19 Ιουλίου, 2025
Αρθογραφία Άρθρα

Διεθνής πραγματικότητα και ελληνικός επαρχιωτισμός

Η κατανόηση που απαιτείται για την διεθνή πραγματικότητα αποτελεί μία από τις πιο σύνθετες και απαιτητικές διανοητικές εργασίες. Δεν αρκεί η επιφανειακή παρακολούθηση γεγονότων ή η πρόσληψη πληροφοριών αποσπασματικά και συγκυριακά. Απαιτεί βαθιά γνώση της Ιστορίας, της γεωγραφίας, των οικονομικών συστημάτων, των κοινωνικών και πολιτισμικών συνθηκών, της θρησκευτικής σύνθεσης και, κυρίως, των ανθρώπων που συγκροτούν τα κράτη και τα έθνη. Πέρα από αυτά, προϋποθέτει και την ικανότητα κατανόησης των συμφερόντων όλων των εμπλεκομένων, ώστε να διακρίνεται ποιες συγκλίσεις είναι εφικτές και ποιες συγκρούσεις αναπόφευκτες. Το κυριότερο, όμως, είναι πως απαιτεί από τον αναλυτή ή παρατηρητή ψυχραιμία και αποστασιοποίηση από ιδεολογικές εμμονές, πολιτικές προκαταλήψεις και συναισθηματικές παρορμήσεις, οι οποίες συσκοτίζουν την κρίση.

Στην Ελλάδα, διαθέτουμε αναμφισβήτητα σημαντικό επιστημονικό και δημοσιογραφικό δυναμικό στον χώρο των Διεθνών Σχέσεων. Ειδικευμένοι αναλυτές, καθηγητές, ερευνητές και δημοσιογράφοι μπορούν να προσφέρουν μια ουσιαστική και νηφάλια ερμηνεία των παγκόσμιων εξελίξεων. Παρά ταύτα, η παρουσία τους στον δημόσιο διάλογο είναι περιορισμένη και σαφώς δυσανάλογη με τη βαρύτητα των θεμάτων που διαχειρίζονται. Αυτή η παθογένεια της ελληνικής δημόσιας σφαίρας, ωστόσο, δεν περιορίζεται στον χώρο της ενημέρωσης. Επεκτείνεται και στο ίδιο το πολιτικό προσωπικό της χώρας, το οποίο – με ελάχιστες εξαιρέσεις – επιδεικνύει ανεπαρκή γνώση και κατανόηση της διεθνούς πραγματικότητας, γεγονός που υπονομεύει τη δυνατότητά του να διαμορφώσει και να εφαρμόσει μια συνεκτική εξωτερική πολιτική.

Αυτό το έλλειμμα γεωπολιτικής παιδείας δεν είναι συγκυριακό. Είναι συστημικό και ιστορικά παγιωμένο. Από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, κουβαλάμε τη νοοτροπία της «πτωχής πλην τίμιας Ελλάδος», αδυνατώντας να κατανοήσουμε τη θέση και τις πραγματικές δυνατότητές μας στο διεθνές σύστημα. Η δυσκολία μας να συνδεθούμε με τα παγκόσμια τεκταινόμενα και να προσαρμόσουμε τις εθνικές μας προτεραιότητες στη διεθνή πραγματικότητα συνδέεται άμεσα με την έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού, ο οποίος να βασίζεται σε μακροχρόνια στόχευση, συνέπεια και απαλλαγή από μικροκομματικά συμφέροντα.

Αντί για στρατηγική σκέψη, ρέπει συχνά ο δημόσιος λόγος προς έναν επαρχιωτικό μεγαλοϊδεατισμό. Θεωρούμε ότι είμαστε «ο ομφαλός της Γης» και προσπαθούμε να προσαρμόσουμε τις διεθνείς εξελίξεις στις επιθυμίες και τις προσδοκίες μας, αντί να προσαρμοστούμε στις αντικειμενικές συνθήκες. Αυτό οδηγεί σε μια ερμηνεία του διεθνούς γίγνεσθαι ανάλογη με την αφήγηση μιας κινηματογραφικής ταινίας – συχνά τύπου γουέστερν – όπου αναζητούμε «καλούς» και «κακούς» για να ταυτιστούμε συναισθηματικά μαζί τους. Ελπίζουμε πάντοτε στην επέμβαση κάποιου εξωτερικού «ιππικού» το οποίο φαντασιωτικά ταυτίζουμε με «διεθνή νομιμότητα», «συμμαχικές δυνάμεις» ή «ιστορικές φιλίες». Στην πράξη, όμως, ούτε οι «καουμπόηδες» είναι πάντα οι καλοί, ούτε οι «Ινδιάνοι» οι κακοί. Συχνά, όσοι μας παρουσιάζονται ως σύμμαχοι έχουν λειτουργήσει εις βάρος μας, ενώ άλλοι, που μας είναι πολιτικά ή ιδεολογικά ξένοι, έχουν συμβάλει σε στιγμές κρίσιμες υπέρ μας.

Καθώς η διεθνής πραγματικότητα γίνεται όλο και πιο πολύπλοκη και ασταθής – όχι μόνο στη γειτονιά μας αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο – είναι επιτακτική η ανάγκη για μια ώριμη, συγκροτημένη και στρατηγικά προσανατολισμένη προσέγγιση των παγκόσμιων εξελίξεων. Αυτή η προσέγγιση προϋποθέτει έγκυρη και τεκμηριωμένη πληροφόρηση, καθώς και βαθιά κατανόηση της «μεγάλης εικόνας» που ξεπερνά τα πρόσκαιρα γεγονότα.

Η ευθύνη για αυτή την αναβάθμιση της δημόσιας κουλτούρας ανήκει τόσο στα πολιτικά κόμματα όσο και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Τα κόμματα οφείλουν να πάρουν σαφείς θέσεις στα ζητήματα διεθνούς πολιτικής και, ακόμα σημαντικότερα, να συνεννοηθούν μεταξύ τους πάνω σε μια βασική εθνική στρατηγική, ανεξαρτήτως πολιτικών διαφορών. Τα ΜΜΕ, από την πλευρά τους, πρέπει να αναβαθμίσουν τη διεθνή ειδησεογραφία, όχι ως πηγή εντυπωσιοθηρίας ή εργαλείο προπαγάνδας, αλλά ως καθοριστικό παράγοντα της καθημερινής ζωής των πολιτών. Οφείλουν να εγκαταλείψουν τον εύκολο εντυπωσιασμό και να επιδιώξουν τη μετάδοση γνώσης και κατανόησης, με σεβασμό στη νοημοσύνη του κοινού και στις ανάγκες της χώρας.

Μόνο έτσι μπορεί η Ελλάδα να προσεγγίσει τη θέση της στον κόσμο με ρεαλισμό, αυτογνωσία και ικανότητα στρατηγικού σχεδιασμού – στοιχεία απαραίτητα για τη διαμόρφωση πολιτικής που θα υπερασπίζεται ουσιαστικά και όχι ρητορικά το εθνικό συμφέρον.