12 Νοεμβρίου, 2025
Μη Χάσετε

Ενεργειακή επιτυχία» χωρίς κυριαρχία – το οξύμωρο μιας εξαρτημένης χώρας

Η Ελλάδα μπαίνει, πράγματι, στο επίκεντρο του νέου ενεργειακού χάρτη της Ευρώπης. Όχι όμως επειδή απέκτησε ξαφνικά ενεργειακή στρατηγική, αλλά γιατί η γεωγραφία της προσφέρει ό,τι η πολιτική της τάξης αδυνατεί να οικοδομήσει: θέση. Η συμφωνία της ExxonMobil με την HELLENiQ Energy και την Energean για ερευνητικές γεωτρήσεις στο “Μπλοκ 2” του Ιονίου, όπως και η αναθέρμανση των εξορύξεων νοτίως της Κρήτης, αποτελούν κομμάτια ενός ευρύτερου σχεδίου αμερικανικής και ευρωπαϊκής αναδιάταξης, στο οποίο η Ελλάδα έχει τον ρόλο του «πρόθυμου κόμβου» και όχι του αυτόνομου παίκτη. Η χώρα πράγματι αναβαθμίζεται γεωπολιτικά, αλλά μόνο στον βαθμό που εξυπηρετεί στρατηγικές τρίτων. Και αυτή η λεπτομέρεια κάνει όλη τη διαφορά.

Η Ρεβυθούσα και η Αλεξανδρούπολη έχουν ήδη μετατραπεί σε ενεργειακές πύλες της αμερικανικής παρουσίας στην Ευρώπη. Ο σταθμός FSRU στην Αλεξανδρούπολη, που διπλασιάζει τη χωρητικότητά του, λειτουργεί ουσιαστικά ως επιχείρημα εθνικής υπερηφάνειας, ενώ στην πράξη αποτελεί κρίκο ενός δικτύου εξάρτησης που μειώνει μεν τη ρωσική επιρροή, αλλά ταυτόχρονα αυξάνει την αμερικανική.

Από το 2021 μέχρι σήμερα, οι εισαγωγές αμερικανικού LNG στην Ευρώπη σχεδόν τριπλασιάστηκαν, και η Ελλάδα βρίσκεται στη μέση αυτού του αγωγού συμφερόντων, παρακολουθώντας τα κέρδη να κατευθύνονται αλλού και τις αποφάσεις να λαμβάνονται εκτός συνόρων. Η Ε.Ε. έχει αποφασίσει να μηδενίσει το ρωσικό LNG έως το 2027, αλλά δεν έχει συζητήσει ποιος θα ελέγχει την ενεργειακή της εξάρτηση μετά από αυτό. Και βέβαια, δεν είναι η Αθήνα εκείνη που θα δώσει την απάντηση.

Οι γεωτρήσεις στο Ιόνιο, η εμπλοκή της ExxonMobil, της Chevron και της Energean, το ενδιαφέρον των ΗΠΑ, όλα παρουσιάζονται ως δείγμα μιας «ισχυρής Ελλάδας» που επιτέλους αξιοποιεί τον φυσικό της πλούτο. Μόνο που η πραγματικότητα είναι λιγότερο ένδοξη. Το project εξορύξεων στηρίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου σε αμερικανική τεχνογνωσία, χρηματοδότηση και πολιτική κάλυψη.

Οι όροι συμμετοχής του ελληνικού Δημοσίου είναι περιορισμένοι και τα μελλοντικά οφέλη ασαφή. Κυρίως όμως, η συμφωνία αυτή δεν προέκυψε από μια ώριμη εθνική ενεργειακή στρατηγική, αλλά ως παράγωγο της γεωπολιτικής συγκυρίας: των αμερικανικών αναγκών να ελέγξουν τη ροή ενέργειας προς την Ευρώπη, μέσα από ασφαλείς και φιλικούς διαύλους.

Την ίδια στιγμή, η Αθήνα επιχειρεί να παρουσιάσει ως δικό της επίτευγμα αυτό που είναι στην ουσία απόφαση Ουάσιγκτον και Βρυξελλών. Οι κυβερνητικοί μηχανισμοί προπαγάνδας έστησαν ήδη το γνωστό αφήγημα: ο Κυριάκος Μητσοτάκης «έφερε επενδύσεις», «αναβάθμισε τη χώρα», «κατέστησε την Ελλάδα ενεργειακό κόμβο».

Η ρητορική αυτή αποσκοπεί σε εσωτερική κατανάλωση, για να αντισταθμίσει την πολιτική φθορά από τα σκάνδαλα, τη διαφθορά και τη διάχυτη κοινωνική οργή για την ακρίβεια. Σε μια περίοδο όπου η κοινωνία βυθίζεται, η κυβέρνηση χρειάζεται εικόνα ισχύος. Και τι πιο βολικό από ένα deal με αμερικανικό πρόσημο για να παρουσιαστεί ως «εθνική επιτυχία»;

Το παράδοξο είναι ότι ο ίδιος ο Μητσοτάκης, την εποχή που διακήρυσσε την «πράσινη μετάβαση», είχε ουσιαστικά παγώσει κάθε σχέδιο εξόρυξης. Το 2021, ο τότε υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας, με δηλώσεις περί «σκαψίματος του βυθού της Μεσογείου», διαβεβαίωνε για την έναρξη ενός προγράμματος που δεν προχώρησε ποτέ. Τώρα, τα ίδια πρόσωπα παρουσιάζουν ως στρατηγική συνέπεια αυτό που ήταν στην πραγματικότητα πολιτικός αυτοαναιρέσεις. Η ενεργειακή πολιτική της Ελλάδας δεν είναι αποτέλεσμα σχεδιασμού, αλλά αποτέλεσμα εξωτερικής πίεσης και επικοινωνιακής ανάγκης.

Στο ευρύτερο πλαίσιο, η αναβίωση του αγωγού EastMed δείχνει ότι οι ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο επαναδιαμορφώνονται. Η τετραμερής Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ και ΗΠΑ δεν αποτελεί απλώς ενεργειακή σύγκλιση· είναι μήνυμα γεωπολιτικού αποκλεισμού προς την Τουρκία. Το πρόβλημα είναι ότι, ακόμη κι εδώ, η ελληνική πλευρά λειτουργεί ως συμπλήρωμα και όχι ως πρωταγωνιστής.

Η Ουάσιγκτον δεν «στήριξε» τον EastMed από αγάπη για την ελληνική στρατηγική αυτονομία, αλλά γιατί ο άξονας αυτός εξυπηρετεί την απομόνωση της Άγκυρας και την ενίσχυση της ισραηλινής ενεργειακής ασφάλειας. Όταν αλλάξει η αμερικανική προτεραιότητα, ο χάρτης θα ξαναγραφεί – και η Ελλάδα θα βρεθεί πάλι θεατής.

Αυτό που αποσιωπάται είναι η πλήρης έλλειψη εθνικού σχεδιασμού. Δεν υπάρχει σαφές πλαίσιο για το πώς η χώρα θα διαχειριστεί ενδεχόμενα κοιτάσματα, πώς θα τα αξιοποιήσει με όρους περιβαλλοντικής και οικονομικής βιωσιμότητας, ποιο ποσοστό θα επιστρέψει στους πολίτες, πώς θα προστατευτούν τα κυριαρχικά δικαιώματα από μελλοντικές πιέσεις.

Οι συμβάσεις με πολυεθνικές γίνονται χωρίς διαφάνεια, χωρίς δημόσιο διάλογο, χωρίς στρατηγικό ορίζοντα. Η κυβέρνηση, εγκλωβισμένη στη λογική του «επενδυτικού σοκ», βαφτίζει κάθε υπογραφή «εθνική επιτυχία», ενώ στην πραγματικότητα εκχωρεί την ενεργειακή πολιτική της χώρας σε ξένα συμφέροντα.

Η πολιτική εκμετάλλευση αυτής της συγκυρίας είναι εμφανής. Την ώρα που η Eurostat καταγράφει τη χαμηλότερη αύξηση κοινωνικών δαπανών στην Ε.Ε., που τα νοικοκυριά βυθίζονται στην ακρίβεια και η μεσαία τάξη διαλύεται, ο Μητσοτάκης χρειάζεται εικόνες επιτυχίας για να διατηρήσει την πολιτική του επιβίωση.

Η ενεργειακή «αναβάθμιση» της Ελλάδας προσφέρεται ως έτοιμο σκηνικό εθνικής ανάτασης: σημαίες, φωτογραφίες με Αμερικανούς αξιωματούχους, δηλώσεις για «ισχυρή Ελλάδα». Πρόκειται για την ίδια μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε στις επενδύσεις της Microsoft, στην Tesla, στα Rafale· μια διαρκής παραγωγή συμβολισμών ισχύος, που σκεπάζει την εσωτερική παρακμή.

Η εξωτερική πολιτική και η ενεργειακή στρατηγική δεν μπορούν να υποκαθίστανται από επικοινωνιακά ευρήματα. Η ενεργειακή αναβάθμιση είναι κενό γράμμα, όταν συνοδεύεται από διπλωματική σιωπή απέναντι στις τουρκικές προκλήσεις και από διαρκή υποχωρητικότητα σε ζητήματα κυριαρχίας.

Η ίδια κυβέρνηση που πανηγυρίζει για το “Μπλοκ 2” του Ιονίου αποφεύγει να αναφέρει ότι η Chevron δραστηριοποιείται νοτίως της Κρήτης σε περιοχές που η Άγκυρα διεκδικεί βάσει του τουρκολιβυκού μνημονίου. Αντί να αξιοποιήσει τη συγκυρία για να ενισχύσει τις θέσεις της Ελλάδας, η κυβέρνηση αρκείται να φωτογραφίζεται στο πλάι των Αμερικανών εκπροσώπων.

Η ουσία είναι πως η χώρα βρίσκεται στο σταυροδρόμι μιας ιστορικής ευκαιρίας που κινδυνεύει να χαθεί κάτω από το βάρος της υποτέλειας και του πολιτικού θεάματος. Η ενεργειακή αυτάρκεια και η γεωπολιτική ισχύς δεν επιτυγχάνονται με προσκυνήματα στις πολυεθνικές ούτε με διαγγέλματα επιτυχίας. Χρειάζονται θεσμικό σχεδιασμό, νομική θωράκιση, εθνική βούληση και κυρίως συνείδηση ότι ο φυσικός πλούτος ανήκει στη χώρα και όχι στην εκάστοτε κυβέρνηση.

Η Ελλάδα πράγματι μπαίνει στο επίκεντρο. Το ερώτημα είναι με ποιο τίμημα. Αν συνεχίσει να λειτουργεί ως «προκεχωρημένο φυλάκιο» των αμερικανικών ενεργειακών συμφερόντων, θα κερδίσει ίσως πρόσκαιρη προβολή, αλλά θα χάσει τη στρατηγική της αυτονομία. Αν, αντιθέτως, καταφέρει να θέσει όρους, να εξασφαλίσει ανταλλάγματα, να διαμορφώσει μακροπρόθεσμη πολιτική, τότε μπορεί να μετατρέψει τη γεωγραφία της σε δύναμη. Όμως αυτό απαιτεί πολιτική ηγεσία που να βλέπει πέρα από τον εκλογικό κύκλο, πέρα από το δελτίο των 8, πέρα από τα «deals» που εξυπηρετούν επικοινωνιακές ανάγκες.

Η σημερινή κυβέρνηση βλέπει στην ενέργεια ό,τι είδε και στην πανδημία, στην άμυνα, στην ψηφιοποίηση: ευκαιρία για προβολή, όχι για στρατηγική. Ο ενεργειακός κόμβος που οικοδομείται είναι πραγματικός. Μόνο που στη βάση του δεν υπάρχει εθνικό σχέδιο, αλλά πολιτική σκηνοθεσία. Και όσο η Ελλάδα παραμένει πρόθυμος ενδιάμεσος αντί για αυτόνομος δρων, η «αναβάθμιση» της θα μοιάζει όλο και περισσότερο με επιτηρούμενη εξάρτηση.

Σε αυτό το πλαίσιο, η φράση «ενεργειακή επιτυχία» αποκτά τον χαρακτήρα ειρωνείας. Γιατί επιτυχία χωρίς κυριαρχία, χωρίς έλεγχο, χωρίς διαφάνεια, δεν είναι επιτυχία· είναι απλώς διαχείριση του ξένου συμφέροντος με ελληνική υπογραφή. Και κάθε φορά που ο πρωθυπουργός θα επαναλαμβάνει πως «η Ελλάδα έγινε ενεργειακός κόμβος της Ευρώπης», καλό θα είναι να θυμόμαστε ότι η διαφορά ανάμεσα στο κόμβο και στο υποχείριο είναι μία: ποιος κρατά τον διακόπτη.

Exit mobile version