Μεγάλος πολιτικός και θεσμικός θόρυβος έχει προκληθεί τις τελευταίες ημέρες έπειτα από την πρωτοβουλία κομμάτων της αντιπολίτευσης να ζητήσουν την παραπομπή του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη για το βαρύτατο αδίκημα της εσχάτης προδοσίας. Το αίτημα αυτό, αν και δεν έχει καμία πιθανότητα να υπερψηφιστεί, έχει ήδη διχάσει την κοινή γνώμη, τους νομικούς κύκλους και τον πολιτικό κόσμο, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις ακόμα και από πρόσωπα που είναι δημόσια επικριτικά προς την κυβέρνηση.
Η κατηγορία περί εσχάτης προδοσίας είναι η βαρύτερη δυνατή πρόβλεψη του Ποινικού Κώδικα, καθώς αφορά ενέργειες που στρέφονται κατά του ίδιου του πολιτεύματος ή της ακεραιότητας της χώρας. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ιστορικά, η κατηγορία αυτή έχει συνοδεύσει γεγονότα όπως πραξικοπήματα, εθνικές καταστροφές και συνειδητές ενέργειες υπονόμευσης της κυριαρχίας του κράτους. Συνεπώς, εγείρεται εύλογα το ερώτημα: πληροί η πολιτική συμπεριφορά του Κυριάκου Μητσοτάκη, ακόμη και αν αυτή κριθεί αυταρχική ή αντιθεσμική, τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία που απαιτούνται για να στοιχειοθετηθεί η εσχάτη προδοσία;
Πολλοί νομικοί, μεταξύ αυτών και καταξιωμένοι συνταγματολόγοι, έχουν υποστηρίξει ότι αν πράγματι αποδεικνύεται πως η κυβέρνηση έχει παρέμβει ουσιωδώς στη λειτουργία της Δικαιοσύνης, αν έχει παρακολουθήσει δημοσιογράφους, πολιτικούς και αξιωματούχους μέσω παρακρατικών μηχανισμών ή μέσω της ΕΥΠ, και αν έχει αλλοιώσει τη συνταγματική λειτουργία των θεσμών, τότε υπάρχει θεωρητικά το ενδεχόμενο να τεθεί ζήτημα αλλοίωσης του πολιτεύματος. Εάν αυτό αποδεικνυόταν, τότε ενδεχομένως να μπορούσε να τεθεί και θέμα εσχάτης προδοσίας. Όμως, η πολιτική και ποινική πραγματικότητα δεν είναι τόσο απλή.
Το πρώτο μεγάλο ζήτημα είναι το αποδεικτικό. Μέχρι στιγμής, κανένα δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί για τέτοια μορφή παρέμβασης, ούτε υπάρχει τελεσίδικη ή καν πρωτοβάθμια δικαστική απόφαση που να τεκμηριώνει αυτές τις κατηγορίες. Ακόμα και αν υπάρχουν πολιτικά επιχειρήματα για θεσμική εκτροπή ή για αυταρχισμό, η ποινική προσέγγιση απαιτεί σαφείς αποδείξεις και νομική τεκμηρίωση, όχι ερμηνευτικές πολιτικές κρίσεις. Το δεύτερο και εξίσου κρίσιμο ζήτημα είναι η πολιτική σημασία και οι εντυπώσεις που δημιουργεί μια τέτοια πρόταση.
Η εσχάτη προδοσία στο συλλογικό υποσυνείδητο του ελληνικού λαού συνδέεται με εθνικές ήττες, με στρατιωτικά πραξικοπήματα, με την απώλεια εθνικών εδαφών, όχι με κυβερνητικές παρεκκλίσεις, όσο σοβαρές κι αν είναι. Όταν ο μέσος πολίτης ακούει τον όρο, περιμένει ένα γεγονός αντίστοιχου βάρους. Αντίθετα, η παραπομπή με αυτόν τον όρο για θέματα που, έστω και εάν είναι σημαντικά, δεν φτάνουν την ένταση και το μέγεθος της ιστορικής εσχάτης προδοσίας, γεννά σύγχυση, αμφιβολία και τελικά, πολιτική δυσπιστία. Ο πολίτης που ήδη έχει προβληματιστεί από κυβερνητικές πρακτικές, μπορεί τελικά να νιώσει ότι το πολιτικό σύστημα λειτουργεί με υπερβολές, με θεατρινισμούς ή με εργαλειοποίηση θεσμών. Αυτό είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο, γιατί εν τέλει αποδυναμώνει τον ίδιο τον έλεγχο στην εξουσία, που είναι ο πρωταρχικός ρόλος της αντιπολίτευσης.
Από την άλλη, τέτοιου είδους πρωτοβουλίες δεν ενώνουν την αντιπολίτευση, αλλά συχνά τη διχάζουν. Στην περίπτωση αυτή, υπήρξαν αντιδράσεις ακόμα και εντός των κομμάτων που υπέγραψαν την πρόταση, ενώ άλλες πολιτικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης επέλεξαν να μην στηρίξουν, κρίνοντας πως η πρόταση δεν βασίζεται ούτε σε ισχυρή νομική τεκμηρίωση ούτε σε πολιτική ορθότητα. Παράλληλα, είναι βέβαιο ότι ο κυβερνητικός μηχανισμός θα αξιοποιήσει την πρόταση αυτή όχι μόνο για να απορρίψει τις κατηγορίες, αλλά και για να παρουσιάσει την αντιπολίτευση ως ακραία, θεσμικά ανεύθυνη και πολιτικά αποπροσανατολισμένη.
Συνεπώς, ακόμη κι αν υπάρχουν σοβαρές και τεκμηριωμένες κριτικές προς την κυβέρνηση Μητσοτάκη για ζητήματα δημοκρατίας, ελευθερίας του Τύπου, λειτουργίας των θεσμών και διαφάνειας, η επιλογή να ζητηθεί η δίωξή του για εσχάτη προδοσία πιθανότατα ήταν λάθος – όχι γιατί δεν υπάρχουν προβλήματα, αλλά γιατί ο θεσμικός και πολιτικός χειρισμός τους απαιτεί σοβαρότητα, στρατηγική και μέτρο. Η υπερβολή, ακόμα κι όταν βασίζεται σε οργή ή αγανάκτηση, αποδυναμώνει τη δύναμη της αλήθειας. Και η δημοκρατία για να επιβιώσει δεν χρειάζεται μόνον δικαιοσύνη. Χρειάζεται και σοφία.