Η Commerzbank, ο άλλοτε οικονομικός γίγαντας και πυλώνας της γερμανικής τραπεζικής σταθερότητας, βρίσκεται σήμερα στο μάτι του κυκλώνα. Η είδηση ότι η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας εξετάζει την περικοπή χιλιάδων θέσεων εργασίας για να αποφύγει την εξαγορά της από την ιταλική UniCredit δεν είναι απλώς ανησυχητική. Είναι ενδεικτική μιας ευρύτερης κρίσης που διαπερνά τον πυρήνα της γερμανικής οικονομίας.
Ας το θέσουμε ωμά: η Commerzbank δείχνει να σπαράσσεται από μια στρατηγική ασυνέπεια, παγιδευμένη ανάμεσα σε ένα αβέβαιο μέλλον και μια ανεξέλεγκτη εξωτερική πίεση. Η UniCredit, μεθοδικά και επιθετικά, έχει καταφέρει να αποκτήσει το 28% των μετοχών της, καθιστώντας σαφή την πρόθεσή της για κυριαρχία. Αυτό δεν είναι απλώς μια επιχειρηματική εξέλιξη. Είναι μια ανοιχτή πρόκληση που απειλεί την ανεξαρτησία μιας από τις πιο ιστορικές τράπεζες της Γερμανίας.
Οι πολιτικές και οικονομικές ευθύνες
Η γερμανική κυβέρνηση, υπό την ηγεσία του καγκελάριου Όλαφ Σολτς, έχει παρακολουθήσει αυτή την κατάσταση με αμήχανη παθητικότητα. Ενώ ο ίδιος είχε χαρακτηρίσει την κίνηση της UniCredit ως “μη φιλική επίθεση”, η ουσιαστική έλλειψη αντίδρασης από το Βερολίνο επιβεβαίωσε το ακριβώς αντίθετο: τη δυσκολία του γερμανικού κράτους να προστατεύσει στρατηγικούς πυλώνες της οικονομίας του απέναντι στις ανεξέλεγκτες δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς.
Η δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου Στέφεν Χέμπεστραϊτ ότι “δεν μπορούμε να παρέμβουμε στις διαδικασίες της ελεύθερης αγοράς” είναι, στην καλύτερη περίπτωση, υποκριτική. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια παραδοχή ανικανότητας. Εάν η ελεύθερη αγορά δεν μπορεί να ρυθμιστεί ώστε να προστατευτούν στρατηγικοί τομείς από εχθρικές εξαγορές, τότε τι είδους εθνική στρατηγική υπηρετεί αυτή η πολιτική;
Η σιωπή των ενόχων
Εξίσου απογοητευτική είναι η στάση του εποπτικού συμβουλίου της Commerzbank. Οι πληροφορίες ότι εξετάζονται μαζικές απολύσεις εργαζομένων για να αποφευχθεί η εξαγορά υπογραμμίζουν την πλήρη αποτυχία της διοίκησης να διαχειριστεί μια κρίση που βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και μήνες. Οι απολύσεις δεν αποτελούν στρατηγική, αλλά μια κίνηση πανικού, που όχι μόνο δεν λύνει το πρόβλημα, αλλά διαβρώνει περαιτέρω την εμπιστοσύνη προς την τράπεζα.
Ο πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου, Γιενς Βάιντμαν, απορρίπτει το ενδεχόμενο “φιλικής συγχώνευσης”. Ωστόσο, οι δηλώσεις αυτές μοιάζουν κενές περιεχομένου, καθώς η UniCredit δεν έχει δείξει καμία διάθεση να λειτουργήσει φιλικά. Ο στόχος της είναι ξεκάθαρος: ο έλεγχος της Commerzbank μέσω μιας στρατηγικής που συνδυάζει την επιθετική απόκτηση μετοχών και την πολιτική αδράνεια.
Το κοινωνικό κόστος
Η μεγαλύτερη τραγωδία σε αυτή την υπόθεση είναι το ανθρώπινο κόστος. Χιλιάδες εργαζόμενοι κινδυνεύουν να βρεθούν στο περιθώριο, θύματα μιας σύγκρουσης συμφερόντων στην οποία δεν έχουν κανέναν λόγο. Οι εργαζόμενοι της Commerzbank, που χρόνια τώρα στηρίζουν τη λειτουργία της τράπεζας, βλέπουν τις ζωές τους να χρησιμοποιούνται ως διαπραγματευτικό χαρτί σε ένα παιχνίδι ισχύος.
Μια Γερμανία που χάνει τη φωνή της
Η υπόθεση της Commerzbank αποτελεί μια πικρή υπενθύμιση ότι ακόμη και οι πιο ισχυρές οικονομίες μπορούν να βρεθούν αντιμέτωπες με την ευθραυστότητά τους. Η αποτυχία της γερμανικής πολιτικής ηγεσίας και της διοίκησης της τράπεζας να προλάβουν αυτή την κρίση, σε συνδυασμό με την επιθετικότητα της UniCredit, οδηγούν την Commerzbank –και κατ’ επέκταση τη γερμανική τραπεζική παράδοση– σε επικίνδυνα μονοπάτια.
Η Γερμανία βρίσκεται ενώπιον ενός κρίσιμου ερωτήματος: θα επιλέξει να προστατεύσει τα στρατηγικά της συμφέροντα και τους εργαζόμενούς της, ή θα συνεχίσει να παρακολουθεί αδρανής, επιτρέποντας την αποδόμηση της ταυτότητάς της στον βωμό της “ελεύθερης αγοράς”; Το διακύβευμα είναι μεγαλύτερο από την Commerzbank. Είναι η ίδια η αξιοπιστία της Γερμανίας ως οικονομικής υπερδύναμης.