Έντονη αντίδραση προκάλεσαν οι πρόσφατες δηλώσεις του πρώην Υπουργού Εξωτερικών, Νίκου Δένδια, από πλευράς της Ελληνικής Λύσης, αναφορικά με τη συμφωνία οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας. Ο κ. Δένδιας χαρακτήρισε τη συμφωνία ως «απόδειξη της προσήλωσης της χώρας στο Διεθνές Δίκαιο», υποστηρίζοντας ότι «μεγάλωσε την Ελλάδα», προκαλώντας την άμεση αντίδραση του κόμματος της αντιπολίτευσης.
Στην επίσημη ανακοίνωσή της, η Ελληνική Λύση κάνει λόγο για «προκλητικούς ισχυρισμούς» και χαρακτηρίζει τη συμφωνία όχι ως επιτυχία, αλλά ως μείζονα διπλωματική ήττα. Όπως σημειώνεται, «η Ελλάδα, όχι μόνο δεν επεκτάθηκε, αλλά προχώρησε στη νομιμοποίηση της ‘μειωμένης επήρειας’ των ελληνικών νησιών, δηλαδή της μείωσης των κυριαρχικών της δικαιωμάτων, σύμφωνα με μια διεθνή πρακτική που δεν κατοχυρώνεται στο Διεθνές Δίκαιο». Το κόμμα προσθέτει ότι η συγκεκριμένη επιλογή αποτελεί «παγκόσμια πρωτοτυπία» και «παραδοχή συρρίκνωσης».
Η κριτική στρέφεται προσωπικά και στον κ. Δένδια, καθώς και στη Νέα Δημοκρατία συνολικά, με την Ελληνική Λύση να τονίζει ότι «οι υποστηρικτές αυτής της συμφωνίας θα μείνουν στην ιστορία ως οι αυτουργοί της εθνικής υποχώρησης».
Από την άλλη πλευρά, ο κ. Δένδιας υπερασπίστηκε επανειλημμένα τη συμφωνία με την Ιταλία, τονίζοντας ότι πρόκειται για ένα «υποδειγματικό και επωφελές διπλωματικό κείμενο», το οποίο κατοχυρώνει την επήρεια των ελληνικών νησιών και ενισχύει την επιχειρηματολογία της χώρας απέναντι στις τουρκικές προκλήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο πρώην ΥΠΕΞ έχει δηλώσει πως η συμφωνία αποτελεί παράδειγμα καλής πίστης και συνεργασίας, σε πλήρη ευθυγράμμιση με τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS), την οποία και οι δύο χώρες έχουν υπογράψει.
Η συμφωνία, η οποία κυρώθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων το 2020, αφορούσε την οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) Ελλάδας–Ιταλίας στη βάση της ήδη ισχύουσας συμφωνίας υφαλοκρηπίδας του 1977. Παρά ταύτα, η συμφωνία αυτή προκάλεσε διχογνωμίες: ορισμένοι αναλυτές τη θεωρούν σημαντικό βήμα εμπέδωσης της διεθνούς νομιμότητας, ενώ άλλοι την αντιμετωπίζουν ως επικίνδυνο προηγούμενο ενόψει πιθανών διαπραγματεύσεων με άλλες χώρες, κυρίως την Αίγυπτο ή τη Λιβύη.
Η Ελληνική Λύση, με τη γνωστή εθνικοκεντρική ρητορική της, επιχειρεί να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά τις ανησυχίες μέρους της κοινής γνώμης, που θεωρεί πως τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας ενδέχεται να υπονομευτούν στο όνομα της διπλωματικής “λογικής” και της πολιτικής συνδιαλλαγής.
Η αντιπαράθεση γύρω από τη συμφωνία με την Ιταλία, επαναφέρει στο προσκήνιο τη βαθύτερη διαφωνία γύρω από την ελληνική εξωτερική πολιτική: Πρέπει η Ελλάδα να επιδιώκει λύσεις μέσω διακρατικών συμφωνιών και διεθνούς δικαίου, ακόμη και αν αυτό συνεπάγεται ορισμένες παραχωρήσεις; Ή οφείλει να διατηρεί σκληρή και αδιαπραγμάτευτη στάση σε όλα τα μέτωπα;