Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός στην Ελλάδα το 2023, μετρούμενος ως Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ), επιβραδύνθηκε στο 4,2%, από 9,3% το προηγούμενο έτος 2022. Αυτό σημαίνει ότι το γενικό επίπεδο των τιμών (αντιπροσωπευτικό καλάθι αγαθών και υπηρεσιών), συνέχισε να αυξάνεται και το 2023, με ηπιότερο όμως ρυθμό από το 2022.
Εκείνο που έχει σημασία και χρειάζεται να προσεχθεί είναι ότι ο πυρήνας του πληθωρισμού, δηλαδή η ετήσια μεταβολή του ΕνΔΤΚ εξαιρουμένων των κατηγοριών της ενέργειας, των τροφίμων, των ποτών και του καπνού, επιταχύνθηκε στο 5,3%, από 4,6% το 2022. Το αποτέλεσμα της επιτάχυνσης του πυρήνα πληθωρισμού στο 5,3% το 2023 από 4,6% το 2022, υποδεικνύει ότι οι πληθωριστικές πιέσεις διευρύνθηκαν και σε άλλες κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών, πλην της ενέργειας και των τροφίμων (π.χ. υπηρεσίες και μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά). Επίσης τους τελευταίους τρεις μήνες του 2023 ο ΕνΔΤΚ ακολούθησε εκ νέου ανοδική τροχιά, με αποτέλεσμα να υπερβεί τα αντίστοιχα επίπεδα που καταγράφηκαν στην Ευρώπη.
Η επιβράδυνση του πληθωρισμού κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους, αλλά και η επιτάχυνσή του το τελευταίο τρίμηνο του 2023, αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στην εξέλιξη των τιμών της ενέργειας, οι οποίες κατέγραψαν πτώση ύψους 13,4% κατά μέσο όρο πέρυσι, με τον ρυθμό μείωσης να επιβραδύνεται σημαντικά τους τελευταίους μήνες του έτους. Αυτό αποτυπώνεται κυρίως στους δείκτες τιμών της στέγασης, νερού, ηλεκτρικού, αερίου και άλλων καυσίμων και των μεταφορών. Ο μεν πρώτος, από αύξηση 25,0% το 2022 μειώθηκε κατά 8,8% το 2023, ο δε δεύτερος, από αύξηση 13,6% το 2022 ενισχύθηκε κατά 1,5% το 2023.
Επιπρόσθετα, οι τιμές σε ορισμένες κατηγορίες όπως στα τρόφιμα – και μάλιστα σε βασικά είδη όπως τα γαλακτοκομικά και το ελαιόλαδο – αλλά και στις υπηρεσίες συνεχίζουν να αυξάνονται με υψηλούς ρυθμούς, διατηρώντας τον πληθωρισμό σε υψηλά επίπεδα (Δεκέμβριος 2023: 3,7%).
Συγκεκριμένα ο πληθωρισμός στην κατηγορία των τροφίμων διατηρήθηκε σε πολύ υψηλά επίπεδα και το 2023 (11,6% από 11,7% το 2022), επιβαρύνοντας ιδιαίτερα τον προϋπολογισμό νοικοκυριών που ανήκουν στα χαμηλά εισοδηματικά κλιμάκια (η βαρύτητα των τροφίμων σε αυτά τα νοικοκυριά είναι κατά πολύ υψηλότερη σε σύγκριση με τα νοικοκυριά που ανήκουν σε υψηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια), καθιστώντας αναγκαίες τις στοχευμένες παρεμβάσεις εκ μέρους των ασκούντων την οικονομική πολιτική.
Η αύξηση της διαφοράς επιτοκίου χορηγήσεων-καταθέσεων
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία το εννεάμηνο του 2023 η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών αυξήθηκε, λόγω της σημαντικής αύξησης των καθαρών εσόδων από τόκους, λόγω της αύξησης του ύψους των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, και της μείωσης των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο. Τα έσοδα από τόκους αυξήθηκαν κατά 96,5% (από 5,297 δις ευρώ σε 10,411 δις ευρώ) ενώ τα καθαρά έσοδα κατά 58,9% (από 3,988 σε 6,335 δις ευρώ). Αρνητική επίδραση στην κερδοφορία είχαν η μείωση των καθαρών εσόδων από χρηματοοικονομικές πράξεις, λόγω μη επαναλαμβανόμενων κερδών του προηγούμενου έτους και δευτερευόντως η αύξηση των λειτουργικών εξόδων (βλ. Πίνακα 1).
Όπως φαίνεται από τα στοιχεία του Γραφήματος 1, η αύξηση των εσόδων από τόκους προέρχεται πρωτίστως και ουσιαστικώς από τη συνεχιζόμενη αύξηση της διαφοράς μεταξύ επιτοκίου χορηγήσεων και του αντίστοιχου των καταθέσεων (spread). Από τον Ιούνιο του 2022 η διαφορά συνεχώς αυξάνει και από 3,45% το Σεπτέμβριο του 2023 φθάνει στο 5,89%. Δεδομένου ότι οι καταθέσεις αποτελούν τη βασική πηγή χρηματοδότησης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, αγγίζοντας το 85,0% (227,3 δις ευρώ το Σεπτέμβριο 2023) γίνεται αντιληπτό το πως παράγονται τα κέρδη στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
Η αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ χρησιμοποιήθηκε πρωτίστως και μοναδικά για να αυξήσουν τα κέρδη τους οι τράπεζες και να διεκπεραιώσουν διάφορες υποχρεώσεις τους εις βάρος όμως των καταθετών, της ιδιωτικής κατανάλωσης, των επενδύσεων και γενικά της μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας. Με δεδομένο ότι δεν προβλέπεται περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, οι ελληνικές τράπεζες στρέφονται στην αύξηση διαφόρων προμηθειών, προκειμένου να αντικαταστήσουν μέρος των κερδών που είχαν προέλθει από την αύξηση των επιτοκίων. Η ελληνική κυβέρνηση απλά παρατηρεί τις εξελίξεις!
Η πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ (με την υποστήριξη της Ελληνικής Παραγωγής) μας επιτρέπει να προβούμε σε ένα πρώτο απολογισμό. Συγκεκριμένα: Η συμμετοχή της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας (ΑΠΑ) του τομέα μεταποίησης στο ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας αυξήθηκε σε 9,1% το 2022, από 7,8% το 2019 και 8,5% το 2008. Αντίστοιχα, η συμμετοχή της μεταποίησης στην εγχώρια απασχόληση έφτασε στο 10,0% (413 χιλ. απασχολούμενοι) το 2022, από 9,6% το 2019 και 11,8% το 2008. Ωστόσο, τα μερίδια της μεταποίησης στα βασικά μεγέθη της οικονομίας συνεχίζουν να υπολείπονται σημαντικά από τον μέσο όρο της ΕΕ και η Ελλάδα κατατάσσεται χαμηλά στις σχετικές κατατάξεις.
Ειδικότερα, η Ελλάδα βρίσκεται στην 24η θέση ανάμεσα στις 27 χώρες μέλη της ΕΕ με βάση το μερίδιο της ΑΠΑ της μεταποίησης στο ΑΕΠ της χώρας και στην 22η θέση αναφορικά με τη συμμετοχή στην εγχώρια απασχόληση. Σημαντική υστέρηση καταγράφεται και σε όρους παραγωγικότητας εργασίας των εγχώριων επιχειρήσεων μεταποίησης, με την Ελλάδα να κατατάσσεται στην 21η θέση με €29,6 χιλ. Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας ανά εργαζόμενο το 2020, έναντι €64,0 χιλ. κατά μέσο όρο στην ΕΕ και το χάσμα παραγωγικότητας μεταξύ Ελλάδας και της ΕΕ να διευρύνεται διαχρονικά.
Η αξία παραγωγής (σε σταθερές τιμές του 2015) της μεταποίησης εξελίχθηκε ως ακολούθως σε δις ευρώ: 2008= 63 (26,4% ΑΕΠ) , 2019= 55 (29,9% του ΑΕΠ) και το 2022=58 (30,4% του ΑΕΠ). Επίσης η ΑΠΑ, η οποία δεν περιλαμβάνει το κόστος των προϊόντων και των υπηρεσιών που εισέρχονται στην παραγωγική διαδικασία της εγχώριας μεταποίησης από άλλους κλάδους, εξελίχθηκε ως ακολούθως σε δις ευρώ (σε σταθερές τιμές του 2015) : 2008= 23 (8,5% του ΑΕΠ), 2019= 15(7,8% του ΑΕΠ), 2022= 19 (9,1% του ΑΕΠ). Τόσο η αξία παραγωγής, όσο και η Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία υπολείπονται ακόμη των αντιστοίχων του έτους 2008 σε απόλυτα νούμερα αλλά βελτιώνονται ελάχιστα ως % του ΑΕΠ.
Με βάση τα παραπάνω στοιχεία το ποσοστό της ΑΠΑ/Αξία παραγωγής στην εγχώρια μεταποίηση κυμαίνεται στο 32,7% το 2022, από 36,5% το 2008. Ένα σημαντικό στοιχείο που υποδεικνύει την κατάσταση της ελληνικής μεταποίησης την τελευταία 5ετία είναι το ακόλουθο: Όλοι οι κλάδοι που ανήκουν στον τομέα της μεταποίησης, την περίοδο 2018-2022 παρουσίασαν μειωμένη ΑΠΑ, εκτός από τον κλάδο της διύλισης πετρελαίου ο οποίος αυξήθηκε σημαντικά (από 6,5% το 2018 σε 15,1% το 2022) και του κλάδου των μεταλλικών προϊόντων που αυξήθηκε ελάχιστα (2018 = 6,8%, 2022=7,0%). Ουσιαστικά, αν αφαιρέσουμε τη συμμετοχή του κλάδου της διύλισης πετρελαίου (που χαριστικά εντάσσεται στην μεταποιητική διαδικασία) η Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία της μεταποίησης τη συγκεκριμένη περίοδο μειώθηκε.
Ο εξωτερικός τομέας της ελληνικής μεταποίησης
Σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης, το εμπορικό ισοζύγιο των προϊόντων της εγχώριας μεταποίησης (χωρίς τα προϊόντα διύλισης πετρελαίου), σε δις ευρώ, την περίοδο διακυβέρνησης από τη ΝΔ χειροτερεύει συνεχώς: 2020= -15,7/ 2021= -19,4/ 2022= -25,3, παρά την επιλεγείσα πολιτική με κάθε τρόπο αύξηση των εξαγωγών (οικονομικό δόγμα της παγκοσμιοποίησης), οι οποίες πράγματι αυξήθηκαν (δις ευρώ) 2020=20,2/ 2021=23,8/ 2022= 25,3. Όμως ακόμη περισσότερο αυξήθηκαν οι εισαγωγές (μεγάλο μέρος των οποίων αποτελούν απαραίτητα inputs για την παραγωγή των εξαγώγιμων προϊόντων, δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο).
Σημαντικότατο στοιχείο αποτελεί το ότι, την περίοδο 2018-2022, μόνο σε δύο κατηγορίες μεταποιητικών προϊόντων (εξαιρώντας τα πετρελαιοειδή) καταγράφεται εμπορικό πλεόνασμα – τα βασικά μέταλλα και τα προϊόντα καπνού. Συγκεκριμένα, οι εξαγωγές βασικών μετάλλων ήταν το 2022 υψηλότερες κατά €477 εκατ. από τις εισαγωγές προϊόντων της κατηγορίας. Αντίστοιχα, το εμπορικό πλεόνασμα των προϊόντων καπνού σημείωσε πολύ σημαντική αύξηση την τελευταία τετραετία, από μόλις €33 εκατ. το 2018 σε €323 εκατ. το 2022, κυρίως ως αποτέλεσμα σημαντικών επενδύσεων σε νέες εγκαταστάσεις παραγωγής καινοτόμων προϊόντων.
Όλες οι υπόλοιπες κατηγορίες μεταποιητικών προϊόντων παρουσιάζουν εμπορικό έλλειμμα και μάλιστα διευρυνόμενο. Παρά τα ωραία λόγια η πραγματικότητα των αριθμών είναι αδήριτη. Επιπλέον, όπως πολλάκις έχουμε σημειώσει, η αύξηση του δείκτη ανοίγματος της ελληνικής μεταποίησης, για την οποία χαίρεται η κυβέρνηση και οι συνεπικουρούμενες αντιλήψεις, συνοδεύεται με αύξηση του εμπορικού ελλείμματος του τομέα (αλλά και της οικονομίας γενικότερα).
Οι πολυδιαφημισμένες εξαγωγές δεν μπορούν να συμβάλλουν αποφασιστικά στη μεγέθυνση του ΑΕΠ σε μια οικονομία όπως η ελληνική, με τη σημερινή παραγωγική δομή με δεδομένες τις ανάγκες της ελληνικής παραγωγής από πλήθος εισαγωμένων πρώτων υλών, ημικατεργασμένων και μηχανημάτων για την παραγωγή των ελληνικών προϊόντων που στη συνέχεια μέρος των οποίων εξάγονται (δηλαδή χαμηλή προστιθέμενη αξία της ελληνικής παραγωγής).
Επενδύσεις στην εγχώρια μεταποίηση
Ο ΑΣΠΚ (Ακαθάριστος Σχηματισμός Παγίου Κεφαλαίου) στην εγχώρια μεταποίηση (σε ονομαστικές τιμές) παρουσιάζουν από το έτος 2008 (3,050 δις ευρώ) συνεχή μείωση μέχρι και το 2013( 1,100 δις ευρώ). Στη συνέχεια αρχίζουν να ανακάμπτουν και το 2022 ανέρχονται σε 2,978 δις ευρώ. Ως ποσοστό της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας το 2022 βρίσκονται στο 15,8%, ενώ το 2019 ήταν στο 15,2% και το 2008 επίσης στο 15,2%.
Οι συγκρίσεις με τις χώρες της ΕΕ δείχνουν με απόλυτη σαφήνεια την υστέρηση της ελληνικής μεταποίησης σε όλους τους βασικούς δείκτες. Η ΑΠΑ της εγχώριας μεταποίησης ως προς το ΑΕΠ ήταν κατά έξι ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερη σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, καθιστώντας τη χώρα 24η ανάμεσα στις 27 χώρες μέλη της ΕΕ. Η συμβολή της απασχόλησης στη μεταποίηση στο σύνολο της απασχόλησης υστερεί από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ο οποίος είναι περίπου έξι ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερος. Στην κατάταξη χωρών με βάση το μερίδιο της μεταποίησης στη συνολική απασχόληση, η Ελλάδα βρίσκεται στην 22η θέση.
Σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ, παρατηρείται σημαντική απόκλιση και το χάσμα διευρύνεται, καθώς η παραγωγικότητα στην Ελλάδα βαίνει μειούμενη τη δεκαετία 2011-2020 ενώ αντίθετα στην ΕΕ27 παρατηρείται αύξηση. Ειδικότερα, την εξεταζόμενη περίοδο η παραγωγικότητα εργασίας της εγχώριας μεταποίησης μειώθηκε κατά 26,4%, ενώ στην ΕΕ των 27 αυξήθηκε κατά 20,8% φτάνοντας το 2020 στις €64 χιλ. Κατά συνέπεια, το 2020 η παραγωγικότητα εργασίας του ευρωπαϊκού μεταποιητικού κλάδου ήταν περίπου διπλάσια της εγχώριας, με το χάσμα να διαμορφώνεται στις €34,4 χιλ.
Επενδύσεις (ΑΣΠΚ): Ο δείκτης ΑΣΠΚ/ΑΕΠ από 24,0% το 2008, βρίσκεται το 2022 στο 15,8% ενώ το 2019 ήταν στο 15,1%. Το χάσμα των επενδύσεων σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ, την περίοδο 2015-2022 υπολογίζεται στο 8,3% του ΑΕΠ.