17 Νοεμβρίου, 2025
Dislike Εθνικά

Διαπραγματευτική υποχώρηση με φόντο τον ελληνοτουρκικό διάλογο

- Ο πρωθυπουργός εγκλωβισμένος σε πολιτικές αδράνειας και εξωτερικής πίεσης

Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, επιχειρώντας να εμφανιστεί ως αποφασιστικός υπερασπιστής των εθνικών συμφερόντων, προβάλλει αλλαγή τακτικής απέναντι στην Τουρκία, μετά από μια περίοδο προσωπικών λαθών ιστορικής βαρύτητας στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Το ζήτημα του casus belli και η αμφισβήτηση ελληνικής κυριαρχίας μέσω της θεωρίας των γκρίζων ζωνών τίθενται πλέον στο επίκεντρο των δηλώσεών του, με την υπόσχεση ότι η Αθήνα δεν θα συναινέσει στην ένταξη της Τουρκίας στο πρόγραμμα SAFE της Ε.Ε., που αφορά την ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας. Ωστόσο, πίσω από τις δηλώσεις, οι κινήσεις του Μεγάρου Μαξίμου δεν δικαιώνουν τις προσδοκίες.

Η δήλωση του πρωθυπουργού για την ανάγκη «να βγει από το τραπέζι» το casus belli, αντί να απαιτεί ρητά την κατάργηση του σχετικού ψηφίσματος της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης του 1995, αφήνει ανοικτά παράθυρα για παρερμηνείες και παρακάμψεις.

Αντί για απαίτηση άρσης, επιλέγεται η ασάφεια της προσωρινής απόσυρσης. Παράλληλα, αποφεύγει εντελώς κάθε αναφορά στο αναφαίρετο δικαίωμα της Ελλάδας για επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια, ένα ζήτημα που προηγούμενοι πρωθυπουργοί και υπουργοί Εξωτερικών τόνιζαν με σαφήνεια επί τρεις δεκαετίες.

Η τουρκική αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας δεν περιορίζεται στη θεωρία των γκρίζων ζωνών του 1996. Επεκτείνεται με συνεχώς ανανεωμένη ρητορική και νομικές κατασκευές, καλύπτοντας και τα Δωδεκάνησα (μέσω της Συνθήκης των Παρισίων), αλλά και τα κυριαρχικά δικαιώματα που απορρέουν από τη Συνθήκη της Λωζάννης.

Ο πρωθυπουργός, επιλέγοντας να περιορίσει το εύρος της ρητορικής του μόνο σε επιμέρους αμφισβητήσεις, αποδυναμώνει το διπλωματικό οπλοστάσιο της Ελλάδας και προσφέρει ερμηνευτικά εργαλεία στην Άγκυρα για μελλοντικές δεσμεύσεις διαρκείας.

Στο επίπεδο της Ε.Ε., η Τουρκία επιδιώκει μεθοδικά την άμεση ένταξή της στο πρόγραμμα SAFE, παρότι ήδη ωφελείται από έμμεσες χρηματοδοτήσεις μέσω ευρωπαϊκών αμυντικών εταιρειών και συστημάτων όπου συμμετέχει η τουρκική αμυντική βιομηχανία.

Η Άγκυρα, ενισχυμένη από τα διπλωματικά ερείσματα που της προσέφεραν παραλείψεις και αδράνειες της ελληνικής κυβέρνησης, απολαμβάνει πλέον της στήριξης σχεδόν όλων των κρατών-μελών της Ε.Ε. Μοναδική σταθερή φωνή υποστήριξης της Αθήνας παραμένει η Κυπριακή Δημοκρατία, ενώ η Γαλλία περιορίζει το ενδιαφέρον της στις τουρκικές θέσεις για το ουκρανικό ζήτημα.

Οι ευρωπαϊκοί συσχετισμοί οδηγούν σε προσχηματικές υποχωρήσεις. Πληροφορίες από το διπλωματικό παρασκήνιο στην Αθήνα κάνουν λόγο για σχεδιασμό ενσωμάτωσης μίας αναφοράς περί «καλών γειτονικών σχέσεων» στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου ή σε μελλοντική συμφωνία Ε.Ε.–Τουρκίας. Μια τέτοια διατύπωση αναμένεται να χρησιμοποιηθεί από την Κομισιόν ως προσφερόμενο «αντάλλαγμα» προς την Ελλάδα, ώστε να αρθεί το ενδεχόμενο βέτο.

Εν τούτοις, η πρακτική αξία μιας τέτοιας ρήτρας είναι περιορισμένη. Δεν συνιστά νομικό εργαλείο για άρνηση ένταξης της Τουρκίας στο SAFE, ούτε παρέχει εγγύηση αποπομπής, ούτε αντιμετωπίζει ουσιαστικά το σύνολο των τουρκικών επεκτατικών επιδιώξεων.

Το επιχείρημα περί «καλών γειτονικών σχέσεων» έχει χρησιμοποιηθεί επιτυχώς από την Ελλάδα στο παρελθόν, όπως στην περίπτωση της ΠΓΔΜ (2012-2014). Όμως τότε εντασσόταν σε ένα ευρύτερο και συνεκτικό πλαίσιο διπλωματικών πιέσεων.

Σήμερα, η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται να στερείται τόσο στρατηγικής συνέχειας όσο και πολιτικής βούλησης για μια πραγματικά σταθερή εθνική γραμμή. Η Τουρκία, έχοντας διαπιστώσει την ελληνική υποχωρητικότητα, εντείνει τις διπλωματικές πρωτοβουλίες της, γνωρίζοντας πως οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν διαβλέπουν πλέον απειλή από την Άγκυρα – αλλά έναν χρήσιμο εταίρο.

Το πρόσφατο διπλωματικό παρελθόν επιβεβαιώνει την αδυναμία της κυβέρνησης Μητσοτάκη να στηρίξει μια διεκδικητική εξωτερική πολιτική. Η ακύρωση της συνάντησης με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, χωρίς καμία επίσημη αιτιολόγηση ή αξιοποίηση ως εργαλείο διπλωματικής πίεσης, δεν αξιοποιήθηκε καν ως αφορμή αναδιατύπωσης της ελληνικής στρατηγικής.

Η κρίση γύρω από την Κάσο, η αυξητική τάση παραβιάσεων στο Αιγαίο και η επίμονη αναφορά του Ερντογάν από το βήμα του ΟΗΕ για την «αναγκαιότητα συμμετοχής» του ψευδοκράτους στα ενεργειακά πρότζεκτ της Μεσογείου, πέρασαν αναίμακτα από τη ρητορική της ελληνικής κυβέρνησης.

Στο διπλωματικό παρασκήνιο, η ανησυχία είναι διάχυτη. Ξένοι αξιωματούχοι επισημαίνουν ότι ο πρωθυπουργός δύσκολα θα μπορούσε πλέον να πείσει τους Ευρωπαίους για την ύπαρξη ελληνοτουρκικής έντασης τέτοιας φύσης που να δικαιολογεί βέτο. Η Ελλάδα εμφανίζεται ως χώρα που έχει προσυπογράψει τη Διακήρυξη των Αθηνών, έχει σιωπήσει σε προκλητικές κινήσεις και έχει αποφύγει να διαμορφώσει μια συνεπή διπλωματική ατζέντα.

Η εικόνα που διαμορφώνεται είναι εκείνη ενός πολιτικού ηγέτη που, υπό την πίεση των εξελίξεων και της φθοράς, επιχειρεί επικοινωνιακές διορθώσεις χωρίς ουσιαστική αναθεώρηση των στρατηγικών του επιλογών. Οι επιφυλάξεις έναντι των προθέσεών του είναι εύλογες και στηρίζονται σε μια αλληλουχία παραλείψεων, παλινωδιών και σιωπών που έχουν ήδη αποδυναμώσει την ελληνική διαπραγματευτική ισχύ.

Η Τουρκία κινείται μεθοδικά, έχοντας πια πλεονεκτική θέση στο ευρωπαϊκό διπλωματικό σκηνικό. Αντιθέτως, η Ελλάδα, χωρίς σαφές αφήγημα, χωρίς διπλωματικό βάθος και χωρίς συμμαχίες ουσίας, κινδυνεύει να εγκλωβιστεί σε μία ακόμη ήττα εντός θεσμικών πλαισίων που η ίδια νομιμοποιεί με την παρουσία και τις υπογραφές της.