Η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) ανακοίνωσε τα προσωρινά στοιχεία των ετήσιων μη χρηματοοικονομικών λογαριασμών θεσμικών τομέων για το έτος 2024, καθώς και τα αναθεωρημένα δεδομένα των ετών 2021–2023, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Σύστημα Εθνικών και Περιφερειακών Λογαριασμών (ESA 2010). Τα στοιχεία, τα οποία καλύπτουν την περίοδο από το 1995 έως το 2024, αποτυπώνουν τη συνολική εικόνα της ελληνικής οικονομίας, με έμφαση στη συμπεριφορά των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων, του χρηματοπιστωτικού τομέα, της γενικής κυβέρνησης και των συναλλαγών με την αλλοδαπή.
Σύμφωνα με τα νέα δεδομένα, το 2024 η ελληνική οικονομία εμφάνισε καθαρή λήψη δανείων από το εξωτερικό ύψους 13 δισ. ευρώ, έναντι 12,6 δισ. ευρώ το 2023. Το εξωτερικό ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών παρουσίασε έλλειμμα 13,1 δισ. ευρώ, αυξημένο σε σχέση με τα 10,8 δισ. ευρώ του προηγούμενου έτους, γεγονός που αποδίδεται στην αύξηση των εισαγωγών και στη σχετική στασιμότητα των εξαγωγών.
Αναλυτικότερα, το 2024 οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών ανήλθαν σε 112,8 δισ. ευρώ, ενώ οι εξαγωγές διαμορφώθηκαν σε 99,7 δισ. ευρώ. Το ισοζύγιο πρωτογενών εισοδημάτων και μεταβιβάσεων κατέγραψε θετικό πρόσημο 0,2 δισ. ευρώ, έναντι ελλείμματος 1,9 δισ. ευρώ το 2023, αντισταθμίζοντας εν μέρει την επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου.
Σημαντική ήταν η μεταβολή στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που τα εξυπηρετούν (ΜΚΙΕΝ). Το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα αυξήθηκε κατά 4,5%, φτάνοντας τα 158,6 δισ. ευρώ έναντι 151,7 δισ. ευρώ το 2023, ενώ η τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών αυξήθηκε επίσης κατά 4,6%, από 155,4 δισ. ευρώ σε 162,6 δισ. ευρώ.
Παρά τη βελτίωση του εισοδήματος, το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών παρέμεινε αρνητικό. Το 2024 διαμορφώθηκε στο -2,5%, ελαφρώς χαμηλότερα από το -2,4% του 2023, υποδηλώνοντας ότι η κατανάλωση εξακολουθεί να υπερβαίνει το διαθέσιμο εισόδημα, με αποτέλεσμα οι πολίτες να αντλούν από αποθέματα ή δανεισμό για να καλύψουν τις ανάγκες τους.
Σταθερότητα καταγράφεται στις επενδύσεις των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων, οι οποίες αντιστοιχούν στο 25,2% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας, έναντι 25,1% το 2023, δείχνοντας συγκρατημένη αλλά σταθερή δυναμική στον ιδιωτικό τομέα.
Όσον αφορά τη γενική κυβέρνηση, το ισοζύγιο καθαρής χορήγησης ή λήψης δανείων παραμένει αρνητικό, αποτυπώνοντας τη συνεχιζόμενη δημοσιονομική πίεση και τις αυξημένες χρηματοδοτικές ανάγκες.
Η ΕΛΣΤΑΤ σημειώνει ότι τα στοιχεία των μη χρηματοοικονομικών λογαριασμών είναι ευθυγραμμισμένα με τις πρόσφατες αναθεωρήσεις των εθνικών λογαριασμών και ότι τυχόν μικρές αποκλίσεις σε επιμέρους δείκτες της Γενικής Κυβέρνησης οφείλονται σε χρονικές διαφορές δημοσίευσης.
Συνολικά, τα προσωρινά στοιχεία για το 2024 δείχνουν ότι η ελληνική οικονομία διατήρησε θετικούς ρυθμούς αύξησης στο εισόδημα και την κατανάλωση, αλλά με αυξανόμενα ελλείμματα στο εξωτερικό ισοζύγιο και διαρκώς αρνητική αποταμίευση, υποδηλώνοντας δομικές ανισορροπίες μεταξύ παραγωγής, κατανάλωσης και εξωτερικής χρηματοδότησης.
Το συνολικό συμπέρασμα από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2024 είναι ότι η ελληνική οικονομία παρουσιάζει μια εύθραυστη και άνιση ισορροπία: υπάρχει ονομαστική αύξηση εισοδημάτων και κατανάλωσης, αλλά αυτή η βελτίωση δεν στηρίζεται σε παραγωγική βάση — αντίθετα, συνοδεύεται από διεύρυνση του εξωτερικού ελλείμματος, αρνητική αποταμίευση και αύξηση του δανεισμού από το εξωτερικό.
Πιο συγκεκριμένα:
- Η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος κατά 4,5% και της κατανάλωσης κατά 4,6% δείχνει ότι τα νοικοκυριά ξοδεύουν περισσότερο, πιθανότατα λόγω πληθωριστικών πιέσεων, επιδομάτων και ήπιων αυξήσεων μισθών. Δεν πρόκειται όμως για ένδειξη διατηρήσιμης ευημερίας, αφού η αποταμίευση παραμένει αρνητική (-2,5%), δηλαδή οι πολίτες καταναλώνουν περισσότερα από όσα κερδίζουν.
- Το έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών, που αυξήθηκε στα 13,1 δισ. ευρώ, αποκαλύπτει ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να εισάγει πολύ περισσότερα από όσα εξάγει — ένα χρόνιο διαρθρωτικό πρόβλημα.
- Η καθαρή λήψη δανείων 13 δισ. ευρώ σημαίνει ότι η οικονομία, στο σύνολό της, χρειάζεται εξωτερική χρηματοδότηση για να διατηρήσει την κατανάλωση και τις επενδύσεις της — μια κατάσταση που θυμίζει την περίοδο προ κρίσης, απλώς με πιο ήπιους ρυθμούς.
- Οι επενδύσεις των επιχειρήσεων μένουν στάσιμες, γύρω στο 25% της προστιθέμενης αξίας, γεγονός που δείχνει έλλειψη πραγματικής παραγωγικής επέκτασης.
- Το δημοσιονομικό ισοζύγιο παραμένει ελλειμματικό, πράγμα που σημαίνει ότι το κράτος συνεχίζει να δανείζεται, έστω και σε πιο ελεγχόμενα επίπεδα, για να στηρίξει τη ζήτηση.
Συνολικά, η εικόνα είναι μιας οικονομίας που κινείται πάνω σε δανεικά και κατανάλωση, όχι σε αύξηση παραγωγικότητας ή εξαγωγικής ισχύος. Το διαθέσιμο εισόδημα αυξάνεται, αλλά δεν δημιουργεί πλεόνασμα — το απορροφά η ακρίβεια, η υπερκατανάλωση και η εξάρτηση από εισαγόμενα αγαθά.
Εν ολίγοις, η ανάπτυξη του 2024 δεν είναι βιώσιμη, καθώς συντηρείται περισσότερο από ροές χρήματος και λιγότερο από πραγματική παραγωγή. Η Ελλάδα παραμένει ευάλωτη σε εξωτερικά σοκ, όπως αυξήσεις επιτοκίων, ενεργειακές κρίσεις ή επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας, αφού η εσωτερική της δυναμική εξακολουθεί να βασίζεται σε κατανάλωση χωρίς αποταμίευση και εισόδημα χωρίς παραγωγικότητα.

