14 Νοεμβρίου, 2025
Παράξενα

Δημοσκοπικός κατήφορος για τη ΝΔ, εσωκομματικοί τριγμοί και σενάρια συνεργασιών

Οι δημοσκοπήσεις άρχισαν να πέφτουν σαν το χαλάζι και στο Μαξίμου δεν υπάρχει πλέον ομπρέλα προστασίας. Η επικοινωνιακή καταιγίδα που στήθηκε γύρω από τα μέτρα της ΔΕΘ δεν κατάφερε να μεταβάλει αισθητά τις τάσεις, καθώς η πλειονότητα των πολιτών θεωρεί ότι δεν ενισχύεται στην καθημερινή μάχη με την ακρίβεια.

Στο στρατόπεδο Μητσοτάκη το σοκ είναι εμφανές και, για να διαχειριστούν την κάμψη, καλλιεργούν ένα νέο αφήγημα που μεταθέτει την αξιολόγηση στο μέλλον, ενώ ψάχνουν εναγωνίως ευνοϊκούς δείκτες ώστε να ερμηνεύσουν τα νούμερα που δεν βγαίνουν. Οι σύμβουλοι διαβεβαιώνουν τον πρωθυπουργό ότι «είναι νωρίς» για αποτίμηση, πως η απόδοση των μέτρων θα φανεί προσεχώς, και εισηγούνται να εστιάζει όχι στη «πρόθεση ψήφου» που δυσκολεύεται να πλησιάσει το 30%, αλλά στην ασαφή «πρόθεση να ψηφίσει κάποιος τη ΝΔ», μια μετρική που λειτουργεί περισσότερο ως ψυχολογικό παυσίπονο παρά ως πολιτικό εργαλείο.

Στον πυρήνα της αγωνίας τους παραμένει η διαπίστωση ότι το «πακέτο» της Θεσσαλονίκης δεν προκάλεσε το αναμενόμενο σοκ προσδοκιών· επιβεβαιώνοντας όσους επέμεναν πως απαιτούνταν ένα πραγματικά αιφνιδιαστικό μέτρο υψηλού συμβολισμού πριν παγιωθούν οι αρνητικές εντυπώσεις. Αντί αυτού, το μήνυμα που φτάνει στην κοινωνία είναι ότι με την παρούσα κυβέρνηση «οι πολίτες πήραν ό,τι ήταν να πάρουν», χωρίς ποντάρισμα σε κάτι ουσιαστικό για το άμεσο μέλλον. Στο επιτελείο έχει πέσει βαριά σκιά: το «στοίχημα της ΔΕΘ» δεν βγήκε, ενώ οι παλαιότεροι θυμίζουν πως παρόμοιο εγχείρημα είχε επιχειρήσει ο Σημίτης στην κάμψη του, κερδίζοντας μετά βίας μισή μονάδα—ένα déjà vu που μοιάζει να επαναλαμβάνεται.

Ο κατήφορος των ποσοστών τροφοδοτεί ανησυχία στους βουλευτές, οι οποίοι για να διασώσουν πολιτικό κεφάλαιο βγαίνουν στα κανάλια και αφήνουν ανοικτό το ενδεχόμενο νέου πακέτου την άνοιξη του 2026, μόλις λίγα εικοσιτετράωρα μετά τις ανακοινώσεις της ΔΕΘ—ένα πρωτοφανές φαινόμενο που προδίδει το κλίμα ασφυξίας στην κοινοβουλευτική ομάδα.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, βλέποντας τις δυσκολίες, αναζητά πλέον γέφυρες ακόμη και με όσους στο παρελθόν κρατούσε σε απόσταση, με την πεποίθηση ότι μπορεί να διατηρήσει τον έλεγχο. Παράλληλα προετοιμάζει στρατηγική «σύγκρισης» με τις αναταράξεις άλλων χωρών, επιχειρώντας να καλλιεργήσει αίσθημα κινδύνου, τακτική όμως που δείχνει να χάνει αποτελεσματικότητα σε μεγάλα κοινωνικά στρώματα που ζητούν πολιτική αλλαγή και αποδίδουν στο σύστημα Μητσοτάκη αλαζονεία, διαφθορά και αποκοπή από την πραγματικότητα. Αυτή η εικόνα, κατά τους συντηρητικούς ψηφοφόρους, έχει τραυματίσει τον αξιακό κώδικα της παράταξης, οδηγώντας αρκετούς σε αποστασιοποίηση.

Παρ’ όλα αυτά, στο Μαξίμου αντιτείνουν ότι «η ΝΔ παραμένει πρώτη με διαφορά από το ΠΑΣΟΚ και ο Μητσοτάκης καταλληλότερος για πρωθυπουργός», ένδειξη—όπως λένε—πως «υπάρχει ακόμη χρόνος να αλλάξουν τα πράγματα». Είναι μια ανάγνωση που συγκρούεται με την πρόσφατη παραδοχή πολλών εντός ΝΔ ότι «το ποτάμι δύσκολα γυρίζει».

Την ώρα που τα συστημικά κόμματα δυσκολεύονται να πάρουν κεφάλι, ο πρωθυπουργός χάνει και την τελευταία «εύκολη νίκη»: την ελπίδα ότι το πακέτο της Θεσσαλονίκης θα ενεργοποιήσει εκλογικές προσδοκίες. Στο εσωτερικό της ΝΔ επικρατεί ανάφλεξη, καθώς ο Μητσοτάκης προχωρά σε ανοίγματα προς το «σαμαρικό» ακροατήριο και προς πρόσωπα που είχαν εκφράσει ενστάσεις—χαρακτηριστικά με τον διορισμό του Μάξιμου Χαρακόπουλου ως γραμματέα της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, επιλογή με σαφή σημειολογία λόγω της εγγύτητάς του με τον Αντώνη Σαμαρά και των κατά καιρούς επικρίσεών του προς την κυβέρνηση.

Το αποτέλεσμα είναι ο πρωθυπουργός να βρίσκεται ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά: από τη μία επιχειρηματικά κέντρα που, με όχημα δημοσκοπήσεις «διαδοχής», υπονομεύουν την ηγεμονία του αναδεικνύοντας ως δυνητικούς πόλους τον Νίκο Δένδια και τον Κυριάκο Πιερρακάκη—δύο διαφορετικές τάσεις, η πρώτη κομματική-συντηρητική και η δεύτερη εκσυγχρονιστική με άνοιγμα στο κέντρο—και από την άλλη βουλευτές που, βλέποντας το κύμα να έρχεται, ζητούν «να φύγει πριν να είναι αργά» για το κόμμα και τους ίδιους. Ούτε Δένδιας ούτε Πιερρακάκης, όπως διαμηνύεται, θα προκαλέσουν ρήξη—επιδιώκουν να εκφράσουν συνέχεια με θεσμικές διαδικασίες όταν και εφόσον ανοίξει επίσημα η συζήτηση διαδοχής.

Απέναντι σε αυτούς τους τριγμούς ο Μητσοτάκης κλειδώνει τη γραμμή «μένω μέχρι τέλους». Διαμηνύει ότι δεν πρόκειται να αποχωρήσει, ότι θα κριθεί στη «δεύτερη κάλπη» του 2027 και πως εξακολουθεί να προηγείται συντριπτικά στην «καταλληλότητα» έναντι του Νίκου Ανδρουλάκη.

Η εξίσωση που θέτει είναι σκληρή: αν χρειαστεί θα «πάρει τη ΝΔ και τους βουλευτές μαζί του» ακόμη και σε κακό αποτέλεσμα, υπενθυμίζοντας ότι «εκείνος κέρδισε δύο φορές τον Τσίπρα και έκανε τη ΝΔ κυβέρνηση», ενώ πολλοί από όσους σήμερα ζητούν την αποχώρησή του «υπουργοποιήθηκαν χάρη σε αυτόν». Το πρόσφατο άνοιγμα με τον Χαρακόπουλο δείχνει προθυμία συμβιβασμών με εσωκομματικούς αντιπάλους για τη διατήρηση της συνοχής πριν από συνέδριο που αναμένεται να αναζωπυρώσει εσωστρέφεια, με υπουργούς και βουλευτές να επιχειρούν να στήσουν μηχανισμούς.

Στο στρατηγικό πεδίο, η μεγάλη απειλή για την ηγεσία της ΝΔ εντοπίζεται «εκ δεξιών». Η ευρύτερη στροφή του δυτικού κόσμου προς συντηρητικές αξίες συναντά την εσωτερική ρωγμή που άφησε η ψήφιση του γάμου ομόφυλων ζευγαριών, επιλογή την οποία πολλοί τώρα αναγνωρίζουν ως πολιτική παγίδα με διαρροές προς δεξιότερους σχηματισμούς. Γι’ αυτό ο πρωθυπουργός θα συνεχίσει εντατικές περιοδείες, επιδιώκοντας να πείσει ότι «ακούει» και ότι τα μέτρα θα φανούν στην τσέπη από τον Ιανουάριο 2026.

Η κυβερνητική ρητορική ανεβάζει στροφές: «μειώσαμε 83 φόρους» και «έρχονται έμμεσες αυξήσεις μισθών από 1/1/2026», με υποχρέωση υπουργών και βουλευτών να επαναλαμβάνουν το αφήγημα σε κάθε τηλεοπτικό παράθυρο. Στις 19 Σεπτεμβρίου, στη συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας για την τυπική εκλογή-διορισμό Χαρακόπουλου, ο πρωθυπουργός αναμένεται να ζητήσει «πανστρατιά» και να μιλήσει για «επανεκκίνηση», με το βλέμμα στο επικείμενο συνέδριο που προμηνύει νέους γύρους εσωτερικών αντιπαραθέσεων.

Στο μεταξύ, η υπόθεση ΟΠΕΚΕΠΕ επαναφέρει το Μαξίμου στον βούρκο των υποκλοπών και της συγκάλυψης μετά τις παραδοχές του βουλευτή της ΝΔ και πρώην υφυπουργού Χρήστου Μπουκώρου ότι ο Γιώργος Μυλωνάκης—στενός συνεργάτης του πρωθυπουργού—γνώριζε από καιρό συνομιλίες στελεχών και βουλευτών με παράγοντες του Οργανισμού.

Κατά τον Μπουκώρο, ο Μυλωνάκης είχε ενημερώσει από τον Ιούνιο 2024 δύο μετέπειτα υφυπουργούς ότι δεν θα υπουργοποιηθούν λόγω παρακολουθήσεων και εμπλοκής στο σκάνδαλο. Το μπαράζ ερωτημάτων είναι ασφυκτικό: πώς ήξερε ποιοι μιλούσαν με ποιον; πώς απέκτησε πρόσβαση σε συνομιλίες; ποιος τον ενημέρωσε; εφόσον δεν προΐσταται της ΕΥΠ, ποιος του παρείχε υλικό; Αν οι υποθέσεις αυτές ευσταθούν, προκύπτουν βαρύτατες νομικές ευθύνες και αναπόφευκτη σκιά στο πρωθυπουργικό γραφείο: αν γνώριζε ο πρωθυπουργός, γιατί δεν κινήθηκαν διαδικασίες αποπομπής εμπλεκομένων;

Ο ίδιος ο Μυλωνάκης φέρεται να πίεζε για ένταξη του Μάκη Βορίδη στην Προανακριτική, γεγονός που γεννά εικασίες για προγενέστερη γνώση. Η δήλωση της Ζωής Κωνσταντοπούλου ότι «ο Μυλωνάκης θα χρειαστεί πολύ καλό δικηγόρο» διαβάζεται ως πολιτικό καμπανάκι για ενδεχόμενες κακουργηματικές ευθύνες, ενώ τροφοδοτεί υποψίες περί «παράκεντρου εξουσίας και ενημέρωσης» που διαβρώνει το κύρος του ίδιου του πρωθυπουργού.

Παραδόξως, δημοσιογραφικοί πρωταγωνιστές του φακέλου υποκλοπών, όπως ο Θανάσης Κουκάκης, δεν έχουν κινηθεί δυναμικά για το σκέλος Μυλωνάκη—γεγονός που τροφοδοτεί εύλογες απορίες για παλιές διασυνδέσεις, ενώ το ΠΑΣΟΚ, παρότι είχε κάνει σημαία τις επισυνδέσεις στο τηλέφωνο Ανδρουλάκη, τηρεί ηχηρή σιωπή: δεν καταθέτει ερωτήσεις, δεν ζητά συζήτηση προ ημερησίας, δεν πιέζει πολιτικά. Οι κακές γλώσσες μιλούν για διακομματικές ευθύνες και «ρουσφέτια» πέριξ του ΟΠΕΚΕΠΕ, πιθανές εμπλοκές και από το χώρο της Χαριλάου Τρικούπη—υπόνοιες που, αν μη τι άλλο, φωτίζουν το εύρος της θεσμικής αποσύνθεσης.

Στο τακτικό πεδίο των συσχετισμών, το ΠΑΣΟΚ κινείται σε τεντωμένο σκοινί: 13 χρόνια εκτός εξουσίας, απώλεια στελεχών προς ΣΥΡΙΖΑ και, αργότερα, προς τη «γαλάζια» κυβερνησιμότητα, διαρκής αναζήτηση ρόλου γύρω από το 10%. Η προοπτική επανόδου του Αλέξη Τσίπρα με νέο κόμμα απειλεί να του αφαιρέσει τη δεύτερη θέση, σενάριο που θα υποχρεώσει τον Νίκο Ανδρουλάκη είτε να ανοίξει εσωκομματικές διαδικασίες είτε να διερευνήσει σύμπραξη διακυβέρνησης μετά το 2027—με έναν αδιαπραγμάτευτο όρο που ψιθυρίζεται: «όχι Μητσοτάκης στο Μαξίμου».

Ο ίδιος ο πρωθυπουργός έκανε πρώτη φορά τόσο εμφατική νύξη για «συναίνεση» με το ΠΑΣΟΚ σε μείζονα ζητήματα, κίνηση που ερμηνεύεται ως προετοιμασία για μετεκλογικά σενάρια συνεργασίας. Μετρήσεις που φέρνουν τη ΝΔ πέριξ του 25% (με αναγωγές) θεωρούνται κατώφλι-κλειδί: με τέτοιο ποσοστό η δεύτερη κάλπη καθίσταται ανώφελη για αυτοδυναμία και ενδέχεται να ανοίξει θεσμικά η συζήτηση διαδοχής. Κάτω από το 25% χάνονται και «μπόνους», με συνέπεια λιγότερες έδρες, εντεινόμενες εσωτερικές τριβές και κινδύνους για τη συνοχή.

Οι εταιρείες δημοσκοπήσεων ήδη δοκιμάζουν σενάρια με νέα πρόσωπα εντός και εκτός ΝΔ, μετρώντας «δημοτικότητες» και καταλληλότητες για ευρύτερες συνθέσεις. Παράλληλα, ισχυροί οικονομικοί παίκτες στην Ελλάδα δεν επιθυμούν παντοδύναμο πρωθυπουργό—προτιμούν κυβερνήσεις συνεργασίας που αφήνουν περιθώρια επιρροής. Όλα αυτά συνηγορούν σε ένα συμπέρασμα: ο δρόμος που ανοίγεται μπροστά είναι αυτός των συνεργασιών, όπως συμβαίνει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.

Ωστόσο, μέχρι το 2027 ο πολιτικός χρόνος είναι αχανής. Η οικονομία θα κρίνει πολλά, όπως και η ικανότητα της κυβέρνησης να μετατρέψει υποσχέσεις της ΔΕΘ σε μετρήσιμο εισόδημα από το 2026. Ταυτόχρονα, η σκιά σκανδάλων τύπου ΟΠΕΚΕΠΕ-υποκλοπών απειλεί να σαρώσει κάθε επικοινωνιακό αφήγημα. Αν το Μαξίμου δεν βρει γρήγορα αληθινό «μέτρο έκπληξη» και πειστική προοπτική, η συζήτηση περί διαδοχής, συμμαχιών και «δεύτερης κάλπης» θα πάψει να είναι θεωρία και θα γίνει ο νέος, σκληρός κανόνας του παιχνιδιού.