Έντονος προβληματισμός επικρατεί στους διπλωματικούς και πολιτικούς κύκλους αναφορικά με τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στις ραγδαίες γεωπολιτικές εξελίξεις που συνταράσσουν τη διεθνή σκηνή. Ενώ η παγκόσμια κοινότητα παρακολουθεί την κλιμάκωση της σύγκρουσης Ισραήλ–Ιράν και την επικίνδυνη ένταση στα Στενά του Ορμούζ, η Ελλάδα εμφανίζεται αδρανής, χωρίς σαφή στρατηγική ή διπλωματική παρέμβαση.
Η απουσία εθνικής πρωτοβουλίας και ενεργής εξωτερικής πολιτικής αφαιρεί από την κυβέρνηση Μητσοτάκη κάθε επιχείρημα περί “διπλωματικής αναβάθμισης”, μια θέση την οποία είχε επιδιώξει να κατοχυρώσει από το 2019. Αντί για ηγετικό ρόλο, η χώρα περιορίζεται σε δηλώσεις τρίτων, ανακοινώσεις του Υπουργείου Εξωτερικών και αποσπασματικά σχόλια, χωρίς να υιοθετεί αυτόνομη ή τολμηρή διπλωματική στάση.
Την ώρα που οι μεγάλες δυνάμεις αναμετρώνται με όρους σκληρής γεωπολιτικής, η Αθήνα παραμένει στη σκιά των εξελίξεων, χωρίς να διαμορφώνει πολιτική ούτε να τολμά βήματα που θα την καταστήσουν ρυθμιστικό παράγοντα. Το αφήγημα περί “ενισχυμένου ρόλου της Ελλάδας στη διεθνή σκηνή” αποδομείται στην πράξη, καθώς η χώρα φαίνεται να λειτουργεί ως παθητικός παρατηρητής, σχολιάζοντας τα γεγονότα αφού πρώτα διαμορφωθούν από άλλους.
Στον αντίποδα, η Τουρκία εξακολουθεί να παίζει ρόλο-κλειδί στο γεωπολιτικό πεδίο. Παρεμβαίνει ως διαμεσολαβητής, διατηρεί τακτικές επαφές με όλα τα στρατόπεδα – από τη Μόσχα και την Τεχεράνη έως το Κίεβο και την Ουάσιγκτον – και καταφέρνει να εμφανίζεται ως απαραίτητος συνομιλητής σε κάθε μεγάλη κρίση. Η Άγκυρα ενισχύει την επιρροή της, τη στιγμή που η ελληνική διπλωματία μοιάζει μουδιασμένη και απρόθυμη να διεκδικήσει λόγο στις περιφερειακές εξελίξεις.
Την ίδια στιγμή, νέα μέτωπα ανοίγουν στην ευρύτερη γειτονιά μας. Η λεγόμενη «κυβέρνηση» της Ανατολικής Λιβύης εκτοξεύει απειλές περί διεξαγωγής ερευνών στα νότια της Κρήτης, αναβιώνοντας έναν κρίσιμο γεωπολιτικό θύλακα έντασης. Την ώρα που το μέτωπο με την Τρίπολη παραμένει ανοικτό, η Αθήνα καλείται να κινητοποιηθεί άμεσα, πριν η Λιβύη μετατραπεί σε ένα νέο, πολυδιάστατο πρόβλημα εθνικής ασφάλειας.
Παράλληλα, στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας αυξάνονται οι φωνές που αμφισβητούν την αποτελεσματικότητα της σημερινής ηγεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών. Η μετάβαση από τον Νίκο Δένδια στον Γιώργο Γεραπετρίτη μετά τις εκλογές του 2023 κρίνεται από πολλούς ως αποτυχημένη. Ο Γεραπετρίτης χαρακτηρίζεται ως “ελλιπούς διπλωματικού εκτοπίσματος”, ιδιαίτερα σε συνθήκες τόσο μεγάλης διεθνούς ρευστότητας. Η παρουσία του στο ΥΠΕΞ ερμηνεύεται ως κίνηση ελέγχου του Μαξίμου, με σκοπό την ενίσχυση της προσωπικής επιρροής του Κυριάκου Μητσοτάκη στην εξωτερική πολιτική.
Για ορισμένα στελέχη, ο ίδιος ο Πρωθυπουργός φαίνεται να είναι ο ουσιαστικός υπουργός Εξωτερικών. Όμως αυτό το μοντέλο διακυβέρνησης αποτυγχάνει να παράγει αποτελέσματα σε διεθνές επίπεδο. Στο παρασκήνιο της ΝΔ, υπάρχουν στελέχη που υπήρξαν υποστηρικτές της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης, τα οποία πλέον εκφράζουν ανοιχτά την απογοήτευσή τους. Οι επικριτικές παρεμβάσεις των πρώην πρωθυπουργών Κώστα Καραμανλή και Αντώνη Σαμαρά για τη μείωση του διπλωματικού βάρους της χώρας δεν αντιμετωπίζονται πλέον ως υπερβολές, αλλά ως έγκαιρες και τεκμηριωμένες προειδοποιήσεις.
Το κυρίαρχο ερώτημα που διατυπώνεται ολοένα και πιο ξεκάθαρα: Ποια Ελλάδα θέλουμε σε αυτό τον γεωπολιτικά ταραγμένο κόσμο; Μια χώρα παρούσα και ενεργή, με άποψη, ρόλο και κύρος, ή μια χώρα παθητική, που χάνει σταδιακά τον στρατηγικό της προσανατολισμό; Αν η κυβέρνηση επιμείνει στη σημερινή στάση της, αναλυτές προβλέπουν όχι μόνο περαιτέρω υποβάθμιση της διεθνούς θέσης της Ελλάδας, αλλά και ενίσχυση πολιτικών σχηματισμών στα δεξιά της ΝΔ, που διεκδικούν πιο αποφασιστική εξωτερική πολιτική.
Η γεωπολιτική δεν περιμένει κανέναν. Και όποιος επιλέγει να μείνει θεατής, μένει και εκτός παιχνιδιού.