14 Νοεμβρίου, 2025
Top Επικαιρότητα

Δυσάρεστες ανατροπές στην εξωτερική πολιτική

Με βαρύ πολιτικό μήνυμα επανήλθε στην δημόσια σφαίρα ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής, προειδοποιώντας από το βήμα της Παλαιάς Βουλής για τον κίνδυνο θεσμικής, πολιτικής και εθνικής κρίσης μεγάλης κλίμακας. Όπως τόνισε, η Δικαιοσύνη εμφανίζεται να λειτουργεί υπό πίεση, η λειτουργία του Κοινοβουλίου απαξιώνεται, ενώ οι πολίτες αισθάνονται αποκομμένοι από τους θεσμούς και παραμελημένοι από την κυβέρνηση.

Την επομένη της παρέμβασής του, η Ολομέλεια της Βουλής συνεδρίασε με θέμα την εξωτερική πολιτική. Εκεί, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοίνωσε τη διοργάνωση διεθνούς διάσκεψης των παράκτιων κρατών της Μεσογείου για την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών — μια πρόταση που δημιουργεί νέα δεδομένα, καθώς επιχειρεί να μεταφέρει μια παραδοσιακά διμερή ελληνοτουρκική διαφορά στο πεδίο της πολυμερούς διαπραγμάτευσης.

Παράλληλα, ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης, επαναλαμβάνοντας δήλωσή του από το 2020, υποστήριξε ότι τα 6 ναυτικά μίλια αποτελούν το όριο της ελληνικής κυριαρχίας, αποσιωπώντας οποιαδήποτε αναφορά στο δικαίωμα της Ελλάδας για επέκταση στα 12 μίλια, όπως προβλέπει η Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας.

Έτσι, κατά τη διάρκεια της ίδιας συνεδρίασης, ανατράπηκαν δύο βασικά αξιώματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής που ίσχυαν από τη Μεταπολίτευση: Πρώτον, η μετατροπή της διαφοράς Ελλάδας–Τουρκίας από διμερή σε πολυμερή μέσω διεθνούς διάσκεψης· και δεύτερον, η σιωπηρή εγκατάλειψη του δικαιώματος για επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια.

Παρά την ιδιαίτερη σημασία των εξελίξεων, η αντίδραση της αντιπολίτευσης υπήρξε σχεδόν ανύπαρκτη. Τα κόμματα της Κεντροαριστεράς και της Αριστεράς —ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, Πλεύση Ελευθερίας και Νέα Αριστερά— δεν έκαναν καμία αναφορά ούτε στο ζήτημα των 12 μιλίων, ούτε στη διεθνή διάσκεψη που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός. Μόνο οι πρόεδροι της ΝΙΚΗΣ και της Ελληνικής Λύσης αναφέρθηκαν στο θέμα.

Ενδεικτική είναι και η στάση στελέχους του ΠΑΣΟΚ, που αντιμετώπισε την εξαγγελία του πρωθυπουργού ως αδύναμη πρωτοβουλία και όχι ως πολιτική στροφή. Αργότερα, ο πρόεδρος του κόμματος Νίκος Ανδρουλάκης πρότεινε εκ νέου ένα πλαίσιο τύπου «Νέου Ελσίνκι», επαναφέροντας τη ρητορική της δεκαετίας του ’90, όπου η Ελλάδα φαινόταν να αποδέχεται την ύπαρξη συνοριακών διαφορών με την Τουρκία. Ο πρωθυπουργός αξιοποίησε αυτή την τοποθέτηση για να επαινέσει τον Κώστα Σημίτη, αναδεικνύοντας μια μάλλον αμήχανη σύμπλευση μεταξύ κυβέρνησης και ΠΑΣΟΚ.

Ο υπουργός Εξωτερικών, αν και πρωταγωνιστής στην αλλαγή στάσης, τελικά δεν έλαβε τον λόγο κατά τη συζήτηση — με απόφαση του ίδιου του πρωθυπουργού, μετά από ένταση στα κυβερνητικά έδρανα.

Η αμηχανία της αντιπολίτευσης δεν περιορίστηκε στα εθνικά ζητήματα. Στην εξεταστική επιτροπή για τον ΟΠΕΚΕΠΕ, δύο εκπρόσωποί της φέρονται να κράτησαν στάση μάλλον φιλική προς εμπλεκόμενα πρόσωπα, με έναν εξ αυτών να αναφέρεται ότι μπορεί να βρίσκεται και στο επίκεντρο του επερχόμενου πορίσματος της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Αντί να εστιάσουν στις ευθύνες που ερευνώνται, φέρονται να προσπάθησαν να προστατεύσουν εμπλεκόμενους ή να αποπροσανατολίσουν τη συζήτηση.

Αξιοσημείωτη είναι και η περίπτωση κομματικού κειμένου που κυκλοφόρησε σε πλαίσιο εσωκομματικής συζήτησης της αντιπολίτευσης και περιλάμβανε σημεία ταύτισης με τη ρητορική της κυβέρνησης. Το κείμενο φέρεται να υποστήριζε πως πίσω από τις λαϊκές αντιδράσεις για τα Τέμπη υποκρύπτονται οικονομικά συμφέροντα, καθώς και ότι η ΝΔ, παρά τις εσωτερικές αμφισβητήσεις, διατηρεί τη συνοχή της. Θέσεις που μοιάζουν να δικαιώνουν τη στρατηγική του πρωθυπουργού.

Μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις, κορυφαίοι πολιτικοί παρατηρητές εκφράζουν την ανησυχία τους για το μέλλον. Οι προειδοποιήσεις Καραμανλή περί απονομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος και επερχόμενης κρίσης αποκτούν νέο βάρος, καθώς ενδείξεις πολιτικής κόπωσης, λαϊκής αποστασιοποίησης και κλονισμού των θεσμών συσσωρεύονται.

Η εικόνα ενός αποσταθεροποιημένου πολιτικού τοπίου αποτυπώνεται και στις δημοσκοπήσεις, όπου σταθερά προηγείται ο «Κανένας» ως καταλληλότερος για την πρωθυπουργία — φαινόμενο που καταδεικνύει τη ραγδαία αποσύνδεση των πολιτών από το υφιστάμενο πολιτικό σύστημα.

Η αποχώρηση του πρωθυπουργού από την κρίσιμη κοινοβουλευτική συζήτηση πριν την ολοκλήρωσή της και η ελλιπής παρουσία προεδρεύοντος κατά την κορύφωση της διαδικασίας ενίσχυσαν τις εντυπώσεις υποβάθμισης του Κοινοβουλίου. Ταυτόχρονα, η αδυναμία των πολιτικών κομμάτων να τοποθετηθούν με επάρκεια και συνέπεια στα μείζονα ζητήματα εντείνει την ανησυχία.

Καθώς οι διεθνείς ισορροπίες αλλάζουν και η γεωπολιτική πίεση αυξάνεται, η Ελλάδα δείχνει να πορεύεται χωρίς σαφές εθνικό σχέδιο, με ένα πολιτικό σύστημα που δείχνει απρόθυμο ή ανίκανο να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Το προειδοποιητικό καμπανάκι Καραμανλή για μια κρίση “πρώτου μεγέθους”, που πλέον αποκτά εθνικές διαστάσεις, ακούγεται πιο επίκαιρο από ποτέ.

Ευκαιρία που χάθηκε σε καπνό εντυπώσεων

Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, επεκτείνοντας το αρχικό αντικείμενο της συζήτησης —η οποία είχε προταθεί με αφορμή την κρίση στη Μέση Ανατολή—, επέλεξε να δώσει χαρακτήρα πανηγυρικής απολογίας για τη συνολική εξωτερική πολιτική της κυβέρνησής του. Από το βήμα της Βουλής παρέθεσε εκτενώς τις «επιτυχίες» του στα διεθνή φόρα, με εμφανή στόχο να αναδείξει τον εαυτό του ως σταθερό διεθνή παίκτη σε ένα ταραγμένο γεωπολιτικό περιβάλλον.

Το ακροατήριο των κυβερνητικών βουλευτών χειροκροτούσε ακατάπαυστα, την ώρα που ο πρωθυπουργός απέφευγε να εμπλακεί ουσιαστικά με τις τοποθετήσεις των πολιτικών του αντιπάλων —αποχωρώντας, μάλιστα, προτού ολοκληρωθεί η συζήτηση. Δήλωσε ευθέως ότι δεν είναι υποχρεωμένος να ακούει τα «τετριμμένα» της αντιπολίτευσης, αφήνοντας χωρίς απάντηση πλήθος ζητημάτων.

Από την άλλη πλευρά, η εικόνα της αντιπολίτευσης υπήρξε απογοητευτική. Αντί να αξιοποιήσουν τη θεσμική ευκαιρία για ουσιαστικό έλεγχο της κυβερνητικής πολιτικής, τα κόμματα, με λίγες εξαιρέσεις, κινήθηκαν εκτός στόχευσης. Το βάρος δόθηκε στο Παλαιστινιακό, μετατρέποντας τη συνεδρίαση σε μια άτοπη μετατόπιση από την πραγματική ατζέντα —που δεν είναι άλλη από τα κρίσιμα ζητήματα που αφορούν την ελληνική εθνική κυριαρχία, την ασφάλεια και τις διεθνείς της συμμαχίες.

Απορίες για τις κυβερνητικές επιλογές στη στρατηγική των θαλάσσιων ζωνών, για την απουσία σαφούς ελληνικής θέσης στο ζήτημα της ΑΟΖ με την Κύπρο, ή για τη στάση της χώρας απέναντι στην Τουρκία και την ενδεχόμενη συμμετοχή της σε ευρωπαϊκά αμυντικά προγράμματα, έμειναν στο περιθώριο. Ζητήματα όπως το μέλλον της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας–Κύπρου–Ισραήλ, η προμήθεια οπλικών συστημάτων στην Ουκρανία, οι εγγυήσεις για τους χριστιανικούς πληθυσμούς στη Συρία ή το ανοιχτό ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων δεν τέθηκαν ποτέ με την επιμονή που θα απαιτούσε το μέγεθος και η σημασία τους.

Αντί για σαφείς, τεκμηριωμένες ερωτήσεις και πολιτική πίεση που θα ανάγκαζε την κυβέρνηση να δώσει απαντήσεις, καταγράφηκαν επιφανειακές τοποθετήσεις. Ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ έθεσε εκτός πλαισίου ερώτημα περί αποστολής στρατευμάτων στην Ουκρανία —σεναρίων που δεν έχουν καν τεθεί επίσημα. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ περιορίστηκε στην κριτική για την ισραηλινή πολιτική και τον ρόλο της Ελλάδας στη σύγκρουση της Γάζας, ενώ παρέλειψε να αναφερθεί σε πιο «καυτά» εθνικά θέματα.

Κι όμως, τα ερωτήματα που εκκρεμούν είναι καίρια:

  • Γιατί δεν προχωρά η χάραξη ΑΟΖ με την Κύπρο, παρά τις σχετικές δηλώσεις της κυπριακής ηγεσίας;

  • Τι θα συμβεί με την ελληνική υποστήριξη στην ουκρανική άμυνα και ποια είναι τα όρια αυτής της συνεργασίας;

  • Ποιες δεσμεύσεις προκύπτουν από τη συμφωνία για τη Μονή Σινά και ποιος είναι τελικά ο δικαιούχος της κυριότητας;

  • Γιατί δεν έχει δοθεί επίσημη απάντηση σε ερώτηση που αφορά τις γερμανικές αποζημιώσεις και τη φερόμενη ενταφίαση του ζητήματος;

  • Υπάρχει σαφές ελληνικό αίτημα προς την Ε.Ε. για εγγυήσεις ασφάλειας έναντι της τουρκικής προκλητικότητας;

Σε αυτά και άλλα παρεμφερή ζητήματα, η Βουλή δεν ανέλαβε τον ρόλο της. Ούτε καν προσπάθησε να πιέσει. Η κυβέρνηση, από την πλευρά της, πέτυχε να μετατρέψει μια κρίσιμη συνεδρίαση σε μονόλογο επιλεκτικής αλαζονείας. Και η αντιπολίτευση, ανίκανη να αρθρώσει στρατηγική, παρακολούθησε σχεδόν αμέτοχη.

Το αποτέλεσμα ήταν μια συζήτηση που δεν πρόσθεσε τίποτε στην πολιτική λογοδοσία και δεν διαφώτισε κανέναν πολίτη που αγωνιά για τις εξελίξεις στα εθνικά θέματα. Μια χαμένη ευκαιρία σε μια περίοδο κατά την οποία οι διεθνείς εξελίξεις επιβάλλουν σοβαρότητα, τεκμηρίωση και ξεκάθαρες θέσεις. Αντί για αυτό, η Βουλή προσέφερε —για ακόμη μία φορά— εικόνες πολιτικής αμεριμνησίας.