Ποιον ή τι άλλο φοβάται ο Κυριάκος Μητσοτάκης, εκτός από την σύζυγό του και την αδερφή του; Την ίδια την πρωθυπουργία.
Καθώς τα περιθώρια στενεύουν και πλησιάζει η στιγμή που θα αναγκαστεί, είτε από πολιτικές δεσμεύσεις είτε από εξωτερικές πιέσεις, να βάλει την υπογραφή του σε αποφάσεις που ενδέχεται να θεωρηθούν ως πολιτικός “ακρωτηριασμός”, ο Πρωθυπουργός φαίνεται να επιθυμεί —αν όχι να ονειρεύεται— την ασφάλεια που προσφέρει ο ρόλος της αντιπολίτευσης. Μια ενδεχόμενη διέξοδος θα μπορούσαν να ήταν οι εκλογές. Ωστόσο, λείπει το πρόσχημα, η αφορμή. Και σε αυτόν τον τομέα, η ατυχία συνεχίζεται.
Όσοι είχαν τη δυνατότητα να αναλάβουν δράση —αναφορικά με τον Αντώνη Σαμαρά και τον Κώστα Καραμανλή— περιορίζονται σε εσωτερικές, άτολμες παρεμβάσεις. Η πολιτική τους συμμετοχή παραμένει ρηχή και αδρανής. Αν επιχειρούσαν να κινηθούν ενεργά, ενδεχομένως να πρόσφεραν στον Κυριάκο Μητσοτάκη μια διέξοδο που, για τον ίδιο, θα έμοιαζε με λύτρωση. Αλλά δεν είναι αφελείς. Αναμένουν. Περιμένουν την καταιγίδα να περάσει. Σκέφτονται και τα πολιτικά μέλλοντα των “διαδόχων” τους.
Όσον αφορά τους πολιτικούς του αντιπάλους, είναι σαφές πως δεν φοβάται τον Νίκο Ανδρουλάκη. Το ίδιο ισχύει και για τον Σωκράτη Φάμελλο. Ο Αλέξης Τσίπρας, ωστόσο, παραμένει ένας παράγοντας που δεν μπορεί να αγνοήσει. Η εκλογική ρευστότητα μπορεί να επαναφέρει στο προσκήνιο σενάρια ανατροπών.
Η πιθανότητα να φοβάται τον ίδιο του τον εαυτό; Απαιτεί ευφυΐα και αυτογνωσία που, ενδεχομένως, δεν έχουν ακόμη αποδειχθεί.
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, όμως, αποτελεί διαφορετική περίπτωση. Εάν εκείνος βρισκόταν στην αντιπολίτευση, θα μπορούσε να εξελιχθεί σε υπολογίσιμο αντίπαλο. Θα ανέσυρε στην επιφάνεια όλα τα “ανοιχτά μέτωπα”: τις παρακολουθήσεις, την τραγωδία των Τεμπών, τις αμφιλεγόμενες επιλογές προσώπων (όπως του Γεραπετρίτη), τις διεθνείς σχέσεις με την Αίγυπτο, τη Λιβύη, την Αλβανία, την υπόθεση Ράμα και φυσικά τα ενδοκυβερνητικά ζητήματα. Εάν μάλιστα ο Μητσοτάκης είχε κάνει το “λάθος” να τον παρακολουθήσει, όπως φέρεται να έκανε με τον Ανδρουλάκη, τότε το πολιτικό κόστος θα ήταν ανυπολόγιστο. Και αν ο Βενιζέλος επανέλθει στο προσκήνιο;
Ο Στέφανος Κασσελάκης ενδέχεται να προκαλεί έναν διαφορετικό τύπο φόβου. Η κοινή τους γνωριμία στη Νέα Υόρκη είναι μια σελίδα που ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα προτιμούσε να ξεχάσει. Ο Κασσελάκης, από την πλευρά του, έχει κρατήσει μια αξιοπρεπή στάση απέναντί του, περιοριζόμενος σε κάποιες υπενθυμίσεις. Ωστόσο, αν θελήσει, μπορεί να ανοίξει το “κεφάλαιο αυτό” με τρόπο εκρηκτικό.
Ποιος φοβάται τον Κυριάκο Μητσοτάκη; Οι ίδιοι οι βουλευτές του και το κόμμα του. Η επαρχία είναι αμείλικτη, ιδιαίτερα όταν καλούνται να εξηγήσουν τις κυβερνητικές αποφάσεις που δεν έχουν απήχηση στην κοινωνία — όπως οι ρυθμίσεις για τους ομόφυλους γάμους, οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις ή ακόμη και οι “πλειοψηφικές τυραννίες”, όπως τις αποκαλούν κάποιοι. Όταν έρχονται αντιμέτωποι με το αυξανόμενο κόστος ζωής, την εγκληματικότητα, τη διαχείριση του μεταναστευτικού, η δυσφορία μεγαλώνει.
Ποιος άλλος φοβάται τον Βενιζέλο; Ολόκληρη η Νέα Δημοκρατία. Και ο Σαμαράς, και ο Καραμανλής. Μαζί τους και τα παλιά στελέχη του ΠΑΣΟΚ, που σήμερα αναζητούν νέα ταυτότητα σε ένα πολιτικό τοπίο χωρίς σταθερότητα. Αντί να οδηγούν οι ιδέες, παραμένουν εγκλωβισμένοι σε κομματικές δομές και μηχανισμούς που τους υπερβαίνουν.
Υπάρχει όμως ένα πρόσωπο που δεν φοβούνται, αλλά τρέμουν: η κυρία Καρυστιανού.
Μια γυναίκα με παιδεία, ευφυΐα, μαχητικότητα και ένα βαθύ, προσωπικό τραύμα: την απώλεια του παιδιού της, εξαιτίας ενός κράτους που, επί δεκαετίες, οικοδομήθηκε από τις ίδιες δυνάμεις που σήμερα αγωνίζονται να διατηρήσουν την εξουσία.
Αν η κυρία Καρυστιανού αποφασίσει να εισέλθει ενεργά στην πολιτική, και αν καταφέρει να αποφύγει τις παγίδες που θα της στηθούν, τότε ενδέχεται να αποτελέσει τον καταλύτη μιας βαθιάς ανανέωσης. Τη σπίθα για μια νέα αρχή. Το πολυπόθητο πολιτικό “reset”.
Λέγεται πως η δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα. Και αυτό είναι σωστό.
Αρκεί να λειτουργεί ως ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ.