Σε έναν κόσμο όπου οι σχέσεις δεν οικοδομούνται πια με διπλωματικά καλούπια, αλλά με μονομερείς δηλώσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η απόφαση του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ να εκτοξεύσει απειλές για επιβολή δασμών 50% στα ευρωπαϊκά προϊόντα, δεν συνιστά απλώς μια νέα έξαρση του εμπορικού προστατευτισμού· αποτελεί μια θεσμική βόμβα στην καρδιά των διατλαντικών σχέσεων. Με μια ανάρτηση στο Truth Social, ο Ρεπουμπλικανός ηγέτης, πριν καν λήξει η 90ήμερη περίοδος «χάριτος» που ο ίδιος είχε ανακοινώσει τον Απρίλιο, προειδοποίησε την Ευρωπαϊκή Ένωση ότι «δεν επιδιώκει συμφωνία».
Η οξύτητα των δηλώσεων αυτών δεν αποτελεί έκπληξη για όποιον γνωρίζει τη μέθοδο Τραμπ: εκτοξεύει απειλές υψηλής έντασης, ανεβάζει τον πήχη των απαιτήσεων, φέρνει τους συνομιλητές του σε θέση άμυνας και –αντιστρέφοντας τον ρόλο του διαλλακτικού– εμφανίζεται μετά ως εγγυητής της «συμφιλίωσης». Το ίδιο έκανε με την Κίνα, το ίδιο και με τον Καναδά. Τώρα ήρθε η σειρά της Ευρώπης. Η 1η Ιουνίου έχει τεθεί ως καταληκτική ημερομηνία. Οι δασμοί –προειδοποίησε– θα ενεργοποιηθούν αν δεν υπάρξει «κάτι καλύτερο από τα σημερινά χαρτιά των Βρυξελλών».
Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ κλιμακώνει τις πιέσεις με φόντο νέους δασμούς 50% στην ΕΕ
Στο παρασκήνιο, οι συνομιλίες συνεχίζονται. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέστειλε ήδη στις ΗΠΑ έγγραφο που προβλέπει ένα ευρύ πλαίσιο εμπορικής συνεργασίας: από τη μείωση των δασμών σε βιομηχανικά προϊόντα, μέχρι την πρόσβαση σε αμερικανικά αγροτικά αγαθά, την ενεργειακή συνεργασία, ακόμα και την από κοινού ανάπτυξη τεχνολογιών τεχνητής νοημοσύνης. Το έγγραφο δεν αναφέρει ρητά την Κίνα –καίτοι υπονοείται– αλλά μιλά για «στρατηγικές αγορές» και για «μη εμπορικές πρακτικές». Σε γλώσσα διπλωματίας, αυτό είναι η έμμεση πρόσκληση για συγκρότηση ενός νέου γεωοικονομικού άξονα.
Ωστόσο, η απάντηση του Λευκού Οίκου ήταν ψυχρή. Ο υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ έσπευσε να απαξιώσει τις ευρωπαϊκές προτάσεις, λέγοντας ότι είναι «χειρότερες από όσες έχουν γίνει από άλλες χώρες» και πως ήρθε η ώρα η ΕΕ «να πάρει φωτιά». Με άλλα λόγια, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν κλείνουν την πόρτα στη διαπραγμάτευση, αλλά απαιτούν οι συνομιλητές τους να μπουν στο τραπέζι με τα χέρια ψηλά.
Η ανάρτηση του Τραμπ προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις στις διεθνείς αγορές. Οι δείκτες S&P 500 και Stoxx Europe 600 σημείωσαν απότομη πτώση, ενώ το δολάριο υποχώρησε στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2023. Οι επενδυτές ανησυχούν. Ο δασμός 50% δεν είναι μια συμβολική απειλή: θα μπορούσε να οδηγήσει, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Capital Economics, σε συρρίκνωση του γερμανικού ΑΕΠ κατά 1,7% μέσα σε μία τριετία.
Το σοκ ήταν ιδιαίτερα έντονο διότι ήρθε λίγα μόλις εικοσιτετράωρα μετά την εμφάνιση συνεννόησης στη Σύνοδο G7 στον Καναδά. Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι αιφνιδιάστηκαν: πίστεψαν ότι η ήπια γλώσσα του αμερικανικού Υπουργείου Εμπορίου αντικατοπτρίζει και τη γραμμή του Προέδρου. Λάθος υπολογισμός. Ο Τραμπ, αταλάντευτος, δήλωσε δημοσίως: «Δεν επιδιώκω συμφωνία. Η συμφωνία είναι οι δασμοί 50%». Και αν αυτό δεν είναι διπλωματική ρήξη, είναι τουλάχιστον ένα σήμα για πολιτικό σεισμό.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση πάντως δεν μένει άπραγη. Έχει ήδη προετοιμάσει δύο πακέτα αντιμέτρων: το πρώτο ύψους 21 δισεκατομμυρίων ευρώ, το δεύτερο –στην περίπτωση αποτυχίας των διαπραγματεύσεων– ύψους 95 δισεκατομμυρίων ευρώ. Στο στόχαστρο μπαίνουν τα αμερικανικά αυτοκίνητα, η Boeing, τα αγροτικά προϊόντα, οι ημιαγωγοί και τα φαρμακευτικά. Με την Ουάσιγκτον να απειλεί και την Ευρώπη να οπλίζεται, η πιθανότητα εμπορικής σύγκρουσης παίρνει πια υπαρξιακές διαστάσεις.
Κάθε μέρα που περνά χωρίς συμφωνία, επιτείνει την αβεβαιότητα. Οι αγορές το καταλαβαίνουν. Οι πολίτες θα το νιώσουν. Η Ευρώπη καλείται να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων: όχι απλώς να αντιδράσει, αλλά να αποκτήσει φωνή, στρατηγική και συνοχή. Και ο Πρόεδρος Τραμπ; Εκείνος απλώς εφαρμόζει το δόγμα του: America First – με όποιο κόστος.