
Πάντα οι Έλληνες Ορθόδοξοι ιερείς ήταν μπροστάρηδες στους Εθνικούς αγώνες. Από τη σκοτεινή περίοδο της Τουρκοκρατίας, στην Εθνεγερσία του 1821, στο Μακεδονικό Αγώνα, στους αγώνες των Κυπρίων για Ένωση με την Ελλάδα, στον ηρωικό Πόντο, στους αγώνες των Βορειοηπειρωτών. Ορθοδοξία σημαίνει Ελλάδα και Ελλάδα σημαίνει Ορθοδοξία. Δε θα μπορούσαν λοιπόν οι Έλληνες ιερείς να απουσιάζουν από τους αγώνες ενάντια στους εισβολείς Ιταλούς φασίστες τον Οκτώβριο του 1940. Ένας τέτοιος ιερέας ήταν ο αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Τσοκώνας.
Ορθόδοξοι ιερείς στο Μέτωπο
Αμέσως με την ιταλική επίθεση ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρύσανθος έγραφε σε εγκύκλιο του προς τους εφημέριους όλων των ναών της χώρας: “Το ελληνικό έθνος βρίσκεται σε επιστράτευση. Από το κάλεσμα δεν μπορεί να λείπει ο ιερός κλήρος ο οποίος σε κάθε σε κάθε σημαντική στιγμή του έθνους έδινε πάντα το παρόν”
Πολλοί απλοί κληρικοί στρατεύθηκαν στην πρώτη γραμμή. Μαζί με τον σταυρό τους πήραν και το όπλο τους. Η μοναδική διάκριση τους ήταν ένας σταυρός στο δίκοχο.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Αρχιεπισκοπής 87 ιερείς παρουσιάστηκαν ως εθελοντές στο μέτωπο, ενώ δεκάδες άλλοι βρίσκονταν ήδη από τον καιρό της ειρήνης τοποθετημένοι σε διάφορα συντάγματα.
Οι ιερείς μοιράστηκαν όλες τις κακουχίες με τους Έλληνες φαντάρους. Έκαναν λειτουργίες και έψελναν αντί σε ιερές τράπεζες σε απλές πέτρες, χτυπούσαν τις καμπάνες, λειτουργούσαν χωρίς άμφια, χωρίς δισκοπότηρα χωρίς εκκλησιαστικά βοηθήματα. Πολεμούσαν στο μέτωπο, έθαβαν τους νεκρούς, αλλά κυρίως εμψύχωναν τους στρατιώτες είτε σε έρημα εξωκλήσια, είτε στα χιονισμένα βουνά.
Ο Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος
Ο αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Τσοκώνας καταγόταν από το Δελβινάκι της Ηπείρου και πριν τον πόλεμο ζούσε και ιερουργούσε στη Λευκάδα. Ήταν μόλις 27 ετών και τον Αύγουστο του 1940 είχε χειροτονηθεί Αρχιμανδρίτης.
Στις 14 Οκτωβρίου του 1940 επισκέφτηκε μονάδα στο Δεσποτικό Ιωαννίνων και γράφει:
«Ωμίλησα και πάλιν περί των βαθυτέρων αιτιών της σημερινής πολεμικής θεομηνίας. Από πνευματικής απόψεως δοκιμάζω πολλούς πειρασμούς. Άλλο όπλο αποκρούσεως δεν έχω, εκτός της προσευχής. Έχω πεποίθηση ότι ο Κύριος δεν θα με εγκαταλείψη, θα με ενισχύση να εξέλθω νικητής εις τον αγώνα αυτόν και να εκπληρώσω το καθήκον μου και την αποστολήν μου».
Στη πρώτη γραμμή
Οι πρώτες μέρες του πολέμου τον βρήκαν στο 40ό Σύνταγμα Ευζώνων Άρτας με το βαθμό του Υπολοχαγού. Συμμετείχε σε όλες τις πορείες σαν απλός στρατιώτης. Ζωνόταν από τη μια τα βόλια και από την άλλη τον σταυρό και πήγαινε στην πρώτη γραμμή, εμψυχώνοντας τους στρατιώτες.
Οι βόμβες δεν τον εμπόδιζαν στο έργο του. Έτρεχε συνεχώς από καταυλισμό σε καταυλισμό, από χαράκωμα σε χαράκωμα. ’Ενισχύοντας, παρηγορώντας, ενθαρρύνοντας, εξομολογώντας τους στρατιώτες μας.
Τον διακατέχει το δίκαιο του αγώνα μας και η εγκληματική αδικία του επιτιθέμενου εχθρού. Ως Ηπειρώτης πονάει βλέποντας τον εχθρό να καταπατεί και να υποδουλώνει το χωριό του.
Τις μέρες που υπηρέτησε στο μέτωπο, κατέγραφε τον σκληρό εσωτερικό του αγώνα και τις τύψεις, που ένιωθε, στο ημερολόγιο του: “Μα πώς είναι δυνατόν, εγώ που χθες ήμουνα στο ναό του Υψίστου σήμερα να βρίσκομαι εδώ κρατώντας ένα όπλο. Μα Θεέ μου συγχώρεσε με, μη με πάρεις σήμερα, είμαι ατελής” . Σε όλες του τις ημερολογιακές καταγραφές γράφει στο τέλος: “Θεέ μου άφησε μου λίγο χρόνο μου ακόμα να διορθωθώ, μη με πάρεις”.
Στις 5 Νοεμβρίου του 1940, στο χωριό Δραγωμή, καταγράφει στο ημερολόγιό του:
«Από μακριά ακούεται ο βόμβος αεροπλάνων… Ακούονται κατά το Καλπάκιο οι κρότοι των πολυβόλων και των βομβών, που εκρήγνυνται. Δεν πρέπει, όμως, να φοβούμαι, πρέπει να δίνω θάρρος και να ενισχύω τους άνδρας… Ο φόβος άρχισε να μας κυριεύη, αλλά πρέπει να περιμένω τας βόμβας ως δώρα της αγάπης του Χριστού. Δεν έχω αρκετή αγάπη προς τον Χριστόν».
Στις 24 Νοεμβρίου 1940, στο Κεράσοβο Πωγωνίου η διμοιρία του βρήκε καταφύγιο σε ένα εκκλησάκι, μαζί με άλλους Έλληνες φαντάρους. Στρατιώτης που επέζησε αφηγείται το περιστατικό:
“Περνάνε αεροπλάνα και βομβαρδίζουν σαν δαίμονες πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Οι βόμβες λυσσάνε, μα πέφτουν πιο πέρα μες στη χαράδρα. Τη νύχτα, ενώ κοιμόμαστε σε μια μικρή εκκλησιά, ήρθαν μέσα κάτι στρατιώτες και στριμωχτήκανε κοντά μας. Έβρεχε ο Θεός, ο ύπνος ήρθε γρήγορα κι όλη νύχτα νιώθαμε ζεστασιά. Την αυγή πού ξυπνάμε βλέπουμε να μπαίνει μέσα ένας νέος παπάς, μούσκεμα από την βροχή. Απορούμε και μαθαίνουμε κάτι το πρωτάκουστο. Ο παπάς είχε έρθει με τους άλλους στρατιώτες και βλέποντας τόσους σ’ ένα πολύ στενό χώρο, για να μην ενοχλήσει κανέναν, προτίμησε να μείνει ολονυχτίς έξω από το εκκλησάκι, χωρίς αντίσκηνο. Μόλις τον βλέπουμε σ’ αυτήν την κατάσταση, σηκωνόμαστε όλοι ορθοί και σκύβουμε μπροστά του. Εκείνος κάνει τον σταυρό του, μας καλημερίζει, ανάβει ένα κερί και προσεύχεται μπροστά στην εικόνα του Χριστού για την ειρήνη του κόσμου και την αγάπη ανάμεσα στους ανθρώπους. Τον νιώθουμε σαν Χριστό και τον βάνουμε για πάντα στα κατάβαθα της ψυχής μας. Του φιλήσαμε όλοι τα χέρια, πήραμε την ευχή του”.
Την επόμενη μέρα στις 25 Νοεμβρίου 1940, ο Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Τσοκώνας αναχώρησε μαζί με άλλους στρατιώτες για το χωριό Περιστέρι. Δεν έφτασε ποτέ. Βρήκε τον θάνατο μετά από ιταλικό βομβαρδισμό.
Το βράδυ της ίδιας μέρας τον βρήκαν οι Έλληνες και με δάκρυα και πόνο τον συνόδεψαν στο Εκκλησάκι, λίγο έξω από το Περιστέρι όπου και τον έθαψαν.
Η Ιερά Μητρόπολη Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης ανήγειρε προς τιμήν του νέο τάφο που βρίσκεται σήμερα στο χωριό του, το Δελβινάκι.