Κόλαση. Τρόμος. Παντελής απουσία των υπευθύνων. Ζωές που δεν είναι ίδιες για κανέναν. Η αγωνία της μάνας να σώσει το παιδί της. Η προσπάθεια να μη δει ο μονάκριβος γιος της να πεθαίνει μπροστά του. Και μετά ο Γολγοθάς στα νοσοκομεία. Οι φρικτοί πόνοι. Και κάπου εκεί μια φωνή στην τηλεόραση να λέει ότι όλα έγιναν καλά…
Όλα αυτά είναι μέρος μόνο μιας ακόμα καθηλωτικής κατάθεσης που ακούστηκε πριν λίγο στην αίθουσα του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου γίνεται η δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι.
Η συγκλονιστική κατάθεση
Στο βήμα του μάρτυρα η Καλλι Αναγνώστου η οποία κάηκε η ίδια και το παιδί της. Με εμφανή τα σημάδια στο κορμί της περιέγραψε με δάκρυα στα μάτια όσα έζησαν εκείνη και το παιδί της. Μέσα στην αίθουσα δεν ακουγόταν ούτε μια ανάσα. Μόνο η δική της φωνή. Μόνο ο δικός της λυγμός. Και στο τέλος της κατάθεσης της με την άδεια του δικαστηρίου από το κινητό της ακούστηκε η φωνή του γιου της ο οποίος σχεδόν δέκα ετών σήμερα έχει στερηθεί όλα όσα ζουν οι συνομήλικοι του, γιατί κάποιοι άνθρωποι δεν έκαναν τίποτα για να σώσουν τους κατοίκους στο Μάτι.
«Με το σύζυγό και το γιο μου ήρθαμε από το Ντουμπάι για να μην καούμε από τη ζέστη και τελικά ήρθαμε εδώ και καήκαμε ζωντανοί. Είμαστε αγκαλιά με το γιο μου και συζητούσαμε για την εξαφάνιση των ειδών .Τότε είχα υποσχεθεί ότι θα πάμε στο Πλανητάριο. Κατά τις πέντε και ξύπνησα από τους καπνούς. Οπως ήμουν με το παιδί στην αγκαλιά και κοιτούσα το κινητό για συμβάν κοντά στη περιοχή μας. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έγιναν γεγονότα στην περιοχή .Ήταν η πρώτη φορά που δεν ήρθε κανένας» είπε η μάρτυρας.
Όταν πια οι φλόγες είχαν φτάσει στο σπίτι τους πήρε το παιδί και έφυγε. «Καιγόμαστε. Δεν μπορεί να γίνεται αυτό. Είναι ταινία όνειρο εφιάλτης. Ηταν ο δικός μου εφιάλτης. Φωναξα στο παιδί μου ‘Κώστα φεύγουμε τώρα’. Κανένας δεν μας είπε να φύγουμε. Το παιδί μου αρχίζει να ουρλιάζει ‘Μαμά μου τι θα κάνουμε; Μαμά μου θα πεθάνουμε;’ Και εγώ να του λέω ‘ντύσου θα φύγουμε’. Δεν έχουμε επιλογή. Τις φλόγες τις βλέπαμε στα δέντρα γύρω μας. Έξι και τέταρτο. Το ρολόι που φορούσα είχε μέταλλο και μου έκαψε το δέρμα μας. Με πάγωσε περισσότερο η θέα από τις φλόγες που έρχονταν πάνω μου. Μπορεί κανένας να συνειδητοποιήσει τη φρίκη; Κανένας. Γιατι δεν ήταν εκεί. Εμεις είμαστε εκεί και το ζήσαμε.
» Και πέφτουμε και οι δύο κάτω και αρχίζει να ουρλιάζει ‘Μαμά καίγομαι’…Συνειδητοποίησα δεν είχε βάλει τη μπλούζα του…Όπως τρέχουμε λιώνουν τα πόδια του και εγώ δεν μπορώ να του πω. Φωνάζει ‘μαμά βοηθά με’ και ‘μαμά σώσε με’. Εγώ ο μόνος τρόπος για του τι δείξω αυτό είναι να μην τον πάρω αγκαλιά γιατί, αν το έκανα αυτό, θα είμαστε οι πρώτοι που θα εύρισκαν αγκαλιά. Ήμασταν μόνοι μας και καιγόμασταν. Η μόνη φωνή και τα ουρλιαχτά ήταν του παιδιού μου. Μια φωνή που την έχω μέσα μου. Ακόμα και τώρα φοβάμαι να τον πάρω αγκαλιά» συνέχισε τη συγκλονιστική κατάθεση από καρδιάς η κ. Αναγνώστου.
«Ο κόσμος ούρλιαζε για βοήθεια και να μην έρχεται η βοήθεια. Δεν υπήρχαμε τότε. Οπως δεν υπήρχαμε ούτε και μετά στη ουσία. Αμελητέες οι δικές μας οι απώλειες. Τα παιδιά να ουρλιάζουν. Κάποια στιγμή είδα τη θάλασσα και είπα να μπω να δροσιστώ αλλά δεν ήθελα να με δει το παιδί μου να πεθαίνω μπροστά του γιατί αν έπεφτα μέσα δεν θα μπορούσα να κολυμπήσω και πνιγόμουν. Ειχαμε ένα μπουκάλι νερό και μοιράζαμε τις σταγόνες» πρόσθεσε.
Πώς έσωσε το παιδί της
Αμέσως μετά περιέγραψε τις υπεράνθρωπες προσπάθειες που κατέβαλε μεταξύ ζωής και θανάτου και με τη βοήθεια ανθρώπων που βρέθηκαν στο σημείο να σώσει το παιδί της που ήταν και η μοναδική της έγνοια ακόμα και τις στιγμές που έχανε τις αισθήσεις της και λιποθυμούσαν από τις εγκαύματα.
«Με όλα αυτά πλέον δεν ζούσα. Μου μιλάνε και λένε δεν θα την βγάλει…Περίμενα… Το τίποτα. Προσευχόμουν να φτάσει το παιδί μου να αντέξει και να είναι καλά. Κάποια στιγμή εμφανίζεται ένα βαν ιδιώτη…Σε όλο αυτό το διάστημα δεν ήρθε κανένας. Αποφασίζει να μας βάλει μέσα για να μπορέσουμε να φύγουμε. Μπαίνουμε μέσα τρεις και ξεκινάμε να φύγουμε. Μας λέει συνεχώς κάντε υπομονή θα φτάσουμε. Θα μας πάνε τα παιδιά. Ηταν δύο αστυνομικοί της Δίας που ήρθαν μόνοι τους γιατί άκουσαν ότι κάτω καίγονται και ήρθαν. Το άκουσαν από τους ασύρματους που κάποιοι δεν άκουγαν. Μας πήγαν στο Σισμανόγλειο. Άλλος Γολγοθάς. Αυτο που ζήσαμε δεν ήταν σωματική βλάβη αλλά; Θανατηφόρος έκθεση. Και αν δεν φτάναμε μόνοι μας θα είμαστε νεκροί. Με έβαλαν σε φορείο και με ένα ψαλίδι έκοβαν τα ρούχα μου. Είμαι σε ένα φορείο στο διάδρομο και απέναντι μου έχω μια πόρτα ανοιχτή και εκεί έβαζαν σάκους που τους στιβάζονταν ο ένας πάνω στον άλλον. Εγώ το ήξερα. Δεν ξέρω πως άλλοι δεν το γνώριζαν. Περίμενα να μάθω για το παιδί μου. Δεν ξέρω αν έχει ζήσει. Αν ξέρει για εμένα. Το είχαν στα επείγοντα στο Αγία Σοφία. Ένα μωρό πεντέμισι ετών που ήξερε μόνο εμάς τον μπαμπά και τη μαμά τον παππού και τη γιαγιά και ξαφνικά δεν είχε κανέναν από εμάς. Ένα μωρό μόνο του που μας ζητάει και δεν είμαστε εκεί. Ενα μωρό που το ψαχουλεύουν, το τρυπάνε του βάζουν σωληνάκια .. Κανένας δεν περίμενε ότι εγώ θα ζήσω».
» Με πήγαν στα επείγοντα στο Γεννηματάς και εκεί μπήκαν ξαφνικά γιατροί νοσοκόμοι και έρχεται ένας και μου λέει ‘σφίξε’. Μου τραβούσαν το δέρμα και άρχισα να ουρλιάζω. Κόντεψα να το σπάσω το χέρι. Δεν μπορούσα να αντέξω γιατί ήξερα ότι αυτό το πέρασε το παιδί μου. Ο φόβος των γιατρών ήταν να μην πεθάνω από το σοκ. Όσα περνούσα εγώ σκεφτόμουν ότι τα περνούσε το παιδί μου. Και τότε άκουσα στην τηλεόραση ότι όλα έγιναν καλά και πως θα τα ξανακάναμε με τον ίδιο τρόπο. Οι νεκροί και εμείς είμαστε η ζωντανή απόδειξη ότι όλα έγιναν καλά. Τους είπα στείλτε με στη Βουλή να δουν πόσο καλά τα έκαναν. Για τις επόμενες μέρες ήμουν τυλιγμένη σε επιδέσμους. Καμένη παντού. Να μην μπορώ να κουνήσω τα χέρια μου. Να με τσούζουν να πονάνε. Με είχαν γεμίσει με σωληνάκια. Και ενώ είμαι εκεί στο σάκο αρχίζω να σκέφτομαι ότι τα πνευμόνια μου δεν αντέχουν. Με διασωλήνωσαν. Ηθελα μόνο να χαιρετήσω το παιδί μου. Να του πω ότι το αγαπάω. Να το ακούσω για τελευταία φορά. Με διασωλήνωσαν και με πήγαν στο Θριάσιο. Το παιδί μου είναι καμένο, η πλάτη, τα χέρια, τα πόδια. Εχει γίνει αγρίμι. Το μωρό που ήταν χαρά θεού. Ρωτούσε που είναι η μαμά του. Δεν μπορούσαν να του πουν ότι πεθαίνει. Του είπαν ότι κοιμάται η μαμά, αλλά εκείνο ρωτούσε ήταν ‘γιατί δεν μου μιλάει; Της έχω κάνει κάτι;’.
» Οι σωματικές βλάβες θα μας ακολουθούν για πάντα, είπε η κυρία Αναγνώστου. «Δεν θα μπορούμε να έχουμε φυσιολογική ζωή. Θα πρέπει να είμαστε με αγωγή. Το παιδί μου δεν μπορούσε και δεν μπορεί να παίξει και να κληθεί όπως τα άλλα παιδιά. Δεν έχει την παιδική ζωή όπως αλλά παιδί. Ξυπνά με εφιάλτες. Το ξαναζεί καν και ξανά και ξανά. Και να ξέρει ότι δεν θα έχει ζωή όπως τα άλλα παιδιά .Ξυπνάει και λέει χεράκια μου ποδαράκια μου δεν είστε ξανά όπως πριν. Θέλει να μάθει λεπτομέρειες γιατί έγινε όλο αυτό? Τι δικαιολογίες να πεις σε ένα παιδί; Δεν είδε μια συγνώμη. Συγγνώμη, μου ζήτησε η φυσικοθεραπεύτρια όταν με άλλαζε ο γιατρός που παραδέχθηκε αυτό που γίνεται στο σώμα μου είναι βιασμός. Κάποια στιγμή του είπα αφήστε με. Βιασμός σώματος και ψυχής ξανά και ξανά. Το ίδιο βάσανο. Δεν έφτασε η κόλαση της φωτιάς, έπρεπε να ζήσουμε την κόλαση του νοσοκομείου. Ζούμε σε σώματα που είμαστε φυλακισμένοι εμείς που είμαστε οι καμένοι. Τέσσερα χρόνια κανένας δεν κοιμάται καλά. Το παιδί μου ουρλιάζει. Επί δύο χρόνια κοιμάται με το μπαμπά του για να μην ξύνεται και ματώνεται. Αλλα και πάλι πρωί είναι γεμάτο αίματα. Το σώμα του δεν έχει αποκατασταθεί. Οσο ψηλώνει αυτό το δέρμα σκίζεται…Αυτό ποιος θα το δικαιώσει? Έχω μπροστά μου χειρουργεία και δεν τα κάνω για να μη με δει έτσι…
Όλος αυτός ο πόνος του γιου μου να μην μείνει έτσι. Του το χρωστάω .Όπως και σε όλα τα παιδιά και σε όλους τους ανθρώπους. Ανήκω στην κατηγορία εκείνων που τα έζησαν όλα….Να βγει αυτή η αλήθεια και επιτέλους να γίνει κάτι και να μην ξανασυμβεί».
Και πριν σηκωθεί από το βήμα ζήτησε από το δικαστήριο να ακουστεί η φωνή του γιου της. «Μου ζήτησε να φέρω τη φωνή του εδώ μέσα. Δεν μπορεί να έρθει ο ίδιος. Θέλω να μου το επιτρέψετε…».
Από το κινητό ακούστηκε η φωνή του… «Η ζωή μου πριν τη φωτιά ήταν καλύτερη τώρα δεν είναι. Καήκαμε και δεν χαιρόμαστε. Ο μπαμπάς μου σώθηκε γιατί δεν ήταν εδώ. Κάνεις δεν χαίρεται όταν καίγεται. Ελπίζουμε να σας πουν να φύγετε από τα σπίτια σας όταν γίνει μια φωτιά».
Σωθήκαμε από τύχη 180 μέτρα από τη θάλασσα – Όσοι κάηκαν δεν είχαν άλλη επιλογή
Με συγκινησιακή φόρτιση και με εμφανή εκνευρισμό για την εγκληματική απουσία κάθε υπευθύνου τις κρίσιμες ώρες κατέθεσε ο Παναγιώτης Νταγκαλος ο οποίος έχασε τη σύζυγο του εκείνη την ημέρα, την ημέρα της πυρκαγιάς, ενώ κατάφερε να επιβιώσει ο ίδιος και ο 3,5 ετών γιος του.
«Δεν βρέθηκε η φωτιά από την εστία της ξαφνικά στο Μάτι. Αν εμείς καήκαμε 180 μέτρα από τη θάλασσα, αλλά πνίγηκαν μέσα στη θάλασσα! Το 2022; Που ζούμε; Ψάχνω δικαιολογία και δε μπορώ να βρω! Από τύχη γλιτώσαμε και είμαστε αντιμέτωποι με τα ψυχολογικά μας, την πραγματικότητα που ζούμε και τις επαναλαμβανόμενες αστοχίες της πολιτείας να προστατεύσει τη ζωή των πολιτών.
Το είδαμε με το παιδί στις Σέρρες! Στο σχολείο του γιου μου έπεσε κολώνα φωτισμού μέσα στο προαύλιο. Αν ήταν πρωί θα σκότωνε παιδιά. Είναι απίστευτο αυτό που ζω! Το ζω και το ξαναζώ μετά από 4 χρόνια!» είπε ο μάρτυρας προσθέτοντας τη δική του τραγική ιστορία σε όλες όσες έχουν ακουστεί και σε αυτές που θα διατυπωθούν τις επόμενες μέρες στη δίκη αυτή για την εθνική τραγωδία στο Μάτι.
Κανένας συναγερμός
«Την ημέρα εκείνη μετά το μεσημεριανό φαγητό πέσαμε για ύπνο εγώ και το παιδί εκτός από τη γυναίκα μου. «Μου λέει σήκω κάτι γίνεται. Μυρίζω καπνό. Βγαίνω έξω και βλέπω καπνό στην πλευρά της λεωφόρου Μαραθώνος.
Αγουροξυπνημένος ήμουν και μου πήρε λίγο χρόνο να δω τι θα κάνω. Σκέφτηκα ότι θα είναι μακριά αλλά είπα να ετοιμαστούμε να φύγουμε. Αφήσαμε το παιδί να ξυπνήσει τελευταίο. Το αυτοκίνητο βρισκόταν έξω από το σπίτι στην Περικλεους.
Δεν είχαμε ακούσει κάτι που να θυμίζει πυρκαγιά. Καμπάνα, σειρήνα, κάτι στην τηλεόραση. Αρχίσαμε να φορτώνουμε πράγματα στο αυτοκίνητο» περιέγραψε.
Βγαίνοντας στο δρόμο, τίποτα δεν προμήνυε το κακό που ερχόταν, αλλά η διακοπή του ρεύματος οδήγησε την οικογένεια άμεσα στο αυτοκίνητο. «Η Πόπη μου μου λέει «φωτιά είναι πάρε και μια πετσέτα μαζί!». Πάω προς το σπίτι του συναδέλφου μου που ήταν παραλιακό να του παραδώσω το κλειδί του σπιτιού που εμένα.
Λέω τι βλέπεις; Μου λέει καπνούς βλέπω, λέω να φύγουμε. Πάω να μπω στο αμάξι με τη γυναίκα και το παιδί μου. Βλέπω στην Ποσειδωνος κολλημένα αμάξια. Κάνουμε ένα νόημα στους οδηγούς πιο πίσω ότι έχει μπλοκάρει. Δεν είχα αντιληφθεί ότι η φωτιά ήταν 300 μέτρα πιο πάνω.
Στο μεταξύ ο δυνατός άνεμος έφερνε καύτρες προς το μέρος μας. Πλησιάζω στο αμάξι από την πλευρά του συνοδηγού μπαίνω μέσα κι έβαλα το κλειδί στο τιμόνι για να βάλω μπροστά το αμάξι να λειτουργήσω τον κλιματισμό. Να μην επηρεαστούμε από τον καπνό. Αυτό σκέφτηκα εκείνη την ώρα» είπε και συμπλήρωσε «ένιωθα ένα κάψιμο από την δεξιά μου πλευρά. Η φωτιά είχα φτάσει σε εμάς. Είχε αρπάξει όλο τον κήπο του σπιτιού που είχαμε μείνει. Ήταν τεράστια, 10 μέτρα ύψος».
Κόλαση
Μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα βρέθηκε στην κόλαση: «Η δεξιά πλευρά του προσώπου μου είχε βράσει από το θερμικό φορτίο. Τα αυτιά μου, τα χείλη μου είχαν φουσκώσει μόνο από τη θερμική ακτινοβολία. Το παιδί και η γυναίκα μου ήταν στα αριστερά μου.
Ήμουν φράγμα μπροστά τους. Μου φωνάζει η γυναίκα μου «το παιδί!» Και το τυλίγω με την πετσέτα. Ανοίγω την πόρτα του οδηγού. Το διπλανό αυτοκίνητο είχε άνθρωπο μέσα. Έτρεχα με όλη μου τη δύναμη προς τη θάλασσα. Το μέρος που είχα απομνημονεύσει να πάω. Έβλεπα γύρω στα 5-6 μέτρα».
Ο Παναγιώτης Ντάγκαλος περιέγραψε τον αγώνα δρόμου να φτάσει στη θάλασσα ενώ ο ίδιος καιγόταν ήδη από καύτρες και κλαδιά.
Όταν τα πράγματα έμοιαζαν κάπως καλύτερα ο μάρτυρας επιχείρησε να αναζητήσει τη σύζυγο του, αφήνοντας το παιδί του σε φιλική οικογένεια μέσα στη θάλασσα για να τον προσέχουν.
Όταν έφτασα στο αμάξι βρήκα ένα κουφάρι
«Άρχισα να ρωτάω για τη γυναίκα μου αν την είχε δει. Είχε βραδιάσει και αποφασίσω να την ψάξω. Αφήνω το παιδί μου με τη μητέρα του συναδέλφου μου. Όσο περπατούσα έβλεπα τα πάντα καμμένα. Όταν έφτασα στο αμάξι βρήκα ένα κουφάρι, έναν απανθρακωμένο βράχο. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήταν η γυναίκα μου αυτή. Λέω κάποιος θα παραπάτησε και θα έπεσε κάτω. Δεν πίστευα ότι είναι το αυτοκίνητο μας».
Ο μάρτυρας επέστρεψε άμεσα στη θάλασσα και το παιδί του, ενώ λίγη ώρα αργότερα, γυρίσω στις 20.30 ήρθαν διασώστες που τους οδήγησαν σε ξενοδοχείο μέσα από δρομάκια.
«Συνάντησα ανθρώπους καμένους και πεθαμένους. Είτε στη στεριά, σε δρόμους παντού. Θέλω να σας πω ότι εγώ και η οικογένεια μου ήμασταν 180 μέτρα από τη θάλασσα. Η φωτιά μας έκαψε στις 18.40 δηλαδή 2,5 ώρες μετά την έναρξη της.
Αυτός ο χρόνος δεν ήταν αρκετός για να σωθεί η οικογένεια μου. Εγώ και το παιδί μου δε σηκωθήκαμε! Για να είμαι εδώ και να σας περιγράφω όσα έγιναν, σωθήκαμε κατά τύχη. Σωθήκαμε κατά τύχη 180 μέτρα από τη θάλασσα. Δε βρέθηκε κανείς να μας ειδοποιήσει με οποιοδήποτε τρόπο. Όσοι κάηκαν εκεί δεν είχαν άλλη επιλογή».
Κορζενιοφσκι Ζαροσλαφτς: «Υπήρχαν 4 μαύροι σάκοι. Στον πρώτο ήταν ο γιος μου και στον τέταρτο η σύζυγος μου».
Νωρίτερα είχε εξεταστεί ένας ακόμα μάρτυρας ο οποίος ήρθε με την οικογένεια του από την Πολωνία στην Ελλάδα για διακοπές κι έχασε στη φονική πυρκαγιά σύζυγο και παιδί.
«Ήρθαμε να περάσουμε με ασφάλεια όμορφες διακοπές στην Ελλάδα. Όλα ήταν καλά μέχρι τις 23 Ιουλίου. Είδαμε πυκνούς καπνούς και δυνατό αέρα. Είδαμε ένα ελικόπτερο. Ρωτούσαμε αν όλα είναι καλά. Οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου μας καθησύχασαν ότι δεν είναι μεγάλη η φωτιά.
Ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο. Από μακριά είδα φωτιά και μαύρους καπνούς κοντά στο ξενοδοχείο και διαμαρτυρήθηκα στη ρεσεψιόν. Τότε οι υπάλληλοι μας είπαν να φύγουμε. Αμέσως πήγαμε στα δωμάτιά μας για να πάρουμε παπούτσια και πράγματα. Εκεινη τη στιγμή είδα νερό να τρέχει στο ξενοδοχείο. Είπα στη σύζυγο μου να πάρει το παιδί και να πάει στην πισίνα, εγώ πήγα στο δωμάτιο να πάρω διαβατήρια. Κατέβηκα και μου είπαν ότι τους έδιωξαν όλους προς Ραφήνα».
Ο μάρτυρας συγκλονισμένος περιέγραψε πως έμαθε ότι η οικογένεια του δεν τα κατάφερε γιατί η βάρκα αναποδογύρισε και πνίγηκαν!
«Η προϊσταμένη του γραφείου ήρθε με πήρε και πήγαμε μαζί στη Ραφήνα. Πήγαμε στο λιμεναρχείο. Με φωνάξανε και με ρώτησαν αν φορούσε κάτι στο λαιμό του το παιδί. Κατάλαβα ότι τους είχαν βρει.
Σε ένα μικρό κτίριο υπήρχαν 4 μαυροι σάκοι. Στον πρώτο ήταν ο γιος μου και στο τέταρτο η σύζυγος μου. Αυτή η τραγωδια δεν θα είχε συμβεί αν λειτουργουσαν οι υπηρεσίες. Κανεις δεν έκανε τίποτα. Πιστεύω ότι θα αποδοθεί δικαιοσύνη. Από τότε η ζωή μου έχει τελειώσει όπως και όλων εδώ. Σας παρακαλώ πολύ για την απονομή δικαιοσύνης, παίρνω χάπια, δεν μπορώ να ζήσω».