Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιχειρεί να περάσει στις 14 Οκτωβρίου ένα αμφιλεγόμενο πλαίσιο που ανατρέπει ριζικά την ψηφιακή ιδιωτικότητα. Το αποκαλούμενο «chat control» προβλέπει μαζικό σκανάρισμα όλων των ιδιωτικών επικοινωνιών—emails, κρυπτογραφημένα μηνύματα, φωτογραφίες, βίντεο, αρχεία—από πλατφόρμες και παρόχους υπηρεσιών, ακυρώνοντας στην πράξη το απόρρητο και υπονομεύοντας την κυβερνοασφάλεια εκατοντάδων εκατομμυρίων πολιτών.
Η Φον ντερ Λάιεν επαναφέρει το νομοσχέδιο-φάντασμα για την καθολική παρακολούθηση των ψηφιακών και διαδικτυακών επικοινωνιών των πολιτών και πιέζει σκανδαλωδώς για θετική ψήφο στις 14 Οκτωβρίου
Στην πράξη, η ρύθμιση ανοίγει «πόρτα» πρόσβασης σε κάθε ανταλλαγή δεδομένων: από το Gmail και το WhatsApp έως cloud υπηρεσίες, κοινωνικά δίκτυα και εφαρμογές που μέχρι σήμερα βασίζονται σε κρυπτογράφηση άκρου-σε-άκρο. Δεν στοχεύει σε υπόπτους βάσει ενδείξεων· θεσπίζει μαζική, αδιάκοπη επιτήρηση σε καθολική κλίμακα, χωρίς εξατομικευμένο λόγο. Για να καταστεί τεχνικά εφικτό, απαιτεί την αποδυνάμωση ή παράκαμψη της κρυπτογράφησης—του βασικού «τείχους» προστασίας απέναντι σε χάκερ, εγκληματικές συμμορίες, αλλά και κρατικές ή ιδιωτικές καταχρήσεις.
Παρά τις σαφείς προειδοποιήσεις ειδικών ότι το μέτρο προσκρούει στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και εκθέτει πολίτες, επαγγελματικά μυστικά, ιατρικά δεδομένα και οικονομικές συναλλαγές, η Κομισιόν επιμένει. Την ίδια ώρα, διαμορφώνει «δυο μέτρα και δυο σταθμά»: κυβερνητικοί αξιωματούχοι, υπηρεσίες ασφαλείας και υπουργεία επιχειρούν να εξαιρεθούν από το σκανάρισμα—παραδοχή ότι το ίδιο το σύστημα κρίνεται αναξιόπιστο για όσους το σχεδιάζουν.
Από την «προστασία των ανηλίκων» στη γενικευμένη επιτήρηση
Η αρχική πρόταση παρουσιάστηκε τον Μάιο του 2022 από την επίτροπο Ίλβα Γιόχανσον, με αιτιολογία την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων στο διαδίκτυο. Η Ευρωβουλή την απέρριψε τον Νοέμβριο του 2023, ζητώντας στοχευμένα και όχι καθολικά μέτρα. Δεύτερη προσπάθεια τον Ιούνιο του 2024 απέτυχε επίσης. Τον Ιούλιο του 2025, όμως, η πρόταση επανήλθε ως προτεραιότητα, με εμφανή πρόθεση να περάσει «πάση θυσία».
Οι χώρες-μέλη έχουν σήμερα χωριστεί σε τρία στρατόπεδα:
• Κατά (8): Αυστρία, Ολλανδία, Τσεχία, Εσθονία, Φινλανδία, Λουξεμβούργο, Πολωνία, Σλοβενία.
• Υπέρ (12): Δανία, Βουλγαρία, Κροατία, Κύπρος, Γαλλία, Ουγγαρία, Ιρλανδία, Λιθουανία, Μάλτα, Πορτογαλία, Ισπανία, Ρουμανία.
• Αναποφάσιστες (7): Γερμανία, Ελλάδα, Βέλγιο, Ιταλία, Λετονία, Σλοβακία, Σουηδία.
Η έκβαση θα κριθεί από τις «αναποφάσιστες». Αν επικρατήσει το «υπέρ», ο κανονισμός θα ισχύσει άμεσα για όλα τα κράτη-μέλη: κάθε ιδιωτική επικοινωνία θα σαρώνονται προληπτικά, χωρίς υπόνοια παρανομίας και χωρίς συναίνεση.
Η Γερμανία συγκρότησε ειδική ομάδα εμπειρογνωμόνων, που το 2023 γνωμοδότησε ότι το «chat control» υπονομεύει την ασφάλεια και παραβιάζει θεμελιώδη δικαιώματα. Η Ολλανδία άλλαξε θέση όταν η εθνική υπηρεσία πληροφοριών προειδοποίησε ότι η υποχρεωτική σάρωση και η αποδυνάμωση της κρυπτογράφησης πλήττουν κρίσιμα την κυβερνοάμυνα. Η Βρετανία, εκτός Ε.Ε., απέσυρε ανάλογη διάταξη στο «Online Safety Bill» (2023), παραδεχόμενη ότι δεν είναι εφικτό να «σκανάρονται» κρυπτογραφημένες συνομιλίες χωρίς να καταργείται η ιδιωτικότητα.
Παράλληλα, οργανισμοί προστασίας παιδιών (συμπεριλαμβανομένου του ΟΗΕ) προειδοποιούν ότι η μαζική παρακολούθηση δεν αποτρέπει την κακοποίηση· αντιθέτως, αποδυναμώνοντας την κρυπτογράφηση εκθέτει περισσότερο παιδιά και οικογένειες, επειδή καθιστά ευκολότερη τη διαρροή οικείου υλικού σε κακόβουλους.
Προσχέδια που κυκλοφόρησαν την άνοιξη του 2025 φέρονται να εξαιρούν από τον σάρωθρο επικοινωνίες υπουργείων, σωμάτων ασφαλείας και υπηρεσιών πληροφοριών, καθώς και επαγγελματικά απόρρητα (ιατρικό, νομικό, εμπορικά μυστικά). Η ίδια η αρχιτεκτονική του μέτρου, όμως, δεν μπορεί τεχνικά να ξεχωρίσει αξιόπιστα «αθώο» οικογενειακό περιεχόμενο από υλικό προς αναζήτηση, ούτε να διακρίνει με βεβαιότητα τον ρόλο ή την ιδιότητα των συνομιλητών. Αυτό αφήνει ευρύ περιθώριο για σφάλματα, καταχρήσεις και στοχευμένες «εξαιρέσεις».
Η μαζική σάρωση δημιουργεί νέα, τεράστια αγορά λογισμικού και υπηρεσιών. Στο επίκεντρο βρίσκεται η ΜΚΟ/τεχνολογική start-up Thorn του Άστον Κούτσερ, που από το 2020 ανέπτυξε στενή επαφή με κορυφαίους αξιωματούχους της Ε.Ε. (μεταξύ αυτών η πρόεδρος Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και η επίτροπος Γιόχανσον), προωθώντας λύσεις σκαναρίσματος. Ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής κατηγόρησε την Επιτροπή (Ιούλιος 2024) για «μυστικοπάθεια» στη διαδικασία, διαπιστώνοντας ότι η Thorn επηρέασε ουσιωδώς τη διαμόρφωση πολιτικής και ζητώντας δημοσιοποίηση εγγράφων και πρακτικών συναντήσεων. Η καταχώριση ως ΜΚΟ, αντί για εμπορική εταιρεία, περιπλέκει τη διαφάνεια της χρηματοδότησης και της λογοδοσίας, επιτείνοντας υπόνοιες σύγκρουσης συμφερόντων.
Τι σημαίνει για πολίτες, επιχειρήσεις, κράτη
– Ασφάλεια: Η αποδυνάμωση της κρυπτογράφησης εισάγει «πίσω πόρτες» που δεν μπορούν να είναι «μόνο για καλούς». Ό,τι μπορεί να διαβαστεί από έναν αλγόριθμο σκαναρίσματος, μπορεί να διαρρεύσει ή να υποκλαπεί.
– Οικονομία & επαγγελματικό απόρρητο: Δικηγόροι, ιατροί, δημοσιογράφοι, ερευνητές και επιχειρήσεις απειλούνται με παράπλευρη έκθεση ευαίσθητων δεδομένων, πλήττοντας εμπιστευτικότητα και ανταγωνιστικότητα.
– Κράτος δικαίου: Η καθολική επιτήρηση αντιστρέφει την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας: σάρωση πρώτα, τεκμηρίωση μετά.
– Τεχνική αξιοπιστία: Τα συστήματα δεν διακρίνουν με ακρίβεια συμφραζόμενα· η πιθανότητα ψευδώς θετικών ευρημάτων είναι υψηλή, με κίνδυνο αυθαίρετων αποκλεισμών λογαριασμών και άδικων διώξεων.
– Κλιμάκωση αρμοδιοτήτων: Η Europol ήδη εισηγήθηκε επέκταση σκαναρίσματος σε «άλλους τομείς εγκληματικότητας». Μόλις στηθεί η υποδομή, τα όρια χρήσης της τείνουν να διευρύνονται.
Με τη Γερμανία και άλλες έξι χώρες να παραμένουν αναποφάσιστες, η θέση της Ελλάδας μπορεί να αποδειχθεί καθοριστική. Ψήφος υπέρ σημαίνει δεσμευτική εφαρμογή για όλους: αυτοματοποιημένο σκανάρισμα κάθε επικοινωνίας χωρίς εξαίρεση, με συνεπαγόμενους κινδύνους για ιδιωτικότητα, ασφάλεια συναλλαγών και επαγγελματική εμπιστευτικότητα. Ψήφος κατά ευθυγραμμίζει τη χώρα με τα κράτη που προτάσσουν στοχευμένα μέτρα δίχως καθολική παραβίαση κρυπτογράφησης.
Συνοπτικά: Το «chat control» υπόσχεται προστασία ανηλίκων, αλλά θεσπίζει μηχανισμό καθολικής επιτήρησης με σοβαρές παρενέργειες στην ιδιωτικότητα, την κυβερνοασφάλεια και το κράτος δικαίου. Η διάταξη εισάγει εξαιρέσεις για ισχυρούς, δημιουργεί τεράστια αγορά επιτήρησης με αδιαφανείς διαδρομές επιρροής και ανοίγει δρόμο για διεύρυνση χρήσεων πέρα από τον αρχικό σκοπό. Στις 14 Οκτωβρίου, οι «αναποφάσιστοι»—μεταξύ τους και η Ελλάδα—θα κρίνουν αν η Ευρώπη θα διαβεί τον Ρουβίκωνα της μαζικής παρακολούθησης ή αν θα αναζητήσει στοχευμένες, συμβατές με τα δικαιώματα λύσεις.

