14 Νοεμβρίου, 2025
Dislike Πολιτική

Επτά χρόνια κυβέρνησης Μητσοτάκη: Από τον «άριστο» της Χάρβαρντ στον «χειρότερο» της Μεταπολίτευσης;

Επτά χρόνια έχουν περάσει από την ημέρα που ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας, ύστερα από τη νίκη της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές του 2019. Η επικράτηση εκείνη στηρίχθηκε σε μια καθαρή πολιτική υπόσχεση: την αποκατάσταση της κανονικότητας μετά από την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, την εγκαθίδρυση ενός σύγχρονου, ευρωπαϊκού, επιτελικού κράτους, την προσέλκυση επενδύσεων και την αποκομματικοποίηση της δημόσιας διοίκησης. Πολλοί πολίτες προσέβλεψαν σε μια νέα εποχή σταθερότητας, αποτελεσματικότητας και θεσμικού εκσυγχρονισμού.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης παρουσιάστηκε ως πολιτικός με ισχυρό βιογραφικό, απόφοιτος του Χάρβαρντ, με εμπειρία στον ιδιωτικό τομέα και καθαρή φιλελεύθερη ατζέντα. Ο ίδιος, σε πολλαπλές δημόσιες τοποθετήσεις, επεσήμαινε ότι δεν στηρίχθηκε ποτέ στο όνομα της οικογένειάς του ή στην πολιτική του καταγωγή, αλλά κατέκτησε τη θέση του με σκληρή προσωπική προσπάθεια.

Ωστόσο, η εικόνα αυτή φθείρεται όλο και περισσότερο, με ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας να βλέπει στο πρόσωπό του όχι έναν ανανεωτή, αλλά έναν διαχειριστή πολιτικής φθοράς και συστημικής διαπλοκής. Στο οικογενειακό, φιλικό και επαγγελματικό περιβάλλον πολλών πολιτών, ο σημερινός πρωθυπουργός χαρακτηρίζεται πλέον ως «ο χειρότερος πρωθυπουργός της μεταπολίτευσης», ξεπερνώντας –όπως λέγεται με σκωπτικό τόνο– ακόμα και τον πατέρα του, Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Ο τελευταίος είχε επίσης δεχθεί έντονη κριτική για πολιτικές επιλογές που θεωρήθηκαν εκχωρήσεις εθνικής κυριαρχίας, όπως η πρόθεσή του να «αξιοποιήσει» βραχονησίδες, σχέδιο που τελικώς εγκαταλείφθηκε μετά την πτώση της κυβέρνησής του από τον Αντώνη Σαμαρά, τότε υπουργό Εξωτερικών του.

Παρά τις ομοιότητες, υπάρχει μια κρίσιμη διαφορά: η κυβέρνηση Μητσοτάκη αντέχει στον χρόνο. Με τις πλάτες των ΜΜΕ, τις λίστες κρατικής χρηματοδότησης και ένα επιτελείο επικοινωνιολόγων που διαχειρίζεται μεθοδικά την ατζέντα, η ΝΔ διατηρεί δημοσκοπικά προβάδισμα, παρά τα αλλεπάλληλα σκάνδαλα και τις αποκαλύψεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Η πραγματικότητα όμως στους χώρους εργασίας, στα δημόσια νοσοκομεία, στα σουπερμάρκετ και στις λαϊκές αγορές είναι διαφορετική: η ακρίβεια, η ανασφάλεια, η κόπωση και η έλλειψη ελπίδας διαμορφώνουν ένα εκρηκτικό κοινωνικό κλίμα.

Σε αυτά τα χρόνια διακυβέρνησης, η Νέα Δημοκρατία υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη μετέτρεψε σταδιακά το κράτος σε έναν μηχανισμό που μοιάζει να λειτουργεί περισσότερο ως ανώνυμη εταιρεία. Κομβικές δημόσιες υπηρεσίες όπως η ενέργεια, η παιδεία, η άμυνα, η ασφάλεια, η υγεία και οι μεταφορές έχουν μπει σε τροχιά ιδιωτικοποίησης, είτε άμεσα είτε μέσω συμπράξεων με φιλικά προσκείμενους επιχειρηματίες ή πολυεθνικά σχήματα. Η επίβλεψη αυτών των τομέων ανατίθεται πλέον σε νέες, υποτίθεται ανεξάρτητες, ρυθμιστικές αρχές, τα μέλη των οποίων όμως διορίζονται απευθείας από το κυβερνητικό στρατόπεδο.

Η ειρωνεία είναι πως όλα αυτά πραγματοποιούνται από μια κυβέρνηση που δηλώνει πως έχει στο ιδεολογικό της DNA τον αντικρατισμό. Όμως, οι διορισμοί μετακλητών σε υπουργεία και κρατικές υπηρεσίες έχουν φτάσει σε πρωτοφανή επίπεδα, με πολλούς εξ αυτών να είναι συγγενείς ή φίλοι στελεχών της κυβέρνησης, οι οποίοι, με τον μισθό του Δημοσίου να εξασφαλίζει την καθημερινότητά τους, προωθούν με ζήλο το νεοφιλελεύθερο δόγμα τους.

Την ίδια στιγμή, για να αντισταθμίσει την ογκούμενη δυσαρέσκεια, η κυβέρνηση προχώρησε σε παροχές, επιδόματα, φοροελαφρύνσεις για επιλεγμένες κοινωνικές ομάδες, «δώρα» προς τους επιχειρηματίες μέσω κρατικών συμβάσεων και σκανδαλωδών προμηθειών. Ενδεικτικά, έχουν καταγραφεί περιπτώσεις επιδότησης πολυτελών οχημάτων σε αγρότες ή την υπερκοστολόγηση ψηφιακών έργων. Παράλληλα, τα ΜΜΕ συνέχισαν να λαμβάνουν ενισχύσεις όπως η περιβόητη «λίστα Πέτσα», που θεωρήθηκε από την αντιπολίτευση ως εργαλείο εξαγοράς της σιωπής και της εύνοιας.

Απέναντι σε κάθε κριτική, ο αρχικός φόβος που επιστρατεύτηκε ήταν το «φάντασμα του ΣΥΡΙΖΑ». Το επιχείρημα ήταν σαφές: προτιμάτε να επιστρέψουμε στους «Μπαρουφάκηδες», στους «Χαϊκάληδες», σε ένα πολιτικό προσωπικό που δεν σεβόταν τους θεσμούς, και που παραλίγο να οδηγήσει τη χώρα στη δραχμή; Το επιχείρημα αυτό όμως φθείρεται πλέον, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε φάση πολιτικής αποσύνθεσης, κατακερματισμένος και αποδυναμωμένος, χωρίς σαφές αφήγημα ή εναλλακτική πρόταση.

Έτσι, η κυβερνητική επικοινωνία φαίνεται να σχεδιάζει ένα νέο κύκλο: την αναβίωση του «διλήμματος». Μητσοτάκης ή το χάος. Κυριάκος ή Αλέξης. Ο Αλέξης Τσίπρας επιστρέφει στο προσκήνιο μέσω της έκδοσης βιβλίου και πιθανής πολιτικής επανενεργοποίησης με δικό του κόμμα. Η ανάσυρσή του λειτουργεί ενισχυτικά για την κυβερνητική αφήγηση: επαναφέρει την παλιά σύγκρουση, επενδύει στον φόβο του απρόβλεπτου, του ερασιτεχνισμού και της οικονομικής ανασφάλειας που πολλοί ταυτίζουν με την πρώτη περίοδο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση συνεχίζει να εφαρμόζει πολιτικές που κρίνονται ως ιδεολογικά ακραίες: περαιτέρω αποδυνάμωση των δημόσιων υπηρεσιών, καταστολή διαδηλώσεων, παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη, έλεγχος της πληροφορίας, εξάρθρωση των ανεξάρτητων ελεγκτικών μηχανισμών. Πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί το νομοσχέδιο για τη μετατροπή της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας σε Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου. Μια κίνηση που καταγγέλλεται από ειδικούς και συνδικαλιστές ως αποδυνάμωση της κρατικής κυριαρχίας στο ελληνικό FIR και στους ελέγχους αεροναυσιπλοΐας.

Παρ’ όλα αυτά, δεν διαφαίνεται κάποια σοβαρή κοινοβουλευτική αντίδραση. Οι κυβερνητικοί βουλευτές, με ελάχιστες εξαιρέσεις, στηρίζουν σταθερά τις κυβερνητικές επιλογές, έχοντας ψηφίσει έως σήμερα μια σειρά από μεταρρυθμίσεις που, σε άλλες εποχές, θα προκαλούσαν έντονες κοινωνικές και πολιτικές αντιδράσεις – από το εργασιακό και το ασφαλιστικό, μέχρι την αλλαγή του οικογενειακού δικαίου και την ψήφιση του νομοσχεδίου για τον γάμο μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου.

Στην πολιτική σκακιέρα, εν τω μεταξύ, εντείνονται οι ζυμώσεις για τη «μετά Μητσοτάκη» εποχή. Σύμφωνα με διαβαθμισμένη έκθεση ξένης πρεσβείας, ένα αξιοσημείωτο ποσοστό των ψηφοφόρων της ΝΔ βλέπει ως ιδανικό διάδοχο τον Νίκο Χαρδαλιά ή τον Κωστή Χατζηδάκη, ο οποίος θεωρείται η προσωποποίηση της κομματικής συνέπειας και της τεχνοκρατικής διαχείρισης και φυσικά ψηλά στις λίστες των ξένων συμφερόντων είναι και ο Νίκος Δένδιας. Τα πρόσωπα δεν είναι όμως το πρόβλημα, οι πολιτικές είναι…

Καθώς τα κοινωνικά προβλήματα συσσωρεύονται, η φθορά βαθαίνει και οι πολιτικές ισορροπίες μεταβάλλονται, το ερώτημα παραμένει ανοικτό: θα καταφέρει ο Κυριάκος Μητσοτάκης να ανανεώσει τη θητεία του, χρησιμοποιώντας για ακόμη μία φορά το δίλημμα «Κυριάκος ή χάος»; Θα επιλέξουν οι πολίτες τη γνωστή, έστω και φθαρμένη, σταθερότητα ή θα αναζητήσουν κάτι καινούργιο, ακόμη και με ρίσκο;

Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση δείχνει αποφασισμένη να εξαντλήσει κάθε θεσμικό, επικοινωνιακό και πολιτικό εργαλείο για να διατηρήσει τον έλεγχο. Ακόμη και αν αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να φτάσει στο σημείο να αναθέσει τη φύλαξη του Μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη στον… στρατό, όπως έγινε πρόσφατα με «διάγγελμα» του ίδιου του πρωθυπουργού.

Η στροφή στον αυταρχισμό, η υιοθέτηση πρακτικών πολιτικής επιβίωσης τύπου Τραμπ μπας και τον καλοπιάσει, η επιστροφή σε εμφυλιοπολεμικά διλήμματα και η βαθμιαία μετατροπή της Ελλάδας σε «εταιρικό κράτος» δημιουργούν ένα τοπίο ασφυκτικό, για την κοινωνία αλλά και για τη δημοκρατία. Αν θα υπάρξει απάντηση σε αυτό, μένει να φανεί – στις κάλπες, στους δρόμους ή στο συλλογικό υποσυνείδητο μιας κοινωνίας που μοιάζει να αφυπνίζεται, έστω και αργά.