Σε νέα δοκιμασία υπεβλήθη η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας μετά τις εξελίξεις της πρόσφατης Συνόδου Κορυφής στις Βρυξέλλες, όπου οι προσδοκίες της ελληνικής πλευράς για σαφή αναφορά στο τουρκολιβυκό μνημόνιο και τις σχετικές εξελίξεις δεν επιβεβαιώθηκαν. Παρά τις διαρροές από κυβερνητικές πηγές και τη σχετική προβολή από μέσα ενημέρωσης, το τελικό κείμενο των συμπερασμάτων δεν περιελάμβανε αναφορά στο ζήτημα, γεγονός που προκάλεσε σοβαρές αντιδράσεις και ερωτήματα ως προς την αποτελεσματικότητα της ελληνικής στρατηγικής.
Σύμφωνα με το προσχέδιο που είχε κυκλοφορήσει νωρίτερα, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο φερόταν να υπενθυμίζει ότι το Μνημόνιο Συνεννόησης μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης για την οριοθέτηση περιοχών θαλάσσιας δικαιοδοσίας στη Μεσόγειο παραβιάζει τα κυριαρχικά δικαιώματα τρίτων κρατών, δεν συνάδει με το Δίκαιο της Θάλασσας και δεν μπορεί να παράγει έννομες συνέπειες για τρίτα κράτη. Ωστόσο, στο τελικό και επίσημο έγγραφο που δημοσιεύθηκε, η συγκεκριμένη αναφορά απουσίαζε, χωρίς να δοθούν εξηγήσεις για την απόσυρσή της.
Η διατύπωση που τελικά συμπεριλήφθηκε στην παράγραφο 21 του κειμένου επικεντρώνεται γενικά στη συνεργασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης με «ομονοούσες χώρες» (like-minded countries) στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας, χωρίς να γίνεται συγκεκριμένη αναφορά στην Τουρκία ή στις τουρκο-λιβυκές συμφωνίες. Η διατύπωση θεωρήθηκε εξαιρετικά αόριστη και μη δεσμευτική για την ελληνική πλευρά, αφήνοντας κενά στο διπλωματικό μέτωπο.
Η απουσία ρητής αναφοράς σε ένα ζήτημα που έχει απασχολήσει επανειλημμένα την ελληνική εξωτερική πολιτική, όπως είναι το τουρκολιβυκό μνημόνιο, επισημάνθηκε από παρατηρητές ως σοβαρή ένδειξη αποδυνάμωσης της θέσης της Ελλάδας στις ευρωπαϊκές διαπραγματεύσεις, ιδίως σε μία περίοδο με αυξημένη γεωπολιτική ένταση και ανακατατάξεις στην Ανατολική Μεσόγειο.
Παράλληλα, σχολιάστηκε και η γενική εικόνα της ελληνικής παρουσίας στη Σύνοδο, η οποία αποτιμήθηκε από διπλωματικούς κύκλους ως αδύναμη και χωρίς συγκεκριμένες αποδόσεις. Την ίδια στιγμή, προσοχή προκάλεσαν σκηνές που καταγράφηκαν και μεταδόθηκαν σε διεθνή μέσα ενημέρωσης, στις οποίες ο Έλληνας πρωθυπουργός φαινόταν να επιδιώκει ανεπιτυχώς μία επαφή με τον τότε πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ, κατά τη διάρκεια κοινωνικής στιγμής της Συνόδου, χωρίς να υπάρξει σχετική ανταπόκριση.
Σε δημόσιες δηλώσεις του, ο Έλληνας πρωθυπουργός αναφέρθηκε στη σημασία που έχει για την Ευρωπαϊκή Ένωση η επανάληψη ενός σταθερού μηνύματος απέναντι στο τουρκολιβυκό μνημόνιο, τονίζοντας ότι «το μνημόνιο αυτό, το οποίο υπεγράφη, δεν έχει ουσιαστικά καμία πρακτική και νομική αξία». Ωστόσο, το αίτημα της ελληνικής πλευράς δεν φάνηκε να συγκεντρώνει την απαιτούμενη στήριξη ή να καταγράφεται επίσημα στα τελικά συμπεράσματα της Συνόδου, με αποτέλεσμα να παραμένει εκτός του ευρωπαϊκού πλαισίου συζήτησης.
Η στάση των ευρωπαϊκών θεσμών απέναντι στο θέμα της Λιβύης, καθώς και η έμφαση σε άλλες προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής, όπως η αμυντική συνεργασία με τρίτες χώρες και η ασφάλεια της Ένωσης, ανέδειξαν τις δυσκολίες της ελληνικής διπλωματίας να επιτύχει ουσιαστική αναφορά σε ζητήματα άμεσου ενδιαφέροντος για την εθνική της κυριαρχία.
Από την άλλη πλευρά, στο κείμενο συμπερασμάτων του Συμβουλίου περιλήφθηκε ρητή καταδίκη της τρομοκρατικής επίθεσης που σημειώθηκε από εξτρεμιστή του ISIS στην ορθόδοξη εκκλησία του Προφήτη Ηλία στη Δαμασκό, με αναφορά στην ανάγκη λογοδοσίας των υπευθύνων. Η αναφορά αυτή αξιολογήθηκε ως σημαντική για την ανάδειξη ζητημάτων θρησκευτικής ελευθερίας και προστασίας των χριστιανικών κοινοτήτων στη Μέση Ανατολή, ωστόσο δεν αντιστάθμισε την απουσία επίσημης θέσης για το τουρκολιβυκό μνημόνιο.
Η συνολική αποτίμηση της παρουσίας της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Σύνοδο προκάλεσε ευρύτερη συζήτηση για τη στρατηγική που ακολουθεί η ελληνική κυβέρνηση στις ευρωπαϊκές διαπραγματεύσεις και για το κατά πόσο αυτή αποδίδει απτά αποτελέσματα σε κρίσιμα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και κυριαρχικών δικαιωμάτων.