13 Νοεμβρίου, 2025
Dislike Πρωτοσέλιδα

Ετοιμάζει καλπονοθεία με το γάντι!

Η υπόθεση του εκλογικού νόμου, αν και επιφανειακά παρουσιάζεται ως «ανοιχτή συζήτηση», στην πραγματικότητα αποτελεί προμελετημένο σχέδιο με ξεκάθαρη πολιτική στόχευση: να διασωθεί το πρωθυπουργικό κύρος μέσω μιας θεσμικής ταχυδακτυλουργίας. Η κυβέρνηση επιχειρεί να προσαρμόσει τον κανόνα του παιχνιδιού στα δικά της μέτρα, ενόψει μιας επερχόμενης κάλπης που διαφαίνεται ολοένα και πιο απειλητική. Όχι γιατί έχει απέναντί της έναν ισχυρό αντίπαλο, αλλά γιατί η ίδια χάνει την επαφή με το εκλογικό της ακροατήριο. Και το χειρότερο: το ξέρει.

Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις καταγράφουν μία Νέα Δημοκρατία που κινείται πέριξ του κρίσιμου ορίου του 25%, δηλαδή ακριβώς στο σημείο όπου αρχίζει να ενεργοποιείται –κλιμακωτά– το μπόνους των 50 εδρών για το πρώτο κόμμα.

Δεν είναι απλώς ζήτημα αριθμητικής αλλά και ένα κρίσιμο πολιτικό στοίχημα: αν η κάλπη επιβεβαιώσει αυτή την τάση, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν θα είναι νικητής, αλλά αρχηγός κόμματος μειοψηφίας με 80 ή 90 έδρες – και πιθανώς με υποχρέωση να συμμετάσχει σε διερευνητικές διαπραγματεύσεις υπό τον κίνδυνο να απολέσει πλήρως την πρωτοβουλία των κινήσεων. Για έναν πρωθυπουργό που έχει μάθει να κυβερνά μονοκομματικά και συγκεντρωτικά, αυτό συνιστά εφιάλτη.

Το πρόβλημα της κυβέρνησης, λοιπόν, είναι ότι χάνει την πολιτική γη κάτω από τα πόδια της, κι όχι επειδή βρέθηκε απέναντι σε ένα πειστικό αντίπαλο σχέδιο. Την απειλεί το ίδιο της το αποτύπωμα στην κοινωνία: η φθορά από την ακρίβεια, η δυσαρέσκεια για τις παλινωδίες στα εθνικά θέματα, η αποστράτευση του κράτους από την περιφέρεια, η κούραση των μεσαίων στρωμάτων, η απογοήτευση των νέων, η έκρηξη της καθημερινής ανασφάλειας και η συσσωρευμένη δυσαρέσκεια απέναντι στη διαφθορά και την ατιμωρησία.

Σε αυτό το περιβάλλον, η αλλαγή του εκλογικού νόμου μετατρέπεται σε εργαλείο επιβίωσης. Με προτάσεις που συζητούνται έντονα στο παρασκήνιο, η κυβέρνηση εξετάζει δύο βασικά σενάρια:

  1. Την επαναφορά του «νόμου Παυλόπουλου», με σταθερό μπόνους 50 εδρών για το πρώτο κόμμα, ανεξαρτήτως ποσοστού.

  2. Μια παραλλαγή πιο «ευπαρουσίαστη» επικοινωνιακά, όπου το μπόνους απονέμεται βάσει της διαφοράς από το δεύτερο κόμμα, ώστε να διατηρηθεί το προπέτασμα δημοκρατικής νομιμοφάνειας και να μη φανεί ότι απλώς αντιγράφεται ένα παλιό, κομματικά φορτισμένο μοντέλο.

Το δεύτερο σενάριο είναι και το επικρατέστερο, ακριβώς επειδή μοιάζει πιο «κομψό» στα μάτια των ψηφοφόρων. Ειδικά εάν συνοδευτεί από το αφήγημα πως «η αντιπολίτευση δεν μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση» και πως «χωρίς εκλογικό μπόνους θα τιναχτεί η χώρα στον αέρα». Πρόκειται για τον κυνισμό στην πιο μεθοδευμένη του μορφή: η ίδια παράταξη που οικοδομεί το αφήγημα της σταθερότητας, απειλεί με θεσμικό εκτροχιασμό εάν δεν περάσει ο σχεδιασμός της.

Η ιστορική ειρωνεία είναι συντριπτική. Η κεντροδεξιά, που πάντοτε επαιρόταν για τον θεσμικό της σεβασμό, κινδυνεύει να γίνει η πρώτη κυβέρνηση στη μεταπολίτευση που θα επιχειρήσει αλλαγή εκλογικού νόμου λίγο πριν από τις εκλογές.

Ούτε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης το 1993, ούτε ο Κώστας Καραμανλής το 2009 δεν υπέκυψαν στον πειρασμό, ακόμη κι όταν είχαν κάθε συμφέρον να το πράξουν. Αντιθέτως, αποδέχθηκαν την ετυμηγορία της κοινωνίας, γνωρίζοντας ότι η πολιτική νομιμοποίηση χτίζεται με θεσμικό ήθος, όχι με εκλογικά «μαγειρεία».

Το σχέδιο Μητσοτάκη, όμως, δεν περιορίζεται στην τεχνική διάσωση μέσω αριθμών. Ενσωματώνει και ένα δεύτερο σκέλος: να κρατήσει ενωμένη τη δική του Κοινοβουλευτική Ομάδα, δίνοντας την ψευδαίσθηση ότι ακόμη μπορεί να πετύχει την αυτοδυναμία. Ο φόβος των βουλευτών να βρεθούν εκτός Βουλής σε ένα σύστημα χωρίς μπόνους θα λειτουργήσει ως ισχυρό κίνητρο πειθαρχίας.

Και όλα αυτά συμβαίνουν, χωρίς να υπάρχει στοιχειώδης αντίλογος από την πλευρά της αντιπολίτευσης. Γιατί εδώ εντοπίζεται η δεύτερη μεγάλη παθογένεια του συστήματος: η Ελλάδα κυβερνάται σχεδόν χωρίς αντιπολίτευση.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν κυριαρχεί επειδή πείθει, ούτε επειδή εκφράζει ένα συνεκτικό πολιτικό όραμα. Κυριαρχεί επειδή κανείς δεν τον αμφισβητεί με τρόπο σοβαρό, συνεπή και πολιτικά επικίνδυνο. Ουσιαστικά, η χώρα βιώνει μια μονοφωνική δημοκρατία, όπου η αντιπολίτευση είναι μια αποστειρωμένη απομίμηση της κυβέρνησης, όχι αντίπαλος της.

Ο Νίκος Ανδρουλάκης περισσότερο θυμίζει διοικητή υπηρεσίας παρά ηγέτη κινήματος. Το ΠΑΣΟΚ που επιχειρεί να επαναλανσάρει είναι άοσμο, άψυχο και άνευρο. Δεν έχει ιδεολογικό στίγμα, δεν έχει κοινωνική διείσδυση, δεν έχει πολιτική τόλμη. Ο λόγος του Ανδρουλάκη είναι τόσο τεχνοκρατικός, που θα μπορούσε να τον εκφωνήσει εξίσου άνετα και σε συνέδριο του ΟΟΣΑ. Είναι η προσωποποίηση της κεντρώας αφασίας: ούτε δεξιά, ούτε αριστερά, ούτε πάνω, ούτε κάτω – απλώς κάπου στη μέση, αρκεί να μη θίγονται συμφέροντα.

Στον ΣΥΡΙΖΑ, η μετα-Κασσελάκης εποχή ξεκίνησε σαν «σοβαρή προσπάθεια ανασύνταξης» και εξελίσσεται ήδη σε διοικητική εκκαθάριση. Ο Σωκράτης Φάμελλος, άνθρωπος χαμηλών τόνων και καλών προθέσεων, επιχειρεί να σώσει το ναυάγιο, αλλά το αποτέλεσμα είναι περισσότερο λογιστικό παρά πολιτικό. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει πια ψυχή. Δεν εμπνέει, δεν ενοχλεί, δεν εκπλήσσει. Μοιάζει με κόμμα που απλώς περιμένει τον λογιστή για το κλείσιμο.

Το ΚΚΕ, από την άλλη, ζει στον μαρξιστικό του κύκλο, εμμονικά προσκολλημένο σε αναλύσεις που γράφτηκαν πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όταν η κοινωνία παλεύει να επιβιώσει από τις τράπεζες, τους φόρους και την ενεργειακή εξαθλίωση, οι εκκλήσεις για «σοσιαλιστική επανάσταση» ηχούν σαν παράφωνο βιολί σε τελετή μνημόσυνου.

Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι μια πολιτική σκηνή χωρίς πραγματική σύγκρουση, χωρίς ιδεολογική διαπάλη, χωρίς αντίλογο. Η μοναδική προοπτική εναλλακτικής πολιτικής πρότασης –αν υπάρξει ποτέ– θα πρέπει να είναι πατριωτική, κοινωνικά γειωμένη, απαλλαγμένη από τα νεοταξικά στερεότυπα, με σαφή προτεραιότητα στο εθνικό συμφέρον και τη λαϊκή αξιοπρέπεια.

Μέχρι τότε, η Ελλάδα θα συνεχίσει να κυβερνάται από ένα κέντρο εξουσίας που αυτοπροβάλλεται ως μονόδρομος, ενώ η αντιπολίτευση θα παρακολουθεί σιωπηλά, περιμένοντας μάταια τη σειρά της.

Η χώρα ολισθαίνει –όχι προς την αυταρχία– αλλά προς μια συναινετική παρακμή, όπου όλα μοιάζουν «θεσμικά» και «κανονικά», αλλά τίποτα δεν είναι αυθεντικά δημοκρατικό. Και το μεγάλο ερώτημα παραμένει: πότε θα το καταλάβει ο λαός;