Σε ένα σκηνικό γεμάτο χαμόγελα, εταιρικές φιλοφρονήσεις και τυμπανοκρουσίες περί “ευρωπαϊκής προοπτικής”, ο Υπουργός Οικονομικών Κυριάκος Πιερρακάκης συναντήθηκε με τους επικεφαλής της UniCredit και της Alpha Bank — δηλαδή δύο μεγάλες τράπεζες που, όπως φαίνεται, έχουν πλέον μεγαλύτερη βαρύτητα από κάθε άλλη θεσμική δύναμη στη χώρα.
Η συνάντηση είχε στόχο να πανηγυρίσει μια ακόμα «στρατηγική συνεργασία», δηλαδή την περαιτέρω εμβάθυνση της εξάρτησης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος από ευρωπαϊκούς κολοσσούς. Όπως εξήγησε με στόμφο ο υπουργός, η UniCredit «εμπιστεύεται» την Ελλάδα — γιατί όχι, άλλωστε; Με τόσο γενναιόδωρα φορολογικά πλαίσια και μηδενική κοινωνική λογοδοσία, η ελληνική οικονομία είναι όντως παράδεισος για επενδυτές, όχι για πολίτες.
Η συμφωνία, φυσικά, παρουσιάστηκε ως «ψήφος εμπιστοσύνης» και «ευκαιρία για ανάπτυξη», λέξεις που πια χρησιμοποιούνται όπως η ζάχαρη στον καφέ: για να κρύψουν την πικρή γεύση της πραγματικότητας. Καμία αναφορά στους υπερχρεωμένους δανειολήπτες, στις μικρές επιχειρήσεις που δεν βλέπουν ποτέ κεφάλαια, ή στα ενοικιαζόμενα σπίτια που περνούν στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών. Αυτοί είναι απλώς «παράπλευρες απώλειες» της προόδου.
Ο Andrea Orcel της UniCredit δεν έχασε την ευκαιρία να ευχαριστήσει την κυβέρνηση για το «εύφορο περιβάλλον» που της προσέφερε — δηλαδή, μεταφρασμένο, ένα κράτος-σερβιτόρο που φροντίζει να μην ενοχλεί τους μεγάλους παίκτες. Από κοντά και ο Βασίλης Ψάλτης της Alpha Bank, σε ρόλο τιμητή μιας νέας τραπεζικής εποποιίας, όπου οι συνεργασίες προβάλλονται ως κοινωνική προσφορά.
Το αφήγημα είναι πλέον γνωστό: ισχυρές τράπεζες, ισχυρή Ευρώπη, ισχυρό μέλλον. Όμως για τον μέσο πολίτη, το μόνο ισχυρό που μένει, είναι η πίεση: στα εισοδήματα, στην πρόσβαση σε χρηματοδότηση, στην καθημερινότητα.
Η κυβέρνηση, για άλλη μια φορά, χειροκροτεί τη χρηματοπιστωτική αποικιοκρατία — και μάλιστα με ενθουσιασμό.