13 Νοεμβρίου, 2025
Dislike Περιβάλλον

Έρχεται «μπλακ άουτ» στη θέρμανση νερού στην Ελλάδα από ευρωπαϊκή οδηγία

- Παρά τις καλές προθέσεις και την ανάγκη προστασίας του περιβάλλοντος, η απόφαση της ΕΕ φαίνεται να πνίγεται σε αντιφάσεις

Από το 2027, εκατομμύρια νοικοκυριά στην Ευρώπη κινδυνεύουν να αντιμετωπίσουν σοβαρές δυσκολίες στη θέρμανση του νερού, καθώς οι νέοι περιβαλλοντικοί κανονισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναμένεται να απαγορεύσουν τη χρήση βασικών υλικών που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή θερμοσιφώνων και αντλιών θερμότητας. Συγκεκριμένα, η ΕΕ αποφάσισε να αφαιρέσει το χαφνίο και το ζιρκόνιο από τη λίστα των επιτρεπόμενων μετάλλων που έρχονται σε άμεση επαφή με το πόσιμο νερό, επικαλούμενη λόγους ποιότητας και ασφάλειας, παρότι μέχρι σήμερα δεν έχει αποδειχθεί επιστημονικά ότι τα εν λόγω μέταλλα επηρεάζουν αρνητικά την υγεία ή την καθαρότητα του νερού.

Τα δύο αυτά μέταλλα είναι κρίσιμα για τη σύγχρονη τεχνολογία θέρμανσης νερού, καθώς χρησιμοποιούνται ευρέως σε αντιδιαβρωτικά επιχρίσματα που προστατεύουν το εσωτερικό των θερμοσιφώνων και των αντλιών θερμότητας από φθορές και χημικές αντιδράσεις. Η παρουσία τους εξασφαλίζει την ανθεκτικότητα, την ασφάλεια και τη μακροχρόνια απόδοση αυτών των συσκευών. Με την απαγόρευση της χρήσης τους, περισσότερα από το 90% των θερμοσιφώνων που κυκλοφορούν σήμερα στην ευρωπαϊκή αγορά ενδέχεται να μην πληρούν τις νέες προδιαγραφές και να μην μπορούν πλέον να διατεθούν στους καταναλωτές.

Οι επιπτώσεις αυτής της απόφασης αναμένεται να είναι πολλαπλές και βαθιές. Εκτός από την πιθανή έλλειψη νέου εξοπλισμού, θα υπάρξουν σοβαρές επιδράσεις και στις τιμές, καθώς η αναγκαστική μετάβαση σε εναλλακτικά υλικά όπως ο χαλκός ή το ανοξείδωτο ατσάλι θα οδηγήσει σε κατακόρυφη αύξηση του κόστους παραγωγής, φτάνοντας έως και πέντε φορές πάνω από τα σημερινά επίπεδα. Αυτή η αύξηση θα μετακυλιστεί αναπόφευκτα στους τελικούς χρήστες, σε μια εποχή που τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά ήδη πλήττονται από τις αυξανόμενες τιμές ενέργειας και τον πληθωρισμό.

Οι επιπτώσεις όμως δεν σταματούν στην οικονομική επιβάρυνση των πολιτών. Η απαγόρευση ενδέχεται να πλήξει άμεσα και τον βασικό πυλώνα της ενεργειακής πολιτικής της ΕΕ, δηλαδή την προώθηση «πράσινων» τεχνολογιών, όπως οι αντλίες θερμότητας. Η απουσία εναλλακτικών υλικών με την ίδια απόδοση και ανθεκτικότητα ενδέχεται να προκαλέσει καθυστερήσεις στην υιοθέτηση αυτών των τεχνολογιών, επιβραδύνοντας την πορεία προς την ενεργειακή μετάβαση και τη μείωση των εκπομπών άνθρακα. Επιπλέον, η αυξημένη χρήση υλικών με ενεργοβόρα διαδικασία παραγωγής, όπως ο χαλκός και το ατσάλι, ίσως οδηγήσει σε μεγαλύτερο αποτύπωμα άνθρακα, έρχοντας σε αντίφαση με τους περιβαλλοντικούς στόχους που υποτίθεται πως υπηρετούν οι νέοι κανονισμοί.

Η αντίδραση από τη βιομηχανία υπήρξε έντονη. Εταιρείες και ενώσεις του κλάδου έχουν εκφράσει σοβαρές επιφυλάξεις, ζητώντας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να επανεξετάσει την απαγόρευση και να βασίσει τις αποφάσεις της σε τεκμηριωμένα επιστημονικά δεδομένα και όχι σε θεωρητικές εκτιμήσεις κινδύνου. Υποστηρίζουν ότι το χαφνίο και το ζιρκόνιο δεν επηρεάζουν την ποιότητα του νερού και χρησιμοποιούνται με ασφάλεια για δεκαετίες σε κρίσιμες βιομηχανικές εφαρμογές.

Παρά τις καλές προθέσεις και την ανάγκη προστασίας του περιβάλλοντος, η απόφαση της ΕΕ φαίνεται να πνίγεται σε αντιφάσεις, καθώς από τη μία στοχεύει σε υψηλότερα πρότυπα υγιεινής και ασφάλειας, από την άλλη όμως δημιουργεί κινδύνους για τη δημόσια πρόσβαση σε βασικές οικιακές λειτουργίες όπως η θέρμανση νερού. Αν η νομοθεσία εφαρμοστεί ως έχει, η Ευρώπη ίσως βρεθεί μπροστά σε μια κρίση καθημερινότητας, όπου εκατομμύρια πολίτες δεν θα μπορούν να αντικαταστήσουν ή να επισκευάσουν τα συστήματα θέρμανσης νερού, ενώ η αγορά θα έρθει αντιμέτωπη με ελλείψεις και αλματώδεις αυξήσεις τιμών.

Μακροπρόθεσμα, η αδυναμία διατήρησης και ανανέωσης των συσκευών αυτών μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ενεργειακή απόδοση των σπιτιών, αυξάνοντας το συνολικό κόστος θέρμανσης και υπονομεύοντας τις προσπάθειες της ΕΕ για μετάβαση σε πιο βιώσιμες μορφές ενέργειας. Σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία, καθίσταται αναγκαία μια πιο ισορροπημένη και ρεαλιστική προσέγγιση από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, που να λαμβάνει υπόψη όχι μόνο τους περιβαλλοντικούς στόχους αλλά και την τεχνολογική πραγματικότητα, τις ανάγκες της αγοράς και την καθημερινότητα των πολιτών.