Η πληθυσμιακή αποψίλωση που πλήττει τα τελευταία χρόνια την ελληνική επαρχία λαμβάνει πλέον χαρακτήρα έκτακτης ανάγκης για τη Δράμα, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία και επιστημονικές εκτιμήσεις. Η εικόνα που διαμορφώνεται δεν αφήνει περιθώρια εφησυχασμού, καθώς καταγράφεται μία από τις ταχύτερες και βαθύτερες δημογραφικές πτωτικές τάσεις σε επίπεδο χώρας.
Κατά την απογραφή της περιόδου 2011–2021, ο πληθυσμός του νομού μειώθηκε κατά περίπου 12%, κατατάσσοντας τη Δράμα ανάμεσα στις οκτώ πιο πληττόμενες περιοχές της Ελλάδας. Η κατάσταση προδιαγράφεται ακόμη πιο ανησυχητική για τις επόμενες δύο δεκαετίες, σύμφωνα με προβλέψεις του Εργαστηρίου Ανθρωπολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, που εκτιμούν ότι μέχρι το 2045 ο πληθυσμός της περιοχής ενδέχεται να μειωθεί έως και κατά 25%.
Η πληθυσμιακή κατάρρευση φαίνεται να εκδηλώνεται εντονότερα σε ακριτικές και ημιορεινές περιοχές του νομού. Το Κάτω Νευροκόπι και το Παρανέστι παρουσίασαν μειώσεις της τάξης του 32% και 27% αντίστοιχα την προηγούμενη δεκαετία, αντανακλώντας τον μαρασμό σε κοινότητες με ήδη περιορισμένες υποδομές και προσβάσεις.
Τα προσωρινά στοιχεία για το 2025 προσθέτουν έναν ακόμη κρίσιμο δείκτη στο πρόβλημα: στην πόλη της Δράμας οι θάνατοι ξεπερνούν κατά το διπλάσιο τις γεννήσεις. Αντίστοιχα, στην Κομοτηνή η εικόνα είναι παρόμοια, αν και ελαφρώς ηπιότερη. Το φαινόμενο φαίνεται να υπερβαίνει τα όρια ενός τοπικού προβλήματος, εντάσσοντας τη Δράμα σε μια ευρύτερη περιφερειακή δυσλειτουργία της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης.
Ορισμένες γειτονικές περιοχές καταγράφουν ενδείξεις σταθεροποίησης ή και μικρής βελτίωσης. Η Καβάλα, η Ξάνθη και η Αλεξανδρούπολη εμφανίζουν περισσότερες γεννήσεις από θανάτους από το 2022 και εξής. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η σταδιακή αντιστροφή της πτωτικής τάσης δείχνει ότι υφίσταται ένα ελάχιστο περιθώριο παρέμβασης και ανάσχεσης, υπό την προϋπόθεση εφαρμογής στοχευμένων δημογραφικών και αναπτυξιακών πολιτικών.
Η Δράμα ωστόσο φέρει και ένα πρόσθετο φορτίο: το πλήγμα της πανδημίας. Το 2020, οι απώλειες από τη νόσο COVID-19 ήταν τόσο μαζικές ώστε οι θάνατοι στο νομό τριπλασίασαν τις γεννήσεις. Οι συνέπειες υπήρξαν ιδιαίτερα βαριές σε ευάλωτες και ηλικιωμένες ομάδες του πληθυσμού, επιτείνοντας περαιτέρω τη δημογραφική καθίζηση.
Η απομείωση του πληθυσμού ήδη αφήνει έντονο αποτύπωμα στην καθημερινότητα και τη λειτουργία των τοπικών κοινωνιών. Σχολικές μονάδες κλείνουν λόγω έλλειψης μαθητών, δημοτικές υπηρεσίες υποβαθμίζονται ή συγχωνεύονται, ενώ η φυγή νέων ανθρώπων προς μεγαλύτερα αστικά κέντρα δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο υποστελέχωσης, συρρίκνωσης και εγκατάλειψης. Παράλληλα, η μειωμένη ζήτηση σε βασικούς τομείς, όπως η εκπαίδευση, η υγεία και η εργασία, αποδιαρθρώνει περαιτέρω την οικονομική και κοινωνική συνοχή.
Η ανάγκη για ένα ενιαίο σχέδιο δημογραφικής ανάκαμψης αποκτά επείγοντα χαρακτήρα. Η Δράμα, όπως και πολλές άλλες περιοχές της περιφέρειας, βρίσκεται αντιμέτωπη με μια πιθανώς μη αναστρέψιμη κοινωνική και αναπτυξιακή υποχώρηση. Η στήριξη της οικογένειας, η ενίσχυση της γεννητικότητας, η αναζωογόνηση της τοπικής παραγωγής και η συγκράτηση των νέων είναι πλέον στρατηγικές επιλογές επιβίωσης και όχι ζητήματα μακροπρόθεσμης πολιτικής. Χωρίς άμεση και εμπεριστατωμένη παρέμβαση, η δημογραφική κρίση της Δράμας κινδυνεύει να εξελιχθεί σε ένα μόνιμο και ανεπίστρεπτο φαινόμενο εγκατάλειψης.