Η επίσημη εκδοχή της ελληνικής Πολιτείας, όπως καταγράφηκε στην ανακριτική διαδικασία για την πολύνεκρη τραγωδία των Τεμπών, αποδίδει την αιτία της έκρηξης και της φονικής πυρόσφαιρας που ακολούθησε τη σύγκρουση των δύο αμαξοστοιχιών στα έλαια σιλικόνης που μετέφερε το τρένο. Αυτή η εκδοχή έχει πλέον καθοριστικές νομικές και κοινωνικές προεκτάσεις, καθώς οδήγησε στην κατάθεση αγωγής αποζημίωσης από την οικογένεια του 23χρονου Άγγελου Τηλκερίδη, ο οποίος έχασε τη ζωή του στο σιδηροδρομικό δυστύχημα της 28ης Φεβρουαρίου 2023.
Στο επίκεντρο της υπόθεσης βρίσκονται πλέον τρεις οργανισμοί: η Bayer, η Siemens και ο ΟΣΕ. Η αιχμή του δόρατος στις αγωγές των συγγενών των θυμάτων είναι το συμπέρασμα των κρατικών πραγματογνωμόνων, σύμφωνα με το οποίο τα έλαια σιλικόνης –τα οποία παγκοσμίως θεωρούνται εξαιρετικά ασφαλή– θεωρήθηκαν υπεύθυνα για τη δημιουργία της καταστροφικής πυρκαγιάς και της εκτεταμένης θερμικής έκρηξης. Ως εκ τούτου, ζητείται να διερευνηθεί κατά πόσο οι εταιρείες που τα παρήγαγαν και τα προμήθευσαν φέρουν ευθύνη.
Σημαντικά νέα στοιχεία ήρθαν στο φως μέσω των Data Journalists, οι οποίοι αποκάλυψαν επίσημα έγγραφα που περιλαμβάνονται στη δικογραφία και αφορούν τις προδιαγραφές των επίμαχων ελαίων. Σύμφωνα με τις αποκαλύψεις, τα στοιχεία των εταιρειών Siemens και Bayer για τα έλαια σιλικόνης είχαν κατατεθεί εξ αρχής στις Αρχές, ωστόσο οι αρμόδιοι κρατικοί πραγματογνώμονες δεν τα έλαβαν υπόψη. Αυτό ενίσχυσε τη θέση των οικογενειών που προσφεύγουν δικαστικά, υποστηρίζοντας ότι υπήρξε επιλεκτική αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων με αποτέλεσμα να ενοχοποιηθεί το συγκεκριμένο υλικό.
Από την άλλη πλευρά, αρκετοί ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες, που έχουν οριστεί από συγγενείς θυμάτων, αμφισβητούν ανοιχτά το κρατικό πόρισμα. Σύμφωνα με τη δική τους τεχνική προσέγγιση, οι σιλικόνες –και συγκεκριμένα το προϊόν Baysilone M50 EL, που προσδιορίστηκε από τα στοιχεία της Siemens– έχουν υψηλό σημείο ανάφλεξης (άνω των 300°C), δεν θεωρούνται εύφλεκτες ουσίες και δεν εντάσσονται στις επικίνδυνες κατηγορίες φορτίου, όπως αυτό περιγράφεται από την ευρωπαϊκή και διεθνή νομοθεσία.
Η ίδια στάση κρατήθηκε και από τον επικεφαλής του πορίσματος του ΕΟΔΑΣΑΑΜ, Μπαρτ Ακό, ο οποίος απέκλεισε κατηγορηματικά τα έλαια σιλικόνης ως αιτία πρόκλησης της πυρόσφαιρας και στράφηκε προς την εκδοχή ύπαρξης άλλου εύφλεκτου ή και παράνομου φορτίου.

Στη δικογραφία συμπεριλήφθηκαν τόσο τα δελτία δεδομένων ασφαλείας της Siemens από το 1994, επικαιροποιημένα το 2004, όσο και τα αντίστοιχα της Bayer, τα οποία περιγράφουν αναλυτικά τις φυσικές, χημικές και οικολογικές ιδιότητες των υγρών σιλικόνης. Σε αυτά αναφέρεται πως τα προϊόντα:
-
Δεν είναι επικίνδυνα,
-
Δεν απαιτούν ειδική σήμανση κινδύνου,
-
Δεν θεωρούνται εύφλεκτα,
-
Δεν ταξινομούνται ως επικίνδυνο φορτίο,
-
Δεν έχουν ιστορικό εμπλοκής σε παρόμοια δυστυχήματα σε διεθνές επίπεδο.
Η σύγκρουση των πορισμάτων μεταξύ κρατικών και ανεξάρτητων πραγματογνωμόνων οδηγεί σε μια δικαστική «διπλή παγίδα»:
Αν το δικαστήριο αποδεχθεί ότι τα έλαια σιλικόνης ήταν όντως η αιτία της πυρόσφαιρας, τότε οι εταιρείες Bayer και Siemens ενδέχεται να βρεθούν αντιμέτωπες με τεράστιες αποζημιώσεις και πιθανές αλλαγές στους κανονισμούς ασφάλειας μεταφορών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν όμως η εκδοχή αυτή καταρριφθεί –κάτι που επιχειρείται ήδη από τις νομικές ομάδες των εταιρειών και των τεχνικών συμβούλων των οικογενειών– τότε δημιουργείται ένα ισχυρό δεδικασμένο που επαναφέρει τη συζήτηση για την ύπαρξη άλλου, ενδεχομένως παράνομου και εύφλεκτου φορτίου, στην εμπορική αμαξοστοιχία.
Ο επικεφαλής του ανεξάρτητου πορίσματος του ΕΟΔΑΣΑΑΜ, Μπαρτ Ακό, έχει ήδη δηλώσει πως αποκλείει τα έλαια σιλικόνης ως αιτία της πυρόσφαιρας, σημειώνοντας ότι η διεθνής εμπειρία και βιβλιογραφία δεν περιλαμβάνει κανένα παρόμοιο περιστατικό. Στρέφει μάλιστα το ενδιαφέρον στην εκδοχή ύπαρξης άλλου φορτίου, το οποίο ενδέχεται να μην είχε δηλωθεί ή να μεταφέρθηκε κατά παράβαση των κανόνων ασφαλείας.

Αυτό, όμως, θα επαναφέρει τη δημόσια συζήτηση στην πιθανότητα απόκρυψης κρίσιμων στοιχείων για το τι πραγματικά συνέβη στη μοιραία εμπορική αμαξοστοιχία. Αν, αντίθετα, οι εταιρείες δεν πείσουν και το δικαστήριο αποδεχθεί το σενάριο της ευθύνης των ελαίων σιλικόνης, τότε ανοίγει ο δρόμος για διεκδικήσεις πολυεκατομμυρίων ευρώ σε αποζημιώσεις, ενώ θα υπάρξει ισχυρό προηγούμενο για την αλλαγή των διεθνών κανονισμών μεταφοράς αυτών των ουσιών.



Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι πολλά και πολυεπίπεδα: Ποιος αποφάσισε να αποκλείσει τις τεχνικές εκθέσεις των εταιρειών; Πώς κατέληξαν οι κρατικοί εμπειρογνώμονες σε μια τόσο ασυνήθιστη και πρωτοφανή αιτία για την καταστροφική ανάφλεξη; Υπήρχε πράγματι άγνωστο φορτίο που δεν καταγράφηκε ποτέ; Και, τελικά, μήπως η βιασύνη να αποδοθεί ευθύνη στους κατασκευαστές των ελαίων ήταν μια πολιτικά και νομικά βολική επιλογή;
Η δίκη που ξεκινά τον Μάρτιο του 2026 αναμένεται να μετατραπεί σε ορόσημο για το νομικό και θεσμικό τοπίο των σιδηροδρομικών μεταφορών στην Ευρώπη. Αν η Ελλάδα, ως κράτος, επιμείνει στη γραμμή περί ενοχής των ελαίων σιλικόνης, τότε θα προκαλέσει πρωτοφανές προηγούμενο, καθώς οι συγκεκριμένες ουσίες χρησιμοποιούνται διεθνώς και θεωρούνται ασφαλέστατες.
Αντίθετα, αν το δικαστήριο ανατρέψει το πόρισμα των Βασιλάκου-Μπατζόπουλου, τότε οι ευθύνες μπορεί να επεκταθούν πολύ πέρα από τις εταιρείες που σήμερα βρίσκονται στο στόχαστρο, αγγίζοντας κρίσιμους τομείς του κρατικού μηχανισμού, της Hellenic Train και πιθανόν και άλλων φορέων που ενεπλάκησαν στη διαχείριση και απόκρυψη στοιχείων της τραγωδίας.

