Η Ελλάδα του 2025 θυμίζει όλο και περισσότερο εκείνη τη χώρα λίγο πριν ξεσπάσει η κρίση του 2009. Τότε που η «ανάπτυξη» ήταν χτισμένη πάνω σε φούσκες, δάνεια, Ολυμπιακά έργα και επιδοτήσεις που μοιράζονταν απλόχερα χωρίς σχέδιο, χωρίς αντίκρισμα. Σήμερα η εικόνα μοιάζει επικίνδυνα ίδια. Μόνο που τώρα, το παρασκήνιο είναι ακόμη πιο σκοτεινό.
Λίστες Πέτσα, σκάνδαλα με κονδύλια του ΟΠΕΚΕΠΕ, υποκλοπές τύπου Predator, σιωπή γύρω από εγκλήματα όπως τα Τέμπη. Το κράτος δείχνει να έχει παραδοθεί ολοκληρωτικά στη λογική της συγκάλυψης και της επιβίωσης μιας ελίτ, την ώρα που η κοινωνία ασφυκτιά.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη φαίνεται να αναπαράγει ένα μοντέλο ψεύτικης ευημερίας. Η βιτρίνα είναι γεμάτη ωραία λόγια, επενδύσεις, επιδόσεις και στατιστικά. Από πίσω όμως, η πραγματική οικονομία βυθίζεται. Οι μισθοί δεν φτάνουν, τα ενοίκια εκτοξεύονται, οι λογαριασμοί πιέζουν κάθε νοικοκυριό. Η κρίση δεν είναι κάτι που «θα έρθει». Είναι ήδη εδώ. Και το χειρότερο είναι πως όλα δείχνουν ότι σχεδιάστηκε έτσι ώστε η επόμενη κυβέρνηση, όποια κι αν είναι, να βρει μπροστά της γκρεμό.
Ο τουρισμός συνεχίζει να προβάλλεται ως εθνικό πλεονέκτημα, αλλά στην πραγματικότητα έχουμε καταντήσει μια χώρα-ξενοδοχείο. Το 25% του ΑΕΠ εξαρτάται από αυτόν, και σε πολλές περιοχές – ιδιαίτερα νησιωτικές – η υπερεκμετάλλευση του νερού, της γης, των υποδομών, έχει φτάσει σε οριακό σημείο. Ο ίδιος ο επικεφαλής της ΕΥΔΑΠ έχει προειδοποιήσει ότι θα ξεμείνουμε από νερό. Ο τουρισμός δεν είναι κακός από μόνος του, αλλά όταν γίνεται αυτοσκοπός, διαλύει τα πάντα γύρω του.
Την ίδια ώρα, οι τιμές των ακινήτων εκτοξεύονται. Στην Αθήνα, το τετραγωνικό έχει σχεδόν διπλασιαστεί από το 2018. Οι νέοι δεν μπορούν να νοικιάσουν, πόσο μάλλον να αγοράσουν σπίτι. Ολόκληρες γειτονιές μετατρέπονται σε Airbnb, ενώ ξένοι επενδυτές αγοράζουν μαζικά διαμερίσματα. Η μεσαία τάξη εξαφανίζεται και οι πόλεις χάνουν τον χαρακτήρα τους. Κι όλα αυτά τη στιγμή που παρουσιάζεται ως επιτυχία η άνοδος των τιμών. Είναι ξανά η ίδια ταινία, δεύτερη προβολή.
Η διαφθορά μοιάζει με καρκίνο που εξαπλώνεται χωρίς να βρίσκει αντίσταση. Κάθε μέρα έρχονται στο φως στοιχεία για σκάνδαλα, στημένα προγράμματα, αναθέσεις με φωτογραφικά κριτήρια. Το κράτος λειτουργεί σαν εργαλείο εξυπηρέτησης συμφερόντων. Η περίπτωση του ΟΠΕΚΕΠΕ είναι ενδεικτική. Επιδοτήσεις μοιράζονται χωρίς έλεγχο, μέσω ΚΥΔ και ιδιωτικών πλατφορμών, και όσοι προσπαθούν να καταγγείλουν βρίσκουν μπροστά τους τείχος. Όπως τότε, πριν τη μεγάλη πτώση, όλοι ήξεραν αλλά κανείς δεν μιλούσε.
Το δημόσιο χρέος συνεχίζει να αυξάνεται, παρά τις κυβερνητικές διαβεβαιώσεις περί «σταθερότητας». Νέα δάνεια, νέες δεσμεύσεις, νέοι φόροι έρχονται, ενώ παρουσιάζεται ως επιτυχία μια λογιστική εξομάλυνση. Η ουσία όμως δεν αλλάζει: το μέλλον υποθηκεύεται ξανά. Αυτή τη φορά όμως, χωρίς να προηγηθεί το πάρτι – μόνο η παρακμή.
Και μέσα σε όλα αυτά, η κοινωνία μοιάζει εξαντλημένη. Ένα στα τρία νοικοκυριά δηλώνει ότι δεν μπορεί να πληρώσει το ρεύμα. Η νεανική ανεργία παραμένει πάνω από 20%. Χιλιάδες νέοι φεύγουν στο εξωτερικό. Αυτοί που μένουν, δουλεύουν σε συνθήκες επισφάλειας, με ελάχιστες απολαβές και καμία ελπίδα για κάτι καλύτερο. Οι λεγόμενοι «εργαζόμενοι φτωχοί» δεν είναι εξαίρεση – είναι ο κανόνας.
Πώς ο Μητσοτάκης άφησε την ύπαιθρο να σβήσει
Σε μια Ελλάδα που μοιάζει κάθε μέρα να αποκόπτεται όλο και περισσότερο από τις ρίζες της, η τραγική αδυναμία διαχείρισης του πρωτογενούς τομέα δεν είναι απλώς ένα ακόμα κυβερνητικό φιάσκο. Είναι μια συστηματική εγκατάλειψη της υπαίθρου, μια πολιτική αδιαφορίας που οδηγεί στον αφανισμό ανθρώπων, τόπων και παραδόσεων. Παρακολουθώντας τις αντιδράσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη μπροστά σε κάθε νέο σκάνδαλο, κανείς δεν ξέρει τι να υποθέσει: έχουμε να κάνουμε με έναν πρωθυπουργό που δεν έχει εικόνα του χάους ή με έναν που βρίσκεται μέσα του μέχρι τον λαιμό;
Η υπόθεση των παράνομων επιδοτήσεων και το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ είναι απλώς η κορυφή ενός παγόβουνου που ξεκίνησε να σχηματίζεται χρόνια πριν. Όσοι γνωρίζουν τα ζητήματα της αγροτικής πολιτικής επιμένουν πως αν είχε εφαρμοστεί το σχέδιο διαχείρισης βοσκοτόπων, όπως είχε εγκριθεί από το 2017 με κοινή υπουργική απόφαση, οι διαστάσεις του σκανδάλου θα ήταν σαφώς περιορισμένες. Το σχέδιο εκείνο δεν ήταν κάποιο μεγαλόπνοο όραμα. Ήταν ένα αυτονόητο εργαλείο για την κατανομή των ενισχύσεων με δίκαιο τρόπο, για την αποτροπή εκτεταμένης απάτης, για την αναχαίτιση της φυγής από την ύπαιθρο, για την προστασία των δασών και, εν τέλει, για την αύξηση των κοινοτικών κονδυλίων που θα έφταναν πραγματικά στα χέρια των κτηνοτρόφων.
Η υλοποίησή του όμως παραπέμφθηκε στις ελληνικές καλένδες. Και τώρα, που το σύστημα έχει καταρρεύσει και οι θεσμοί δείχνουν ανίκανοι να διαχειριστούν τις ίδιες τους τις παραλείψεις, το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης υπόσχεται ότι οι σχετικές μελέτες θα είναι έτοιμες στο τέλος του 2026. Ενώ η χώρα φλέγεται και το αγροτικό εισόδημα διαλύεται, η απάντηση είναι άλλη μια αναβολή. Η κυβέρνηση αναγγέλλει σχέδια για το μέλλον ενώ το παρόν καταρρέει, κι ο πρωτογενής τομέας μαραζώνει υπό το βάρος της θεσμικής αδιαφορίας και της διοικητικής ακινησίας.
Οι διαχειριστικές μελέτες θα μπορούσαν να προσφέρουν έναν στοιχειώδη σχεδιασμό: να προσδιορίσουν με ακρίβεια τα ζώα που αντέχει κάθε βοσκότοπος και να εξασφαλίσουν ότι οι ενισχύσεις θα κατευθύνονται δίκαια. Παράλληλα, θα αναχαίτιζαν τη μετάβαση στη σταυλισμένη κτηνοτροφία, που υπονομεύει την παράδοση και εντείνει το κόστος παραγωγής. Αλλά μια χώρα με νομαδική κτηνοτροφία χρειάζεται και βοσκούς, και σε λίγο δεν θα απομένει ούτε ήχος καμπάνας στα βουνά της Ελλάδας. Τα κουδούνια θα σιωπήσουν. Οι στάνες θα αδειάσουν. Και ο τόπος θα γίνει μια φωτογραφία του παρελθόντος.
Οι συνέπειες αυτής της θεσμικής ανεπάρκειας δεν περιορίζονται στην οικονομία. Οι πυρκαγιές στα δάση φανερώνουν πλέον με τον πιο σκληρό τρόπο τι σημαίνει η απουσία ισορροπημένης διαχείρισης. Οι βοσκότοποι που καθαρίζονται φυσικά από τα κοπάδια λειτουργούν σαν φυσικά φράγματα στη φωτιά. Συμβάλλουν στην πρόληψη, στη συγκράτηση της εξάπλωσης, στην προστασία του εδάφους και των υδάτινων πόρων. Αλλά όλα αυτά απαιτούν στρατηγική και συνέχεια. Αντί αυτών, η ελληνική πολιτεία περιορίζεται σε βραχύβιες παροχές και επιδοματικές πολιτικές που καταρρέουν στην πρώτη κρίση, αφήνοντας την ευθύνη στους ώμους των λίγων που ακόμα επιμένουν να παράγουν.
Και όσο οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι δίνουν μάχες επιβίωσης χωρίς θεσμική στήριξη, βλέπουν ταυτόχρονα και τη γεωργική και διατροφική ταυτότητα της χώρας να ξεπουλιέται. Η Λήμνος, νησί με χιλιάδες αιγοπρόβατα, παραμένει εδώ και μήνες χωρίς κτηνιατρική υπηρεσία, ενώ η Βουλγαρία ιδρύει κρατικές σχολές εκπαίδευσης βοσκών, εφαρμόζει σοβαρά σχέδια αναδάσωσης και προστατεύει τη φύση με πολιτικές συνέπειας. Η φωτιά στη Δαδιά κράτησε για μέρες, αλλά σταμάτησε στο σημείο που άρχιζε το βουλγαρικό δάσος. Στην ίδια οροσειρά, η μια πλευρά καίγεται και η άλλη επιβιώνει. Δεν είναι σύμπτωση. Είναι σχέδιο.
Η χώρα δεν χάνει μόνο επιδοτήσεις, δάση και παραγωγή. Χάνει και την πολιτισμική της ταυτότητα. Το 2023, ενώ στην Ελλάδα διαρκούσε ένας μίζερος και υποκινούμενος δημόσιος καβγάς για το στραγγιστό γιαούρτι και τα δικαιώματα της παραδοσιακής παρασκευής, η Βουλγαρία κατάφερε να κατοχυρώσει ευρωπαϊκά ΠΟΠ για το γιαούρτι της. Την ώρα που οι ελληνικές εταιρείες επέλεγαν να παράγουν με σκόνες και shortcuts, η παράδοση έγινε προϊόν προς κατοχύρωση από τρίτους. Και όταν χάνονται τέτοιες μάχες, δεν φταίνε μόνο οι επιχειρηματίες, αλλά και όσοι υποτίμησαν τη σημασία της πολιτισμικής προστασίας.
Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ δικαίως μονοπωλεί την επικαιρότητα, αλλά είναι απλώς η συμπύκνωση ενός βαθύτερου, δομικού προβλήματος: της εθνικής καχεξίας και της θεσμικής παρακμής. Πίσω από τα εκατομμύρια που διοχετεύτηκαν χωρίς δικαιούχους, πίσω από τα πλαστά δικαιολογητικά, πίσω από την εκποίηση των ευρωπαϊκών εργαλείων στήριξης, κρύβεται μια χώρα χωρίς διοίκηση, χωρίς συνέχεια, χωρίς σχέδιο. Μια χώρα που κοιτάζει την ύπαιθρό της να αργοσβήνει, καθώς ο πολιτικός της κόσμος ανταγωνίζεται για το ποιος θα κάνει το πιο ανώδυνο πέρασμα από την πρωινή τηλεόραση.
Η χώρα δεν οδηγείται απλώς σε κρίση. Ζει ήδη μέσα της. Κι αυτό που θα αφήσει πίσω της η σημερινή κυβέρνηση δεν θα είναι απλώς προβλήματα. Θα είναι μια συνθήκη γενικευμένης φθοράς, οικονομικής και θεσμικής αποσύνθεσης, κοινωνικής κόπωσης και περιβαλλοντικής καταστροφής. Δεν θα είναι απλώς μια δύσκολη συγκυρία, αλλά κάτι πολύ πιο βαθύ και επικίνδυνο. Και όταν έρθει η ώρα της αποτίμησης, το ερώτημα δεν θα είναι αν υπήρξε υπερβολή ή ατυχία. Θα είναι ποιος τα σχεδίασε όλα αυτά και γιατί. Και κυρίως, ποιος θα πληρώσει τον λογαριασμό.