Η απόφαση του Εκλογοδικείου για την ακύρωση της εκλογής τριών βουλευτών του κόμματος «Σπαρτιάτες», με το ενδεχόμενο να ακολουθήσουν και άλλες παρόμοιες αποφάσεις, δημιουργεί μια άνευ προηγουμένου συνθήκη στο ελληνικό πολιτικό σύστημα: ένα Κοινοβούλιο που ενδέχεται να λειτουργήσει μέχρι το τέλος της θητείας του με λιγότερους από 290 βουλευτές. Πρόκειται για μια εξέλιξη θεσμικά προβληματική και πολιτικά εκρηκτική.
Ο αριθμός 300 δεν είναι απλώς προϊόν αριθμητικής. Είναι ιστορικό και πολιτικό σύμβολο πλήρους δημοκρατικής εκπροσώπησης. Η λειτουργία ενός ελλιπούς Κοινοβουλίου, ανεξαρτήτως των αιτίων, διαμορφώνει ντε φάκτο συνθήκες “θεσμικού ακρωτηριασμού”, όπου η σύνθεση της Εθνικής Αντιπροσωπείας δεν αντανακλά πια τη βούληση των πολιτών.
Η απόφαση του Εκλογοδικείου, έστω αν έχει νομική βάση, έρχεται σε μια περίοδο ιδιαίτερης θεσμικής δυσπιστίας, όπου τα όρια ανάμεσα σε νομιμότητα και σκοπιμότητα θολώνουν επικίνδυνα. Και η ερμηνεία ότι η Δικαιοσύνη απλώς «λειτουργεί ανεξάρτητα», καθίσταται λιγότερο πειστική όταν το ίδιο το κράτος έχει νομοθετήσει στο παρελθόν τρόπους παρέμβασης στη σύνθεση του πολιτικού σκηνικού – έμμεσα αλλά ουσιαστικά.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος έσπευσε να διευκρινίσει ότι η ακύρωση της εκλογής δεν είναι απόφαση της κυβέρνησης, αλλά της Δικαιοσύνης. Στο ίδιο πνεύμα, όμως, ανέφερε ότι «η Βουλή, διά της νομικής πρωτοβουλίας της κυβέρνησης, έδωσε αυτή τη δυνατότητα στη Δικαιοσύνη». Η δήλωση αυτή δεν διαψεύδει αλλά υπογραμμίζει την πολιτική εμπλοκή στον καθορισμό του θεσμικού πλαισίου. Δεν πρόκειται δηλαδή για θεσμικό αυθορμητισμό της Δικαιοσύνης, αλλά για προϊόν συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών που προσέδωσαν στη Δικαιοσύνη εξουσίες ακύρωσης κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης.
Αναδύεται, έτσι, μια ανησυχητική τάση “προληπτικού αποκλεισμού” πολιτικών σχηματισμών, με το επιχείρημα της προστασίας της Δημοκρατίας. Όμως, ιστορικά, η Δημοκρατία δεν προστατεύεται με περιορισμό της έκφρασης, αλλά με ισχυρούς θεσμούς, διαφάνεια και σεβασμό της λαϊκής βούλησης, ακόμη και όταν αυτή είναι δυσάρεστη.
Όταν η Δικαιοσύνη ασκείται με επιλογές – και προάγεται με φίλτρα
Το πρόβλημα δεν εξαντλείται στη συγκεκριμένη απόφαση. Το κλίμα καχυποψίας εντείνεται όταν γίνονται γνωστές στασιμότητες στις κρίσεις ανώτερων δικαστικών λειτουργών, όπως της πρώην εισαγγελέως Διαφθοράς Ελένης Τουλουπάκη (γνωστής από την υπόθεση Novartis) και της εισαγγελέως που πρότεινε την αθώωση των «Σπαρτιατών» για εξαπάτηση εκλογέων. Ο αποκλεισμός τους από την προαγωγή, χωρίς αιτιολογημένη νομικά απόφαση, ενισχύει την εικόνα μιας Δικαιοσύνης με “εσωτερικά ιερατεία”, όπου η συνέπεια στις αποφάσεις δεν αρκεί, αν δεν συμβαδίζει με τις επιθυμίες του εκάστοτε συστήματος εξουσίας.
Αυτά τα φαινόμενα –ειδικά όταν επαναλαμβάνονται– διαβρώνουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στη θεσμική ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, δημιουργούν αίσθηση επιλεκτικής μεταχείρισης και αφήνουν ανοικτό το ενδεχόμενο πολιτικής εργαλειοποίησης ενός από τους βασικότερους πυλώνες του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Η κρίση δεν περιορίζεται στη θεσμική σφαίρα. Επεκτείνεται και στο πολιτικό προσωπικό. Η εμφάνιση ευκαιριακών σχηματισμών, είτε στα δεξιά είτε στα αριστερά του πολιτικού φάσματος, πολλές φορές λειτουργεί ως βαλβίδα εκτόνωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας, όχι ως γνήσια πολιτική εκπροσώπηση. Τα κόμματα αυτά ενίοτε συστήνονται ταχύτατα, εισέρχονται στη Βουλή και καταρρέουν, καθώς φέρουν μαζί τους τις παθογένειες των “μητρικών” πολιτικών χώρων ή εξυπηρετούν άδηλες σκοπιμότητες. Στην περίπτωση των «Σπαρτιατών», οι υπόνοιες για κρυφή καθοδήγηση από τον Ηλία Κασιδιάρη επιβεβαιώθηκαν εκ των υστέρων· όμως οι ευθύνες για την πολιτική αφέλεια ή σκόπιμη συγκάλυψη ανήκουν και στο πολιτικό σύστημα.
Όταν, ωστόσο, τα πολιτικά αδιέξοδα επιχειρείται να λυθούν με δικαστικά τετελεσμένα, αντί με ξεκάθαρους πολιτικούς όρους, τότε η κρίση αντιπροσώπευσης βαθαίνει.
Η ώρα της εθνικής εντιμότητας
Σε μια χώρα που έχει ζήσει πραξικοπήματα, εξωκοινοβουλευτικά παρασκήνια και κοινωνική κατάρρευση λόγω πολιτικής φαυλότητας, η περιφρούρηση του Κοινοβουλίου και της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης δεν είναι τεχνικό ζήτημα. Είναι θέμα εθνικής αξιοπρέπειας.
Η πρόκληση, επομένως, δεν αφορά μόνο την αριθμητική σύσταση της Βουλής. Αφορά τη νομιμοποίηση του συνόλου του πολιτεύματος στα μάτια των πολιτών, ειδικά σε μια περίοδο όπου η δημοκρατική κόπωση, η πολιτική αποχή και η δυσπιστία έναντι των θεσμών αυξάνονται.
Η Δημοκρατία δεν κινδυνεύει από τα ακραία κόμματα, αλλά από τη διάβρωση της θεσμικής της ουσίας εκ των έσω. Και η απάντηση δεν είναι ο αποκλεισμός, αλλά η αναβάθμιση της πολιτικής ποιότητας και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης.
Όσο η πολιτική εξουσία θεωρεί τη Δικαιοσύνη εργαλείο τακτικής, όσο η Δικαιοσύνη εκθέτει τον εαυτό της σε υπόνοιες μεροληψίας, όσο τα κόμματα αντιμετωπίζουν τη λαϊκή ψήφο ως διαχειρίσιμο δεδομένο και όχι ως ανεξάρτητη εντολή, τόσο θα πλησιάζουμε στη θεσμική κόπωση ενός πολιτεύματος που κινδυνεύει να γίνει κέλυφος χωρίς περιεχόμενο.
Η Ιστορία έχει αποδείξει ότι όταν καταρρέει η εμπιστοσύνη, καμία θεσμική επιφάνεια δεν αρκεί για να κρατήσει όρθιο ένα σύστημα εξουσίας. Στην πολιτική σκακιέρα είναι φυσικό όλα τα πιόνια να «τρώγονται» ή να θυσιάζονται. Αυτό που κάποιοι ξεχνούν, μεθυσμένοι από τις πρόσκαιρες νίκες τους, είναι ότι κάποτε «τρώγεται» και ο βασιλιάς. Και τότε καταρρέει και το βασίλειό του. Όλα δείχνουν ότι δεν είμαστε και τόσο μακριά από αυτό.