13 Νοεμβρίου, 2025
Παράξενα

Χωρίς ΚΤΕΟ 700.000 οχήματα στην Ελλάδα

Περισσότερα από 700.000 οχήματα εκτιμάται ότι κυκλοφορούν σήμερα στους ελληνικούς δρόμους χωρίς να έχουν περάσει από τον υποχρεωτικό τεχνικό έλεγχο ΚΤΕΟ, όπως δείχνουν τα πιο πρόσφατα στοιχεία των αρμόδιων αρχών. Ο εντυπωσιακός αυτός αριθμός αναδεικνύει ένα βαθιά ριζωμένο πρόβλημα που συνδέεται άμεσα με την οδική ασφάλεια, την περιβαλλοντική επιβάρυνση, την οικονομία αλλά και τη θεσμική αξιοπιστία του κράτους. Χιλιάδες αυτοκίνητα κινούνται ανεξέλεγκτα, χωρίς να πληρούν ούτε τις ελάχιστες προδιαγραφές για ασφαλή κυκλοφορία, δημιουργώντας έναν «αόρατο στόλο» εκτός νομικού πλαισίου.

Βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας, όλα τα επιβατικά Ι.Χ. πρέπει να περνούν ΚΤΕΟ ανά διετία, ενώ τα επαγγελματικά οχήματα υποχρεούνται να ελέγχονται ετησίως. Ωστόσο, στην πράξη, η συμμόρφωση είναι τραγικά χαμηλή. Η αδυναμία διασταύρωσης στοιχείων μεταξύ του Υπουργείου Μεταφορών, της ΑΑΔΕ, των ασφαλιστικών εταιρειών και των άλλων εμπλεκόμενων υπηρεσιών αφήνει μεγάλα περιθώρια παραβατικότητας. Έτσι, ένα σημαντικό ποσοστό του στόλου είτε παραμένει «φανταστικό» στα μητρώα είτε κυκλοφορεί ανεξέλεγκτα, χωρίς ΚΤΕΟ, χωρίς ασφάλιση ή και χωρίς πληρωμένα τέλη κυκλοφορίας.

Οι παραβάσεις δεν περιορίζονται σε παλιά οχήματα που κυκλοφορούν υπό αμφίβολες συνθήκες. Αφορούν οχήματα όλων των κατηγοριών, ακόμα και νεότερα μοντέλα που, λόγω γραφειοκρατικών ή άλλων παραλείψεων, δεν έχουν ελεγχθεί ποτέ. Σε αρκετές περιπτώσεις, τα αυτοκίνητα έχουν αλλάξει ιδιοκτησία ή βρίσκονται σε μόνιμη ακινησία χωρίς να έχει γίνει επίσημη δήλωση. Σε άλλα, τα αυτοκίνητα φαίνονται ασφαλισμένα ενώ δεν κυκλοφορούν καν, δημιουργώντας ένα παραπλανητικό αποτύπωμα στις βάσεις δεδομένων.

Η απουσία τεχνικού ελέγχου ενέχει σαφείς κινδύνους για την οδική ασφάλεια. Οχήματα με φθαρμένα φρένα, προβληματικές αναρτήσεις, ελαττωματικό φωτισμό ή κακή κατάσταση στο σύστημα διεύθυνσης αποτελούν κινούμενες απειλές στους δρόμους. Κάθε στοιχείο που παραμένει αβέβαιο για την κατάσταση ενός οχήματος αποτελεί εν δυνάμει αιτία ατυχήματος, με συνέπειες όχι μόνο για τον οδηγό και τους επιβάτες, αλλά και για τους υπόλοιπους χρήστες του οδικού δικτύου.

Επιπλέον, πολλά από τα οχήματα που παραμένουν εκτός ΚΤΕΟ είναι παλαιάς τεχνολογίας και ιδιαίτερα ρυπογόνα. Η έλλειψη ελέγχου σημαίνει ότι δεν εφαρμόζονται οι όποιες προβλέψεις για τις εκπομπές ρύπων ή τη συμμόρφωση με τα περιβαλλοντικά πρότυπα. Το αποτέλεσμα είναι μια σοβαρή υπονόμευση των προσπαθειών για την ανανέωση του στόλου και τη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος των μετακινήσεων, ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα όπου η ατμοσφαιρική ρύπανση παραμένει οξύ πρόβλημα.

Η οικονομική διάσταση της ανομίας είναι επίσης σημαντική. Το κράτος χάνει εκατομμύρια ευρώ από ανείσπρακτα τέλη κυκλοφορίας, ανύπαρκτα πρόστιμα και μη καταβαλλόμενες ασφαλιστικές εισφορές. Οι ιδιοκτήτες που τηρούν τις υποχρεώσεις τους καλούνται να καλύψουν το κόστος ενός συστήματος που επιβραβεύει τη μη συμμόρφωση. Η άνιση αυτή μεταχείριση δημιουργεί εύλογη δυσαρέσκεια στους πολίτες που πληρώνουν κανονικά και συντηρούν υπεύθυνα τα οχήματά τους.

Παρά τις κατά καιρούς προσπάθειες ελέγχου, με αποστολή ειδοποιήσεων και διασταυρώσεις στοιχείων, η κατάσταση παραμένει ουσιαστικά ανεξέλεγκτη. Σε πολλές περιπτώσεις οι ειδοποιήσεις φτάνουν σε λάθος αποδέκτες, αφού δεν έχουν ενημερωθεί τα αρχεία, ή δεν αποδίδουν καρπούς, καθώς δεν υπάρχει τρόπος ουσιαστικής παρακολούθησης ή επιβολής των προβλεπόμενων κυρώσεων.

Για την αντιμετώπιση του προβλήματος, η κυβέρνηση εξετάζει πλέον τη δημιουργία ενός ενιαίου ψηφιακού μητρώου οχημάτων. Το σύστημα αυτό θα περιλαμβάνει και θα διασταυρώνει σε πραγματικό χρόνο τα στοιχεία από όλες τις συναρμόδιες υπηρεσίες: Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών, ΑΑΔΕ, Αστυνομία, ασφαλιστικές εταιρείες και ιδιωτικά ΚΤΕΟ. Με την εφαρμογή μιας τέτοιας πλατφόρμας, θα καθίσταται δυνατός ο άμεσος εντοπισμός παραβάσεων, η αυτόματη επιβολή προστίμων και η συνεχής ενημέρωση για την κατάσταση κάθε οχήματος.

Το πρόστιμο των 150 ευρώ για εκπρόθεσμο ή μηδενικό τεχνικό έλεγχο παραμένει το μοναδικό εργαλείο πίεσης προς τους ιδιοκτήτες, ωστόσο, αποδεικνύεται σχεδόν ανενεργό, αφού οι περισσότεροι παραβάτες δύσκολα εντοπίζονται. Η έλλειψη επιτόπιων ελέγχων από την Τροχαία, η γραφειοκρατία και η αδυναμία διασύνδεσης συστημάτων επιτρέπουν την ελεύθερη κυκλοφορία οχημάτων που δεν θα έπρεπε να βρίσκονται καν στους δρόμους.