Μια εξαιρετικά ανησυχητική εικόνα για τη λειτουργία του ελληνικού δικαστικού συστήματος παρουσίασε ο εκπρόσωπος της Ελλάδας στην Επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης (CEPEJ), Κωνσταντίνος Κουσούλης, σε ημερίδα που διεξήχθη στο αμφιθέατρο του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Παρουσία του υπουργού Γιώργου Φλωρίδη, του υφυπουργού Ιωάννη Μπούγα, του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα, αλλά και πλήθους πολιτικών και θεσμικών παραγόντων, ο κ. Κουσούλης –διευθυντής του νομικού γραφείου της Προεδρίας της Δημοκρατίας και πρώην αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας– παρουσίασε αναλυτικά στοιχεία που αποτυπώνουν τις δομικές αδυναμίες του ελληνικού συστήματος απονομής δικαιοσύνης.
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα δεδομένα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το 2025, το επίπεδο εκλαμβανόμενης ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά χαμηλό. Μόλις το 38% των πολιτών θεωρεί πως η Δικαιοσύνη λειτουργεί ανεξάρτητα από εξωτερικές πιέσεις ή πολιτικές επιρροές, κατατάσσοντας την Ελλάδα στην 23η θέση μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε. Αντίστοιχα, το 49% των επιχειρήσεων εκφράζει εμπιστοσύνη στη δικαστική ανεξαρτησία, ποσοστό που κατατάσσει τη χώρα στην 16η θέση. Αυτά τα ποσοστά αντανακλούν τη σοβαρή κρίση αξιοπιστίας που αντιμετωπίζει ο θεσμός στα μάτια της κοινωνίας, με δυσμενείς συνέπειες τόσο για το κράτος δικαίου όσο και για την οικονομική δραστηριότητα.
Την ίδια στιγμή, η αποδοτικότητα του ελληνικού δικαστικού συστήματος παρουσιάζεται σταθερά χαμηλή. Η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο Συμβούλιο της Ευρώπης ως προς τον χρόνο διεκπεραίωσης των υποθέσεων, καταγράφοντας τεράστιες καθυστερήσεις σε όλες τις βαθμίδες και δικαιοδοσίες. Σύμφωνα με τα στοιχεία του πρώτου τριμήνου του 2025, εκκρεμούν 248.019 πολιτικές υποθέσεις στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ενώ ο συνολικός αριθμός εκκρεμών υποθέσεων στα πρωτοδικεία της χώρας φθάνει τις 413.279. Στο Εφετείο Αθηνών εκκρεμούν 14.175 υποθέσεις, ενώ το σύνολο των εφετείων της χώρας αντιμετωπίζει 28.641 εκκρεμότητες.
Οι χρόνοι απονομής της Δικαιοσύνης στην Ελλάδα υπερβαίνουν κατά πολύ τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Στα πολιτικά δικαστήρια, στον πρώτο βαθμό απαιτούνται 771 ημέρες για την έκδοση απόφασης, έναντι 247 ημερών στην Ε.Ε., ενώ στα εφετεία ο χρόνος φθάνει τις 673 ημέρες, με ευρωπαϊκό μέσο όρο 204. Στα ποινικά δικαστήρια, στον πρώτο βαθμό χρειάζονται 460 ημέρες (Ε.Ε.: 134), στα εφετεία 694 ημέρες (Ε.Ε.: 148), και στον Άρειο Πάγο 152 ημέρες (Ε.Ε.: 108). Στα διοικητικά δικαστήρια, στον πρώτο βαθμό απαιτούνται 439 ημέρες (Ε.Ε.: 322), στα εφετεία 703 (Ε.Ε.: 288), ενώ στο Συμβούλιο της Επικρατείας απαιτούνται 1.232 ημέρες, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι μόλις 220. Η χώρα κατατάσσεται προτελευταία στην Ε.Ε. ως προς την περαίωση αστικών και εμπορικών διαφορών, και τρίτη από το τέλος για τις διοικητικές διαφορές.
Η λειτουργική αυτή υστέρηση συνοδεύεται από δυσανάλογες και αναποτελεσματικές κατανομές ανθρώπινου δυναμικού. Η Ελλάδα διαθέτει 37,2 δικαστές ανά 100.000 κατοίκους, αριθμός πολύ υψηλότερος του ευρωπαϊκού μέσου όρου που είναι 21,9. Αντίστοιχα, ο αριθμός των δικηγόρων φθάνει τους 441,5 ανά 100.000 κατοίκους – υπερδιπλάσιος από τον μέσο όρο της Ε.Ε. που είναι 189. Παράλληλα, υπάρχει σοβαρή υστέρηση στους δικαστικούς υπαλλήλους, με μόλις 1,2 ανά 100.000 κατοίκους, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 4,12. Πρόκειται για μια έντονη δυσαναλογία που δημιουργεί συμφόρηση, καθυστερήσεις και επιβαρύνει τον ρυθμό λειτουργίας των δικαστηρίων.
Σε όλα αυτά προστίθεται η υστέρηση στη χρήση ψηφιακής τεχνολογίας. Η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία στην Ε.Ε. σε επίπεδο ψηφιοποίησης των υπηρεσιών της Δικαιοσύνης, γεγονός που καθυστερεί τις διαδικασίες και επιτείνει την αναποτελεσματικότητα, ιδιαίτερα σε περιόδους αυξημένης ανάγκης για ταχύτητα και προσβασιμότητα, όπως αυτή που διανύουμε.
Ο κ. Κουσούλης, λαμβάνοντας υπόψη τις συνταγματικές συζητήσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη, διατύπωσε πρόταση για εκ βάθρων αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου που διέπει τα Ανώτατα Δικαστικά Συμβούλια. Πρότεινε να μετατραπούν σε μόνιμα συλλογικά όργανα με επαρκή θητεία πέντε ή έξι ετών, αποκλειστική απασχόληση των μελών και συμμετοχή εκπροσώπων από όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας. Τα όργανα αυτά, όπως ανέφερε, θα πρέπει να είναι επιφορτισμένα με τον στρατηγικό σχεδιασμό της Δικαιοσύνης, τη θέσπιση ποιοτικών στόχων, την παρακολούθηση της επίδοσης των δικαστηρίων, την υπηρεσιακή αξιολόγηση των δικαστών, την εκπαίδευση νέων και εν ενεργεία λειτουργών, αλλά και με το πειθαρχικό έργο.
Η παρέμβαση του εθνικού εκπροσώπου της Ελλάδας στην CEPEJ ήρθε να επιβεβαιώσει με απόλυτη σαφήνεια ότι το ελληνικό σύστημα απονομής Δικαιοσύνης βρίσκεται σε οριακή κατάσταση λειτουργίας, παρά την υψηλή ποιότητα και το επιστημονικό επίπεδο των δικαστών και εισαγγελέων. Οι καθυστερήσεις, η χαμηλή εμπιστοσύνη, η θεσμική αναποτελεσματικότητα και η τεχνολογική υστέρηση έχουν διαμορφώσει ένα περιβάλλον κρίσης που επηρεάζει άμεσα την οικονομία, τις επενδύσεις, την κοινωνική συνοχή και τελικά την ίδια τη Δημοκρατία.
Το ελληνικό πολιτικό και θεσμικό σύστημα καλείται πλέον να προχωρήσει σε ουσιαστικές, τολμηρές και διαρθρωτικές αλλαγές, ώστε η Δικαιοσύνη να καταστεί πραγματικά ανεξάρτητη, αποδοτική, ταχύτατη και προσβάσιμη για όλους τους πολίτες. Χωρίς αυτή τη μεταρρυθμιστική τόλμη, η αναπαραγωγή του ίδιου αναποτελεσματικού μοντέλου απλώς θα διαιωνίσει μια βαθιά θεσμική παθογένεια, που εδώ και δεκαετίες υπονομεύει τη σχέση εμπιστοσύνης του κράτους με τον πολίτη.

