Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη βρέθηκε εκτεθειμένη με το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ να βαραίνει επικίνδυνα την εικόνα της. Αντί να αναλάβει ουσιαστικές ευθύνες, επιδίδεται σε έναν αγώνα εντυπώσεων με κούφιες υποσχέσεις, προσπαθώντας να ανακτήσει το χαμένο πολιτικό έδαφος. Η υπόσχεση περί επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθέντων επιδοτήσεων, που αποτελεί πλέον πολυφορεμένο επιχείρημα της κυβέρνησης, δεν πείθει κανέναν, καθώς η κοινωνία αντιλαμβάνεται πως ο λογαριασμός θα έρθει βαρύς – και μάλιστα από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έδωσε το σήμα εκκίνησης σε ένα «δημοκοπικό ράλι», υπό τον μανδύα της τάχα αποκατάστασης της ζημιάς που προκλήθηκε στην ελληνική κοινωνία και οικονομία. Στη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, δήλωσε με έμφαση: «Εμείς ήδη γυρίζουμε σελίδα. Το κάνουμε σε συνεργασία με τις ευρωπαϊκές Αρχές ώστε το σύστημα των αγροτικών ενισχύσεων να εξυγιανθεί. Τα κονδύλια τα οποία χάθηκαν, τα οποία ενθυλακώθηκαν από τον κάθε απατεώνα, να επιστραφούν». Τις ίδιες ακριβώς διαβεβαιώσεις επαναλαμβάνουν σε δημόσιες εμφανίσεις τους και τα υπόλοιπα κυβερνητικά στελέχη, όπως οι υπουργοί Τσιάρας, Μαρινάκης και Γεωργιάδης, με μικρές μόνο παραλλαγές.
Ωστόσο, τα δεδομένα διαψεύδουν κατηγορηματικά αυτή την εικόνα. Αντί για συνεργασία με τις ευρωπαϊκές Αρχές, η κυβέρνηση όχι μόνο απέφυγε την εμπλοκή της, αλλά φρόντισε να κρατήσει αποστάσεις από τη διερεύνηση του σκανδάλου, επιδιώκοντας να ελαχιστοποιήσει το πολιτικό κόστος. Ακόμη πιο σοβαρό είναι ότι η επιστροφή των κονδυλίων που χάθηκαν στα ταμεία του κράτους παραμένει εξαιρετικά αμφίβολη.
Πώς, άλλωστε, θα αποδειχθεί η πορεία του χρήματος; Πώς θα υπολογιστεί πόσα από τα αχρεωστήτως καταβληθέντα κατέληξαν στα χέρια των μεσαζόντων και πόσα στους πραγματικούς δικαιούχους;
Το σκηνικό που διαμορφώνεται θυμίζει παλιότερα γνωστά «δράματα» της πολιτικής μας ζωής. Η υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ, με τους διεφθαρμένους που υποτίθεται πως «τιμωρούνται», τις πολυεθνικές που «πληρώνουν» πρόστιμα και τα χρήματα που «επιστρέφουν» στα δημόσια ταμεία, παραπέμπει σε παλαιότερες υποθέσεις όπως αυτές της Siemens, της Novartis και των εξοπλιστικών προγραμμάτων.
Και στις περιπτώσεις εκείνες, οι μεγαλοστομίες και οι μεγαλοπρεπείς υποσχέσεις αποδείχθηκαν άνευ αντικρίσματος, ενώ οι υπαίτιοι παρέμειναν ατιμώρητοι και οι ζημιές στον ελληνικό λαό ανείπωτες.
Η κοινωνία πλέον δείχνει ανυποχώρητη στην πολιτική ρητορεία που δεν συνοδεύεται από αποτελέσματα. Η κυβέρνηση καλείται να αφήσει πίσω τα επικοινωνιακά τρικ και να αναλάβει τις ευθύνες της με συγκεκριμένες και διαφανείς δράσεις. Μόνο έτσι θα υπάρξει πραγματική αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και των αδικιών που έχουν συντελεστεί.