Οι ευρω-ελίτ που κτίζουν την πολιτική κανονικότητα εμφανίζουν μια διάσταση επικίνδυνης ασυνέχειας: ενώ για μεγάλο μέρος της κοινωνίας συνιστούν πρόσωπα επαίσχυντης ανικανότητας, παραμένουν σταθερά αναβαθμισμένοι στον πυρήνα της εξουσίας.
Το φαινόμενο αυτό δεν είναι τυχαίο. Αντανακλά τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί σήμερα η επιλογή και η διατήρηση της εξουσίας — ένα σύστημα όπου η «ικανότητα» έχει μεταβληθεί από περιγραφικό σε εργαλειακό μέγεθος. Δεν μετρά πόσο αποτελεσματικός είναι ο ηγέτης για την κοινωνία, αλλά πόσο πιστά υπηρετεί τα δίκτυα που τον ανέδειξαν.
Στο επίκεντρο αυτού του παραδόξου βρίσκονται πρόσωπα όπως ο Στάρμερ, ο Μακρόν, ο Μητσοτάκης, η Λάιεν, ο Τουσκ, ο Ρούτε και η Κάλλας — επώνυμα δείγματα μιας τάξης πολιτικών που, ανεξάρτητα από δημόσια κριτική ή αποτυχίες, παραμένουν λειτουργικά χρήσιμα στο σύστημα.
Για να κατανοήσουμε τι σημαίνει σήμερα «ικανότητα» στις ανώτατες σφαίρες της ευρωπαϊκής πολιτικής, χρειάζεται να ξεφύγουμε από την επιφανειακή εκτίμηση της διοικητικής επάρκειας. Στο διατλαντικό πλαίσιο, ικανός θεωρείται εκείνος που ευθυγραμμίζεται με τους στρατηγικούς στόχους των μεγάλων διεθνών συμφερόντων: ενισχύει στρατιωτικές δαπάνες, εφαρμόζει πολιτικές λιτότητας, νομιμοποιεί επεμβάσεις και εξασφαλίζει πρόσβαση των επιχειρηματικών δυνάμεων στα κέντρα λήψης αποφάσεων.
Η περίπτωση της προέδρου της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, είναι χαρακτηριστική. Η άνοδός της στην προεδρία, όπως και οι κομματικές και οικογενειακές διασυνδέσεις που τη στηρίζουν, αποδεικνύουν ότι η επιλογή κορυφαίων αξιωμάτων στην Ευρώπη υπακούει συχνά σε κριτήρια συγγένειας με το κύκλωμα της εξουσίας και όχι σε αποδεδειγμένη διοικητική ικανότητα.
Η συμφωνία της με την αμερικανική διοίκηση, που άνοιξε πόρτες στην επιρροή πολυεθνικών και διευκόλυνε αμερικανικές επιχειρηματικές εισόδους στην ευρωπαϊκή αγορά, δείχνει αυτή τη διπλή όψη: για κάποιους πρόκειται για «επιτυχία» συμμαχικής πολιτικής· για πολλούς πολίτες, όμως, αποτελεί πράξη που υπονομεύει τη δημόσια κυριαρχία και τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Το ερώτημα λοιπόν είναι: ικανότητα για ποιον; Η «ικανότητα» των ευρω-ελίτ αποτιμάται ως λειτουργική αξία για το διατλαντικό σύστημα — για την προώθηση κεφαλαίων, τη διαχείριση πόρων, τη διατήρηση ενός αφηγήματος ασφάλειας που απαιτεί διαρκείς θυσίες από τις κοινωνίες.
Όταν αυτό το σύστημα τίθεται πάνω από τις ανάγκες των πολιτών, η «ικανότητα» παύει να είναι δημόσιο αγαθό και μετατρέπεται σε εργαλείο διαχείρισης κοινωνικής υποταγής.
Η διαδικασία επιλογής των ηγεσιών στις υπερεθνικές δομές βασίζεται σε λογικές συγγενειοκρατίας, διασυνδέσεων και ιδεολογικής σύμπνοιας. Οι ηγέτες δεν επιλέγονται για την τεχνοκρατική τους επάρκεια, αλλά για την ικανότητά τους να διασφαλίζουν τη συνοχή του διατλαντικού μπλοκ. Έτσι εξηγούνται οι πολιτικές που επιβάλλονται: αύξηση στρατιωτικών δαπανών, περιστολή κοινωνικών υπηρεσιών, ενίσχυση της «ευελιξίας» στην εργασία.
Τα μέσα ενημέρωσης, τα think tanks και οι ακαδημαϊκές δεξαμενές ιδεών παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση αυτής της λογικής. Χρηματοδοτούμενα και ελεγχόμενα, αναπαράγουν το αφήγημα της «αναγκαίας σταθερότητας» και εξυμνούν την «ικανότητα» των ηγετών που υπηρετούν πιστά τη γεωπολιτική και οικονομική ατζέντα.
Στο εσωτερικό της Ευρώπης, αυτή η μετατόπιση αξιών προκαλεί ένα ολοένα βαθύτερο ρήγμα μεταξύ πολιτικής και κοινωνίας. Οι πολίτες βιώνουν την πίεση: φθίνουσες δημόσιες υπηρεσίες, αυξανόμενο κόστος ζωής, αβεβαιότητα. Την ίδια στιγμή, οι ηγεσίες προβάλλουν ως «επιτυχία» τις επιλογές που οδηγούν σε κοινωνική φθορά.
Όσο το χάσμα μεγαλώνει, τόσο η εξουσία στρέφεται στη διαχείριση της έντασης — με νομοθετικές παρεμβάσεις, με κατασταλτικά μέτρα, με αφηγήματα «ασφάλειας» που δικαιολογούν τον περιορισμό ελευθεριών. Η δημοκρατία συρρικνώνεται όχι επειδή οι διαδικασίες καταλύονται, αλλά επειδή αδειάζουν από ουσιαστική συμμετοχή.
Σε διεθνές επίπεδο, η «ικανότητα» των ευρω-ελίτ μεταφράζεται σε ενίσχυση στρατιωτικών δομών, σε πολιτικές εξάρτησης και σε ενεργειακές στρατηγικές που εξυπηρετούν τις ίδιες ισχυρές συμμαχίες. Ο φαύλος κύκλος της στρατιωτικοποίησης και της κοινωνικής πίεσης παράγει ένα πολιτικό περιβάλλον όπου η εξουσία αυτοτροφοδοτείται μέσω του φόβου.
Η κρίση αυτή είναι και μεθοδολογική: ο τρόπος αξιολόγησης των ηγεσιών πρέπει να επανεξεταστεί. Αν η «ικανότητα» παραμένει συνώνυμη της υπακοής στα δίκτυα εξουσίας, η δημοκρατία θα συνεχίσει να υπονομεύεται. Αντίθετα, πρέπει να οριστεί εκ νέου ως η ικανότητα επίλυσης κοινωνικών προβλημάτων, ενίσχυσης των κοινών αγαθών και υπευθυνότητας απέναντι στους πολίτες.
Αν αυτή η αναπροσαρμογή δεν συμβεί, η Ευρώπη θα συνεχίσει να κυβερνάται από ηγέτες «ικανούς» μόνο στο να εξυπηρετούν υπερεθνικά συμφέροντα. Και τότε, η κρίση εμπιστοσύνης που σήμερα μοιάζει υπόγεια, θα εκραγεί ως κοινωνική απαίτηση για επαναπροσδιορισμό της ίδιας της έννοιας της εξουσίας.

