Όταν ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, ανακοίνωσε στις 27 Απριλίου ότι ένα νέο Συμβούλιο Διακυβέρνησης Παραπληροφόρησης θα εξυπηρετούσε το Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας, ήταν απλώς η τελευταία στροφή προς την χαμένη μας ελευθερία. Αυτή τη φορά, αυτό που συμβαίνει, αποτελεί προσβολή του δικαιώματος των πολιτών για ποικιλία πληροφοριών.
Είναι ένα πράγμα να διορθώνεις ανακριβείς πληροφορίες και άλλο πράγμα αυτή η νέα οντότητα που φαίνεται να έχεις ως μοναδικό στόχο την αφηγηματική αστυνόμευση που καταπολεμά την ερμηνεία των πληροφοριών, παρά την ακρίβειά και την ορθότητα τους. Με επικεφαλής την πρώην σύμβουλο επικοινωνίας του ουκρανικού υπουργείου Εξωτερικών, Νίνα Γιάνκοβιτς, μία από τις πρώτες αρμοδιότητες του διοικητικού συμβουλίου θα είναι η αντιμετώπιση της «παραπληροφόρησης που προέρχεται από τη Ρωσία καθώς και των παραπλανητικών μηνυμάτων που προκύπτουν από την κατάσταση στα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού, σχετικά με τους μετανάστες», όπως αναφέρει το CBS News.
Το ενδιαφέρον είναι πως αυτά τα δύο ζητήματα – η μετανάστευση και οι εξωτερικές συγκρούσεις – θεωρούνται επί του παρόντος ως δύο από τις πιο σημαντικές αποτυχίες της Ουάσιγκτον, που έχουν προκαλέσει λαϊκιστική διαφωνία και σωρεία προβλημάτων. Ας μην αυταπατόμαστε όμως, ο απώτερος στόχος είναι η πάταξη της διαφωνίας και της διαφορετικής άποψης.
Το γεγονός ότι μια πρώην συνεργαζόμενη με την κυβέρνηση της Ουκρανίας θεωρήθηκε ως το καλύτερο άτομο για να ηγηθεί της νέας πρωτοβουλίας, μας λέει όλα όσα χρειάζεται να μας πει για τον πραγματικό σκοπό της. Η Γιανκοβιτς δημοσίευσε ένα βιβλίο το 2020, ο τίτλος του οποίου υποδηλώνει ότι πιστεύει ότι η Δύση βρίσκεται σε διαδικτυακό πόλεμο με τη Ρωσία. Το «How to Lose the Information War: Russia, Fake News, and the Future of Conflict», απεικονίζει τις δυτικές αφηγήσεις ως αληθινές και τις ρωσικές αφηγήσεις ως «ψεύτικες ειδήσεις».
Κάτι τέτοιο συσκοτίζει το γεγονός ότι τα κυρίαρχα δυτικά μέσα ενημέρωσης δεν έχουν μείνει αθώα και αμέτοχα στη διάδοση αφηγήσεων που διακινούνται από το κράτος και που θα μπορούσαν αναδρομικά να θεωρηθούν ψευδείς ειδήσεις ή πολεμική προπαγάνδα. Εν τω μεταξύ, τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης, παρόλες τις ιδιαιτερότητες και ιδιομορφίες που έχει το σύστημα στην χώρα, παρέχουν συχνά μια πλατφόρμα για όσους επιδιώκουν να εκφράσουν – ή να αποκτήσουν πρόσβαση – αντίθετες αναλύσεις ή πληροφορίες που δεν εμπίπτουν στην ενημερωτική φούσκα των δυτικών μέσων ενημέρωσης. Σαφώς, κάποιες «δημοκρατίες» ενοχλούνται πολύ από όλο αυτό.
Η «επιθυμία» των δυτικών εθνών να διασφαλίσουν ότι οι πολίτες τους τροφοδοτούνται μόνο με πληροφορίες που ελέγχουν μέσω των δικών τους εξαιρετικά προσκολλημένων κυβερνητικών ή εταιρικών επιδοτούμενων μέσων ενημέρωσης δεν είναι καινούργια. Απλώς το σύστημα γίνεται ολοένα και πιο αδηφάγο. Ίσως αυτό να οφείλεται στο γεγονός ότι όσο πιο αυταρχική γίνεται η ατζέντα τους, τόσο περισσότερο το λαϊκιστικό αίσθημα αυξάνεται και προκαλεί γεγονότα όπως το Brexit ή η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, καθώς και τάσεις όπως η αντίθεση στις υποστηριζόμενες από τις ΗΠΑ πολεμικές συγκρούσεις, η αύξηση της δημοτικότητας διαφόρων ακραίων κομμάτων στην Ευρώπη και διαδηλώσεις κατά των περιοριστικών μέτρων της πανδημίας, οι οποίες τυχαίνει να συνδέονται με κωδικούς QR που εκδίδονται από την εκάστοτε κυβέρνηση.
Η διαφωνία είναι ο εχθρός της αυταρχικής φιλοδοξίας. Οι υποτιθέμενες ελεύθερες χώρες έχουν χειραγωγήσει τους πολίτες τους ώστε να πιστεύουν ότι η λογοκρισία ορισμένων απόψεων γίνεται για την ασφάλεια τους – ως εκ τούτου ο στρατός στον Καναδά, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία, και τώρα η Εσωτερική Ασφάλεια στις ΗΠΑ, εμπλέκονται στην αφηγηματική αστυνόμευση. Στην πραγματικότητα, οι προσπάθειές τους φαίνεται να αφορούν περισσότερο τη διασφάλιση της συμμόρφωσης των πολιτών με βάση τη δική τους ατζέντα.
Η συγχώνευση των τομέων της εσωτερικής ασφάλειας και της παραπληροφόρησης ήρθε στο φως ήδη από το 2016, όταν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συνέδεσε με τραγικό τρόπο την ισλαμική τρομοκρατική προπαγάνδα με τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης, σε μια προσπάθεια προπαγάνδας που αποσκοπούσε στο να υπονομεύσει τα ρωσικά μέσα, εξισώνοντας αυτά τα δύο εντελώς άσχετα πράγματα. Αλλά μία προς μία, οι δυτικές κυβερνήσεις ήταν εκείνες που έθεσαν την ελευθερία του λόγου υπό τον έλεγχο της εθνικής ασφάλειας…
Η Γαλλία, για παράδειγμα, μεταβίβασε την ευθύνη για τη διαδικτυακή διαχείριση πληροφοριών στην εγχώρια υπηρεσία πληροφοριών της (το DGSI ) και φέρεται να εξέτασε το ενδεχόμενο να εμπλέξει κάποια στιγμή και εταιρείες startups που θα χρηματοδοτούνται με κονδύλια από το Υπουργείο Άμυνας.
Η Υπηρεσία Ασφαλείας του Καναδά προσπαθεί ασταμάτητα και ανελέητα να περιορίζει την ελεύθερη σκέψη και να τιμωρεί εκείνους που αντιτίθενται στο κυβερνητικό αφήγημα. Υπό τον Πρωθυπουργό Τζάστιν Τριντό, οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας ανέπτυξαν μια πολύμηνη εκστρατεία προπαγάνδας στρατιωτικού επιπέδου, η οποία χρησιμοποίησε τακτικές που ακονίστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Αφγανιστάν, για να κάμψουν τους ανυποψίαστους Καναδούς ως προς την αφήγηση του Τριντό για τον Covid. Στρατιωτικά μέσα για την πειθώ τον πολιτών!
Οι ειδικοί στα περί του ψυχολογικού πολέμου της 77ης ταξιαρχίας των ενόπλων δυνάμεων της Βρετανίας έχουν επίσης εργαστεί για να διαμορφώσουν μηνύματα τόσο υπέρ των πολιτικών της κυβέρνησης για τον Covid όσο και ενάντια σε οποιαδήποτε φωνή που λέει κάτι το διαφορετικό, αναφορικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία.
«Μια τρέχουσα προτεραιότητα είναι η καταπολέμηση της διάδοσης επιβλαβών, ψευδών και παραπλανητικών αφηγήσεων μέσω της παραπληροφόρησης. Για να ενισχύσει αυτή την προσπάθεια, ο βρετανικός στρατός θα αναπτύξει δύο ειδικούς για την αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης. Θα συμβουλεύουν και θα υποστηρίξουν το ΝΑΤΟ για να διασφαλίσει ότι οι πολίτες του έχουν τις σωστές πληροφορίες για να προστατεύονται και οι δημοκρατίες του προστατεύονται από κακόβουλες επιχειρήσεις παραπληροφόρησης που χρησιμοποιούνται από αντιπάλους», είχε ήδη δηλώσει από πέρυσι ο υπουργός Άμυνας, Μπεν Γουάλας…
Το γεγονός ότι η δημόσια ασφάλεια και η παραπληροφόρηση ξαφνικά συγχέονται, θα έπρεπε να είναι κάτι το ανησυχητικό για τους υπερασπιστές των όποιων υπολειμμάτων δημοκρατίας μας έχουν απομείνει. Η τρομοκρατία, η υγεία και τώρα η παραπληροφόρηση έχουν χρησιμεύσει ως πρόσχημα για την ταχεία διάβρωση των ελευθεριών μας – όλα υπό το πρόσχημα της προστασίας μας από «κακούς παράγοντες». Αλλά είμαστε πραγματικά πιο ασφαλείς; Ή απλώς είμαστε όλο και λιγότερο ελεύθεροι;