειθαρχία, στρατηγική και διαφθορά. Όχι με σφαλιάρες και εξορίες, αλλά με bonus, επιταγές και κρατικές σφραγίδες. Ο Όργουελ, ο Χότζα, ο Μπρέζνιεφ και ο Φρανκ Άντεργουντ θα το ζήλευαν.
Το πιο τρομακτικό; Δεν φαίνεται φως. Δεν υπάρχει αντιπολίτευση που να τρομάζει το σύστημα, δεν υπάρχουν φωνές που να ρίχνουν τοίχους. Μόνο μερικά σκάνδαλα που παίζουν για λίγες μέρες και μετά χάνονται κάτω από success stories για επενδύσεις που δεν έγιναν ποτέ.
Όχι, δεν είναι σύμπτωση που φτάσαμε τα χρόνια της χούντας. Το πρόβλημα είναι ότι αυτή τη φορά δεν είχαμε ούτε πραξικόπημα.
Το καθεστώς ήρθε με εκλογές. Και έμεινε με σιωπή.