15 Νοεμβρίου, 2025
Περιβάλλον

Δύο από τα πιο επικίνδυνα ηφαίστεια της Ελλάδας μοιράζονται μια υπόγεια σύνδεση

Ένα πυκνό και παρατεταμένο σμήνος σεισμών γύρω από τη Σαντορίνη τον Ιανουάριο αποκάλυψε μια πύρινη υπόγεια σύνδεση ανάμεσα σε δύο γειτονικά και ιστορικά εκρηκτικά ηφαίστεια της περιοχής. Οι αναλύσεις σεισμικής δραστηριότητας από τον Ιούνιο του 2024 έως τον Φεβρουάριο του 2025, σε συνδυασμό με μικρές αλλά μετρήσιμες μεταβολές στην επιφάνεια του νησιού, υποδεικνύουν πως το ίδιο μαγματικό σύστημα που τροφοδοτεί τη Σαντορίνη φαίνεται ότι τροφοδοτεί και το υποθαλάσσιο ηφαίστειο Κολούμπο, μόλις επτά χιλιόμετρα ανατολικά, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου στο Nature.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον γεωφυσικό Marius Isken από το GFZ Helmholtz Centre for Geosciences στο Πότσνταμ, προειδοποιούν ότι τα περίπλοκα και διασυνδεδεμένα μαγματικά συστήματα δυσκολεύουν την ερμηνεία σεισμικών ενδείξεων και των πρώιμων σημάτων που προηγούνται μιας ενδεχόμενης έκρηξης. Η συγκεκριμένη μελέτη, τονίζουν, αναδεικνύει την ανάγκη για συνεχή, υψηλής ανάλυσης παρακολούθηση, προκειμένου να ενισχυθεί η αξιοπιστία των προειδοποιητικών συστημάτων για ηφαιστειακές εκρήξεις.

Η Σαντορίνη είναι γνωστή για την καταστροφική έκρηξη γύρω στο 1560 π.Χ., ένα γεγονός που συνέβαλε καθοριστικά στην παρακμή του μινωικού πολιτισμού, προκαλώντας σεισμούς, τσουνάμι και πιθανόν μια παρατεταμένη περίοδο ηφαιστειακού χειμώνα. Και το Κολούμπο όμως δεν υπολείπεται σε δραστηριότητα: η τελευταία του έκρηξη καταγράφεται το 1650 μ.Χ. και συνοδεύτηκε από θανατηφόρες εκπομπές αερίων.

Το νέο κύμα ανησυχίας ξεκίνησε στις αρχές του 2025, όταν πάνω από 1.200 σεισμοί συγκλόνισαν το τόξο της Σαντορίνης, οδηγώντας την Ελλάδα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, καθώς τότε υπήρχε ο φόβος ότι μια έκρηξη ίσως βρισκόταν προ των πυλών. Αν και τελικά δεν σημειώθηκε έκρηξη, η πυκνή σεισμική δραστηριότητα έδωσε στους επιστήμονες μια σπάνια ευκαιρία να μελετήσουν με εξαιρετική λεπτομέρεια τις υπόγειες διεργασίες και να κατανοήσουν καλύτερα τις διαδρομές του μάγματος κάτω από το ηφαιστειακό σύμπλεγμα.

Χρησιμοποιώντας δεδομένα από σεισμολογικούς σταθμούς τόσο στη στεριά όσο και στον θαλάσσιο πυθμένα, η ομάδα του Isken ανασύνθεσε τα γεγονότα που οδήγησαν στην αναστάτωση. Από τον Ιούλιο του 2024, η επιφάνεια της Σαντορίνης άρχισε να ανυψώνεται κατά λίγα εκατοστά, ένδειξη ότι μάγμα ανέβαινε και συσσωρευόταν σε ρηχότερο θάλαμο, προερχόμενο από μεγαλύτερα βάθη του φλοιού. Η ανύψωση αυτή συνέπεσε με αυξημένη σεισμικότητα, εντοπισμένη κυρίως γύρω από τη Σαντορίνη.

Στις 27 Ιανουαρίου 2025, καταγράφηκε απότομη αύξηση του αριθμού των σεισμών. Το νέο αυτό σμήνος μετακινήθηκε σταδιακά, μέσα σε αρκετές εβδομάδες, αρχικά προς τη Σαντορίνη και στη συνέχεια βορειοανατολικά, απομακρυνόμενο από το νησί. Ταυτόχρονα, τα δεδομένα GPS έδειξαν ότι τόσο η Σαντορίνη όσο και το Κολούμπο παρουσίασαν μικρή αλλά σαφή καθίζηση.

Η ακολουθία αυτή, όπως την αφηγούνται τα σεισμικά σήματα και οι μεταβολές στο έδαφος, δείχνει ότι και τα δύο ηφαίστεια τροφοδοτούνται από έναν κοινό, βαθύτερο μαγματικό χώρο. Το σμήνος των σεισμών υποδηλώνει κίνηση μάγματος από αυτό το βαθύτερο σύστημα, αρχικά προς τη Σαντορίνη και στη συνέχεια μακριά και από τα δύο ηφαίστεια, προκαλώντας μια ταυτόχρονη αποσυμπίεση — σχεδόν σαν έναν κοινό αναστεναγμό του υπόγειου ηφαιστειακού συμπλέγματος.

Πρόκειται για την πρώτη άμεση παρατήρηση μιας τέτοιας μαγματικής σύνδεσης ανάμεσα στο Κολούμπο και τη Σαντορίνη, αναφέρουν οι ερευνητές. Η διαπίστωση αυτή έχει συνέπειες που υπερβαίνουν το ελληνικό ηφαιστειακό τόξο, καθώς ενισχύει την άποψη ότι και άλλα μεγάλα ηφαιστειακά συστήματα —στη Χαβάη, την Ισλανδία και την Καμτσάτκα— ενδέχεται να λειτουργούν ως ενιαία, αλληλεξαρτώμενα συστήματα, ικανά να επηρεάζουν το ένα τη συμπεριφορά του άλλου μέσω κοινών μαγματικών διαδρομών.

Η μελέτη υπογραμμίζει ότι όταν δύο ή περισσότερα ηφαίστεια μοιράζονται πηγές μάγματος, η ερμηνεία της σεισμικής δραστηριότητας και των ενδείξεων αφύπνισης γίνεται δύσκολη και απαιτεί ακόμη πιο λεπτομερή παρακολούθηση. Συστήματα όπως εκείνο της Σαντορίνης και του Κολούμπο δεν λειτουργούν ως ανεξάρτητες οντότητες· αντιθέτως, παρουσιάζουν μια δυναμική αλληλεπίδραση που μπορεί να μεταβάλλει την πίεση, την κίνηση ρευστών και την πιθανότητα έκρηξης στο καθένα χωριστά.

Η ανάγκη για πραγματικό χρόνο, υψηλής ανάλυσης δεδομένα —από σεισμικά δίκτυα, GPS, γεωδαιτικές μετρήσεις και ωκεανογραφικούς σταθμούς— καθίσταται πλέον κρίσιμη. Αν το υπόγειο σύστημα των δύο ηφαιστείων λειτουργεί ως ενιαίο δίκτυο, τότε οι επιστήμονες θα πρέπει να εγκαταλείψουν την παλαιότερη προσέγγιση που εξετάζει κάθε ηφαίστειο ξεχωριστά και να αξιολογούν το ρίσκο σε επίπεδο ολόκληρου συμπλέγματος.

Η Σαντορίνη και το Κολούμπο εξακολουθούν να είναι από τα σημαντικότερα ενεργά ηφαίστεια της Μεσογείου, με ιστορικό έντονων εκρήξεων και επιπτώσεων που ξεπερνούν τα όρια του Αιγαίου. Το γεγονός ότι φαίνεται να μοιράζονται έναν κοινό μαγματικό χώρο δεν σημαίνει ότι μια νέα έκρηξη είναι άμεση ή αναπόφευκτη, αλλά επιβεβαιώνει ότι η περιοχή αποτελεί ένα από τα πλέον σύνθετα και ευαίσθητα ηφαιστειακά περιβάλλοντα της Ευρώπης.

Exit mobile version