Μια ευρείας κλίμακας αναδιάταξη ισχύος βρίσκεται σε εξέλιξη στη Μέση Ανατολή, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να επιχειρούν τη διαμόρφωση ενός νέου πλαισίου ασφαλείας και γεωπολιτικής σταθερότητας, το οποίο εξυπηρετεί πρωτίστως τα αμερικανικά συμφέροντα. Στο επίκεντρο αυτής της στρατηγικής ανασύνταξης βρίσκεται η προσπάθεια οικοδόμησης ενός συντονισμένου μετώπου απέναντι στο Ιράν, το οποίο παραμένει το βασικό αγκάθι στην αμερικανική πολιτική για την ευρύτερη περιοχή.
Στόχος αυτής της νέας τάξης πραγμάτων είναι η εξουδετέρωση ή τουλάχιστον η δραστική αποδυνάμωση της ιρανικής επιρροής, όχι μόνο στη Μέση Ανατολή αλλά και στον Καύκασο και την Ανατολική Μεσόγειο. Για τον λόγο αυτό, οι ΗΠΑ επιχειρούν να ενισχύσουν τη συνεργασία μεταξύ των περιφερειακών παικτών που θεωρούνται κρίσιμοι για την επίτευξη αυτού του στόχου: η Τουρκία, το Ισραήλ, η Αίγυπτος και το Κατάρ.
Η «ομαλοποίηση» Τουρκίας – Ισραήλ ως στρατηγικός πυλώνας
Η αποκατάσταση και αναβάθμιση των σχέσεων μεταξύ Άγκυρας και Τελ Αβίβ εμφανίζεται ως βασική προϋπόθεση για την επιτυχία της αμερικανικής στρατηγικής. Οι ΗΠΑ θεωρούν ότι οι δύο χώρες διαθέτουν κοινούς στρατηγικούς στόχους – πρωτίστως τον περιορισμό της επιρροής της Τεχεράνης. Η συνεργασία Ισραήλ – Τουρκίας θεωρείται κρίσιμη, όχι μόνο σε επίπεδο πληροφοριών και άμυνας, αλλά και στον ενεργειακό και οικονομικό τομέα.
Η πρόσφατη «Διακήρυξη Διαρκούς Ειρήνης και Ευημερίας», που υπεγράφη από τον τέως πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και τους ηγέτες της Τουρκίας, της Αιγύπτου και του Κατάρ, αποτελεί ένα ακόμα βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση. Αν και παρουσιάστηκε ως μια πρωτοβουλία για την ειρήνευση στη Γάζα, η ουσία του σχεδίου εντοπίζεται αλλού: στην ενίσχυση της περιφερειακής αποδοχής του Ισραήλ, χωρίς όμως να ικανοποιείται η βασική παλαιστινιακή διεκδίκηση για αναγνώριση κράτους με τα σύνορα του 1967.
Αναλυτές υποστηρίζουν ότι το εν λόγω σχέδιο, παρά τις ωραίες διατυπώσεις περί ευημερίας και σταθερότητας, αποτελεί ουσιαστικά μια στρατηγική μεταμφίεση μιας Συνθήκης των Σεβρών για τους Παλαιστινίους – μια διευθέτηση που επιβάλλεται ερήμην των βασικών ενδιαφερομένων και χωρίς να ικανοποιεί ούτε κατ’ ελάχιστο τις ιστορικές και πολιτικές τους απαιτήσεις.
Ανατροπές στη Συρία – Νέα ισορροπία με επίκεντρο τους Κούρδους
Ένα άλλο κομβικό σημείο της αμερικανικής στρατηγικής είναι η Συρία. Η Ουάσινγκτον εγκαταλείπει σταδιακά τη θέση περί «ενιαίου συριακού κράτους» υπό τον Μπασάρ αλ-Άσαντ, υιοθετώντας μια πιο πραγματιστική στάση, που επιδιώκει τη μερική ενσωμάτωση των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF) – με κυρίαρχη κουρδική συνιστώσα – στις θεσμικές δομές της Δαμασκού.
Το σχέδιο που προωθήθηκε, σύμφωνα με πληροφορίες, από τον Αμερικανό πρέσβη στην Άγκυρα Τομ Μπαράκ και τον διοικητή της Κεντρικής Διοίκησης των ΗΠΑ (CENTCOM) Μπραντ Κούπερ, προβλέπει τη δημιουργία τριών κουρδικών μεραρχιών εντός του συριακού στρατού. Αν και η Συρία δεν μετατρέπεται επισήμως σε ομοσπονδιακό κράτος, υιοθετείται ένα μοντέλο αποκέντρωσης που επιτρέπει στους Κούρδους – και δυνάμει και σε άλλες εθνοθρησκευτικές ομάδες – να αποκτήσουν ένα είδος αυτοδιοίκησης.
Η ρύθμιση αυτή ενδέχεται να επηρεάσει και τις εσωτερικές εξελίξεις στην Τουρκία, όπου το Κουρδικό ζήτημα βρίσκεται σε νέα φάση «διαχείρισης», με τους Αμερικανούς να ενθαρρύνουν ένα μοντέλο συνύπαρξης Τούρκων, Κούρδων και Αράβων. Αυτό το ετερογενές σχήμα, στο οποίο η Τουρκία δεν αντιτίθεται ανοιχτά, αποτελεί βασικό συστατικό του αντιιρανικού μετώπου που επιδιώκουν να συγκροτήσουν οι ΗΠΑ.
Ο Διάδρομος Ζανγκεζούρ ως βόρειος μοχλός πίεσης στο Ιράν
Ο λεγόμενος «Διάδρομος Τραμπ» – δηλαδή ο Διάδρομος Ζανγκεζούρ που συνδέει την Αζερμπαϊτζάν με την Τουρκία μέσω Αρμενίας – θεωρείται επίσης κρίσιμος στη στρατηγική περικύκλωσης του Ιράν. Σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες, η Ουάσινγκτον προωθεί ένα σχέδιο που προβλέπει τον πλήρη έλεγχο του διαδρόμου από αμερικανικές εταιρείες και ένοπλες ιδιωτικές δυνάμεις (μισθοφόρους) για 99 χρόνια.
Η σημασία του συγκεκριμένου διαδρόμου δεν είναι μόνο οικονομική ή εμπορική, αλλά κυρίως γεωστρατηγική: αποτελεί το βόρειο ανάχωμα σε ενδεχόμενη επιρροή της Τεχεράνης στον Νότιο Καύκασο και συμβάλλει στην απομόνωση του Ιράν τόσο από τη Ρωσία όσο και από τη δυτική σφαίρα.
Στον σχεδιασμό αυτό εμπλέκεται ενεργά και το ΝΑΤΟ, το οποίο επανενεργοποιεί τη δράση του στην ευρύτερη περιφέρεια της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Η έκθεση της Ειδικής Ομάδας του ΝΑΤΟ για τη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, που υπογράφεται από τον βουλευτή του CHP Ουτκού Τσακιρόζερ, επικεντρώνεται στην «απειλή» που συνιστά το Ιράν για την περιφερειακή και ευρωατλαντική ασφάλεια.
Η εν λόγω έκθεση παρουσιάστηκε σε κοινή συνεδρίαση στην Κωνσταντινούπολη, με τη συμμετοχή τόσο κυβερνητικών βουλευτών του AKP όσο και εκπροσώπων της αντιπολίτευσης, επιβεβαιώνοντας τη διακομματική αποδοχή της στρατηγικής σύμπλευσης με το ΝΑΤΟ και, κατ’ επέκταση, με τις αμερικανικές επιδιώξεις στην περιοχή.
Η δήλωση του προέδρου του CHP, Özgür Özel, στην τουρκική έκδοση του CNN – σύμφωνα με την οποία το κόμμα του υποστηρίζει πλήρως την ευρωπαϊκή και δυτική ολοκλήρωση και επιδιώκει μια ισχυρότερη σχέση με το ΝΑΤΟ – αποτυπώνει ανάγλυφα αυτή τη νέα συναίνεση, ανεξαρτήτως εσωτερικών πολιτικών διαφορών.
Ελλάδα και Κύπρος: Οι γεωπολιτικές παρενέργειες του νέου δόγματος
Μέσα σε αυτό το ταχύτατα μεταβαλλόμενο τοπίο, η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία οφείλουν να επαναξιολογήσουν τη θέση και τον ρόλο τους. Η αποκατάσταση των σχέσεων Τουρκίας – Ισραήλ δεν αποτελεί απλώς διμερές ζήτημα· επηρεάζει άμεσα τις ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο, τον ενεργειακό σχεδιασμό της περιοχής, τη διπλωματική απομόνωση της Τουρκίας που είχε επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια, καθώς και τις εξελίξεις στο Κυπριακό και στο Αιγαίο.
Η νέα περιφερειακή τάξη, που συγκροτείται σταδιακά υπό αμερικανική καθοδήγηση, δεν φαίνεται να αφήνει περιθώρια για μακροχρόνιες εκκρεμότητες ή για «ιδιαιτερότητες» που αποσταθεροποιούν τη μεγάλη εικόνα. Η Ουάσινγκτον, όπως και οι σύμμαχοί της, επιθυμούν να κλείσουν ανοιχτά μέτωπα, ακόμη και με «επιβολή λύσεων» αν χρειαστεί, προκειμένου να επικεντρωθούν στη συγκράτηση του Ιράν και στην ανάσχεση της ρωσικής και κινεζικής διείσδυσης.
Υπό αυτό το πρίσμα, το Κυπριακό, η οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών και το ενεργειακό παζλ στην Ανατολική Μεσόγειο ενδέχεται να τεθούν σε νέα βάση – με τα περιθώρια ελιγμών για Ελλάδα και Κύπρο να μειώνονται αισθητά.
Η ιστορική συγκυρία απαιτεί ψύχραιμη αλλά και αποφασιστική αναπροσαρμογή της ελληνικής και κυπριακής εξωτερικής πολιτικής. Η διαμορφούμενη τάξη πραγμάτων στην περιοχή δεν προμηνύει απλώς αλλαγές· προδιαγράφει νέα δεδομένα, τα οποία ενδέχεται να προκαλέσουν πιέσεις για συμβιβασμούς ή αναθεώρηση παγιωμένων θέσεων.
Η Αθήνα και η Λευκωσία καλούνται να κινηθούν με στρατηγική διορατικότητα, ενισχύοντας τις διεθνείς τους συμμαχίες, διαφυλάσσοντας τις εθνικές τους θέσεις, αλλά και προετοιμάζοντας εναλλακτικά σενάρια σε ένα γεωπολιτικό περιβάλλον που μεταβάλλεται ραγδαία – όχι πάντα προς όφελος των παραδοσιακών ισορροπιών.

